Life

Εκεί που ζούμε

Αυτά τα λίγα, τα πολλά, που χτύπησαν τη φλέβα μου καθώς έβλεπα το βιβλίο του Χρίστου Κυθρεώτη στην οθόνη, σε διασκευή και σκηνοθεσία Σωτήρη Γκορίτσα και μουσική Νίκου Πορτοκάλογλου

Λεωνίδας Καστανάς
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μερικές σκέψεις για τη ζωή με αφορμή την ταινία «Εκεί που ζούμε» του Σωτήρη Γκορίτσα.

Εκεί που ζούμε δεν υπήρξαμε ποτέ ουδέτεροι, έστω κι αν όλα γύρω μας ορθώνονταν απειλητικά και ζοφερά. Ποτέ δεν κοιτάξαμε απλώς τη δουλειά μας ή την καριέρα μας. Να βρούμε στα γρήγορα ένα ταίρι, να κάνουμε παιδιά, να στήσουμε ένα σπίτι, να πάμε παρακάτω. Σε κείνο κει το παρακάτω που δεν έχει τίποτα από παρακάτω αλλά είναι μια ολόισια γραμμή καρδιογράφου. 

Είχαμε άποψη για ό,τι συνέβαινε και τη διεκδικούσαμε. Δεν την ανεβάζαμε ως σχόλιο στο facebook, δεν τη στέλναμε ως φωτογραφία σε κοινούς αποδέκτες. Τη βασανίζαμε. Σε συνεδριάσεις βαριάς νικοτινίασης, σε ταβέρνες με ρετσίνα κι αντάρτικα, σε κάτι δώματα στη Βουλγαροκτόνου ψηλά στα σκαλάκια, που κάθε πάτημα σήκωνε σύννεφο η βρωμερή μοκέτα, σε ατέλειωτες τσάρκες, πάνω κάτω, στην Πατησίων. Σε μια τέτοια συνεδρίαση ή σε κάποιο πηγαδάκι έξω από την ΑΣΟΕΕ, δεν θυμάμαι, συνάντησα στη πρώιμη νεότητα τον Σωτήρη Γκορίτσα και δεν έχασα. Είναι εκείνες οι φιλίες που μένουν αναλλοίωτες στον χρόνο, γιατί ψήθηκαν σε κείνους τους γρήγορους καιρούς. Σε κείνες τις μέρες της φωτιάς.

Και σαν τον Αντώνη Σπετσιώτη, τον ήρωα του Χρίστου Κυθρεώτη, έπρεπε να περάσουμε κάποιο μάθημα ή να λύσουμε μια δύσκολη εξίσωση στα επαγγελματικά μας, να συναντήσουμε ένα φίλο ή έναν παλιό έρωτα, να απαντήσουμε στις ερωτήσεις των γονιών μας. Που πάντοτε ήταν δύσκολες, για εμάς. Αλλά και να διαλέξουμε καινούργιο μηχανάκι, να μην λείψουμε από την άκρως σημαντική διαδήλωση που θα έκρινε και καλά την τύχη της χώρας ή του κινήματος, να σχεδιάσουμε το επόμενο ταξίδι στο εξωτερικό, να δούμε τι παίζει παραέξω και βέβαια να μην παραμελήσουμε την κουλτούρα μας σε μια κινηματογραφική αίθουσα, σε ένα θέατρο, σε μια συναυλία. Εκεί που ζούσαμε όλα ήταν καθημερινά και συμπυκνωμένα, δεν ήταν ρουτινιάρικα. Ήταν συναρπαστικά. Μέσα στην απλότητά τους. Αλλά ήταν δικά μας.

