Life

Πού πάει ο χαμένος χρόνος;

Όταν γυρνάμε τα ρολόγια μία ώρα πίσω

Μυρσίνη Γκανά
ΤΕΥΧΟΣ 847
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η αλλαγή της ώρας στα ρολόγια μας και ο χρόνος που περνάει

Κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, όταν πήγαινα ακόμη σχολείο, είχα δώσει ραντεβού με ένα αγόρι που μου άρεσε μια Κυριακή στο τέλος Οκτωβρίου. Δεν είχαμε κινητά, πιθανότατα δεν ήξερα καν τον αριθμό τηλεφώνου του στο σπίτι, πήγα στο σημείο συνάντησης και περίμενα. Και περίμενα. Και περίμενα. Και είχε αλλάξει η ώρα. Από τότε, δύο φορές τον χρόνο, η αλλαγή της ώρας μου προκαλούσε τεράστια ενόχληση. Διαβάζω ότι δεν είμαι η μόνη. Έρευνες έχουν δείξει ότι την εβδομάδα που ακολουθεί την αλλαγή της ώρας αυξάνονται τα ατυχήματα και οι καρδιακές προσβολές, διότι το «κοινωνικό» και το βιολογικό μας ρολόι δεν συντονίζονται. Αρκετοί προσπαθούν να γλυκάνουν την αλλαγή, με τα ίδια επιχειρήματα κάθε χρόνο, «Μα θα κοιμηθείς μία ώρα παραπάνω!», «Μα θα έχει φως για μια επιπλέον ώρα!» 

Παρά την τόση μου ενόχληση, δεν είχα αμφισβητήσει αυτή την πρακτική τόσο, ώστε να ψάξω τις ρίζες της και, όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν το έκανα ξαφνιάστηκα. Ο πρώτος λοιπόν που σκέφτηκε μια εκδοχή αυτής της εποχιακής αλλαγής ώρας ήταν ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν, πατέρας του ρητού «ο χρόνος είναι χρήμα», το 1784. Πρώτη χώρα που την εφάρμοσε, ωστόσο, ήταν η Γερμανία το 1916, εν μέσω Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για να εξοικονομήσει ενέργεια φυσικά. Ο Τσόρτσιλ ακολούθησε αυτό το παράδειγμα. Μετά τον πόλεμο επέστρεψαν όλοι στην «κανονική» ώρα, στον Β΄ Παγκόσμιο ξανάρχισαν τα ίδια. Το μαρτύριο της αλλαγής ώρας τελείωσε μαζί με τον πόλεμο, για να επανέλθει δριμύτερο κατά την ενεργειακή κρίση του 1973. Το 1975 η Ελλάδα, μαζί με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, υιοθέτησε την εποχιακή αλλαγή ώρας. Στη χώρα μας είχε προηγηθεί μια απόπειρα εφαρμογής αυτού του συστήματος το 1932, ο πληθυσμός όμως δεν τη δέχτηκε.

Τώρα πια φαίνεται ότι το βασικό επιχείρημα της εξοικονόμησης ενέργειας, χάρη στην τεχνολογία, δεν ισχύει όπως παλιότερα. Η δυσαρέσκεια ίσως και να εντείνεται μετά τη δημόσια διαβούλευση που είχε οργανώσει το καλοκαίρι του 2018 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών. Το 84% των συμμετεχόντων τάχθηκε υπέρ της κατάργησης των εποχικών αλλαγών ώρας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε την πρόταση της Επιτροπής το 2019, και υποτίθεται ότι αυτή η τρέλα μπρος πίσω στον χρόνο ανά έξι μήνες θα σταματούσε το 2021. Βεβαίως η Ευρωπαϊκή Ένωση στο ενδιάμεσο χρειάστηκε να αντιμετωπίσει το Brexit, μια πανδημία, τώρα μια νέα ενεργειακή κρίση ως αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία, και η υιοθέτηση μιας και μοναδικής ώρας για όλη τη διάρκεια του έτους θεωρείται ότι θα προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερη κοινωνική αναταραχή.

Η ιστορία που ανέφερα παραπάνω δεν θα μπορούσε να συμβεί σήμερα. Τα ΜΜΕ μας υπενθυμίζουν δύο φορές ότι πρέπει να γυρίσουμε τα ρολόγια μας πίσω ή μπροστά, ωστόσο, ξυπνάμε και τα τηλέφωνά μας έχουν ήδη αλλάξει. Μας μένουν κάτι ρολόγια φούρνου και αυτοκινήτου για να μας υπενθυμίζουν (συχνά για αρκετό καιρό – αλήθεια, γιατί κανείς δεν θυμάται ποτέ πώς αλλάζει η ώρα σ’ αυτά;) πως έχουμε χάσει ή κερδίσει μια ώρα από τη ζωή μας. Κι εκεί, νομίζω εντοπίζεται το βασικό ζήτημα με την αλλαγή της ώρας. Οι λέξεις που τη συνοδεύουν, «Χάνουμε μια ώρα ύπνου», «Κερδίζουμε μια ώρα», σίγουρα δεν διευκολύνουν την κατάσταση, είμαι όμως πεπεισμένη ότι δύο φορές τον χρόνο ξυπνάει μέσα μας η βαθιά υπαρξιακή αγωνία που σχετίζεται με το πέρασμα του χρόνου, με τη δυνατότητα ελέγχου του, με την επιθυμία να τον υποτάξουμε, να μπορούμε να τον κερδίσουμε και όχι μόνο να τον χάνουμε ή να τον ξοδεύουμε. Και, κυρίως, μας κάνει να αναρωτιόμαστε γιατί δεν έχει βρεθεί ακόμα ένας τρόπος να φυλάξουμε κάπου τον χρόνο που «κερδίζουμε». Δεν μπορεί, όλο και κάπου θα μπορούσε να μας φανεί χρήσιμος.