Τον Νίκο Πορτοκάλογλου τον γνώρισα πρόσφατα, είπαμε πέντε κουβέντες, ήταν σαν να γνωριζόμασταν από καιρό. Βγαίνουμε, μωρό μου, βγαίνουμε έξω στο φως, γιατί είμαστε πια πρωταθλητές, αφού οδηγήσαμε μόνοι σε δρόμο με ατέλειωτες στροφές, μέχρι που ήρθε το καλοκαιράκι στην ακρογιαλιά, και μας βρήκε να πλέουμε αγκαλιά, διότι υπήρχε λόγος σοβαρός που ήμασταν ωραίοι, γιατί (δεν) ήμασταν τελικά της μεταπολίτευσης η χαμένη γενιά, ήμασταν η μεταπολίτευση η ίδια. Οι «Φατμέ» το ελληνικό ροκ, στα καλύτερά του, το ροκ το δικό μας. Γιατί εκεί που ζήσαμε αλλά κι εκεί που ζούμε αυτό το ροκ δεν μας έλειψε ποτέ, δεν το αφήσαμε να μαραθεί, γεράσαμε μαζί του, αλλά το παλεύουμε ακόμα, πάει κι αυτό αντάμα με τα χρόνια μας, είναι η βακτηρία μας, όσο θα ζούμε, εκεί που ζούμε, εκεί που μένουμε, εκεί που κατοικούμε. 

Η μέρα μας μπορεί να ξεκινούσε από ένα δικαστήριο, μια τράπεζα, ένα φροντιστήριο, ένα σχολείο, ένα συνεργείο, να συνεχίζονταν σε ένα μαγέρικο κάπου στα Εξάρχεια και μετά στην υπόγα του Αν ή του Rodeo με Παυλάκη και Απροσάρμοστους ή Μήτσο και Αδέσποτα Σκυλιά, αλλά και γιατί όχι σένα οικόπεδο στο Χαλκούτσι ή σε ένα πάρκινγκ στο Ορχομενό και να τελείωνε σε δρόμους σκοτεινούς με μια διαφωνία, ένα φιλί, μια αγκαλιά ή μια υπόσχεση. Μια ατάκα, το νόημα της οποίας μπορεί να μας κρατούσε ξάγρυπνους. Αλλά στη δουλειά την άλλη μέρα το πρωί πηγαίναμε στην ώρα μας και ήμασταν ωραίοι. Γιατί ήμασταν και είμαστε ακόμα άνθρωποι της δουλειάς.

Εκεί που ζούσαμε, ζούσε κι η μάνα κι ο πατέρας. Μας νοιάζονταν κι ας μεγαλώναμε, και όσοι έφυγαν νωρίς, έφυγαν με την έγνοια μας. Ήθελαν να ξέρουν πώς ζούσαμε, τι θα γινόμασταν όταν εκείνοι έφευγαν, αν θα τα καταφέρναμε να κάνουμε κάτι στη ζωής μας, όπως εμείς νοιαζόμαστε για τα παιδιά μας. Αυτό το γαϊτανάκι δεν θα τελειώσει ποτέ. Δεν είναι η Ελληνίδα μάνα, ούτε ο Έλληνας πατέρας, είναι το φίλτρο που τρέχει μες τις φλέβες μας, ο λώρος που δεν κόπηκε ποτέ κι ας έπρεπε. Γιατί είναι η πρώτη αγκαλιά που ένιωσες όταν βγήκες στο φως, γιατί είναι η μάνα που σε άφησε μόνο πίσω από τα κάγκελα την πρώτη μέρα του σχολείου, γιατί είναι ο πατέρας που σε πήγε στο πρώτο γήπεδο της ζωής σου. Εμένα στον Πανιώνιο να δω τον Θανάση Σαραβάκο. Κι εμείς φορτώναμε, δεν θέλαμε δραγάτη στη ζωή μας, ούτε γιατί άργησες και πού τραβάς, και πότε θα πάρεις το πτυχίο, κι αν τρως καλά εκεί που μένεις και αν εκείνο το κορίτσι που σε είδαν αγκαλιά είναι καλό και όλα αυτά που ζουν ακόμα εκεί που ζούμε εκεί που κατοικούμε. Γιατί απλά είναι ανθρώπινα, αλλά δεν τα αντέχαμε. Τότε.

Όταν μεγάλωσα, κατάλαβα πόσο ανάγκη είχα εκείνη την έγνοια, εκείνη την αγκαλιά, πόσο με βοήθησε ο κάθε καυγάς, το κάθε επιχείρημα, εκείνο το βλέμμα που είχε μια πίκρα, πίσω από την αγάπη και μπροστά απ’ τη συγχώρεση. Ή ανάποδα, δεν ξέρω. Για μας τους γιους είναι καθήκον να κατεβάσεις τον πατέρα από τον θρόνο του. Και αυτό συμβαίνει όταν θα χρειαστεί να τον βοηθήσεις να ξελασπώσει από κάτι, όπως ο Αντώνης τον δικό του στην ταινία, ή να τον τρέξεις μια νύχτα στους γιατρούς, σ’ ένα νοσοκομείο, με μια λαχτάρα μην φύγει και δεν προλάβεις να του πεις όλα εκείνα που κανείς δεν πρόλαβε να πει στον δικό του πατέρα. Σ’ ένα ασανσέρ που κατέβαινε στα χειρουργεία του Ευαγγελισμού ο νοσοκόμος μου είπε εμπιστευτικά και πονεμένα πως δεν τη βγάζει και δεν την έβγαλε. Και δεν τα είπα και μου έμειναν στην άκρη της γλώσσας της πικρής. Μια νύχτα στα 25 μου, αλλά κανείς δεν χάνεται. Εκεί που ζούμε, εκεί που κατοικούμε, φυτρώνει και ατσάλι.

Αυτά είναι τα λίγα, τα πολλά, που χτύπησαν τη φλέβα μου καθώς έβλεπα το βιβλίο του Χρίστου Κυθρεώτη στην οθόνη, σε διασκευή και σκηνοθεσία Σωτήρη Γκορίτσα και μουσική Νίκου Πορτοκάλογλου. Με μια πλειάδα σπουδαίων ηθοποιών που ζούσαν τον ρόλο τους, που ίσως δεν υποκρίνονταν, αλλά έπαιζαν τον εαυτό τους. Και θαύμασα τον πρωταγωνιστή τον Προμηθέα Αλειφερόπουλο, γιατί τον είδα να περιφέρεται με τις αγωνίες του στις πίσω μου σελίδες. Και ο παλμός της φλέβας έγινε ανάγκη και πήγε από την ψυχή στα δάχτυλα και είπα να τα περάσω όλα αυτά σε αράδες και να τα στείλω στον Φώτη τον Γεωργελέ να τα δημοσιεύσει. Έναν άλλο παλιό κι αγαπημένο φίλο, από κείνες τις μέρες που ζούσαμε και τρέχαμε και δεν φτάναμε, δεν προλαβαίναμε ποτέ, αλλά μαθαίναμε τη ζωή.

Εκεί που ζούμε, εκεί που κατοικούμε, αλλά ίσως και αλλού που εμείς δεν πήγαμε ποτέ, θα ζήσουν και τα παιδιά μας. Τα κορίτσια και τ’ αγόρια μας θα χτίσουν τη δική τους ζωή και ίσως δώσουν τις δικές τους απαντήσεις στα ερωτήματα που εμείς δεν προλάβαμε. Και χίλιες φορές θα πέσουν και χίλιες θα σηκωθούν, όπως εμείς. Και θα χαθούν και θα ξαναβρεθούν και θα προσπαθήσουν και κάτι θα πετύχουν και θα προχωρήσουν. Σαν την Ελλάδα που ποτέ δεν πεθαίνει. Αλλά η κάθε καινούργια ημέρα θα τα βρίσκει όρθια. Την υγεία τους να 'χουνε, όπως έλεγαν οι παλιοί. Εκεί που ζεις, εκεί που ζω, εκεί που ζούμε. Εδώ θα ζούνε.