Life

Το ημερολόγιο ενός ανθρώπου που μισεί το καλοκαίρι

Κάποιοι προτιμούν παραλίες, άλλοι νοσταλγούν βουνά. It is what it is, γούστα είναι αυτά.

Ελένη Χελιώτη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι λόγοι που δεν μου αρέσει το καλοκαίρι: Η ζέστη, τα ρούχα, οι παραλίες, το φαγητό και οι διακοπές.

Όσοι αγαπάτε το καλοκαίρι μπορείτε να σταματήσετε κάπου εδώ να διαβάζετε. Εναλλακτικά, εάν είστε περίεργοι, μπορείτε να συνεχίσετε για να ανακαλύψετε πως στην ευχή γίνεται μία born and bred Ελληνίδα να μισεί το καλοκαίρι… και τη ζέστη, και τις διακοπές στα νησιά, και τη θάλασσα, και το κλίμα όλου του καλοκαιριού.

«Προφανώς αστειεύεσαι», σκέφτεστε. «Είσαι τρελή, κοπέλα μου!», αναφωνείτε. «Πας καλά κουκλίτσα μου;» (Έχετε θυμώσει πια). Αρχικά, μετά από αρκετές δεκαετίες σ’ αυτή τη γη, πιστεύω ακράδαντα ότι από άποψη κλίματος, έχω γεννηθεί σε λάθος χώρα. Μου αρέσει τόσο το κρύο όσο και το χιόνι, και θεωρώ ενοχλητικό προς απάνθρωπο οτιδήποτε πάνω από 25-27°C. Όταν δε ο υδράργυρος αγγίξει τους 30°C και ξεκινήσει να τους υπερβαίνει, ξεκίνα για μένα η προσωπική μου κόλαση. Γίνομαι χαρακτήρας του Ντάντε σε έναν από τους εννέα κύκλος της κολάσεως στη Θεία Κωμωδία. Κοινώς, υποφέρω. Και το υποφέρω δεν το λέω κάθ’ υπερβολήν, η δραματικά. Υποφέρω.

Με τη ζέστη είχα πάντα θέμα. Γιατί; Γιατί ιδρώνω πολύ, και πολύ εύκολα. Θυμάμαι σαν μαθήτρια λυκείου να πηγαίνουμε με την παρέα μου σε ένα από τα μαγαζιά της παραλιακής που ήταν τότε πολύ της μόδας, τύπου Galea, φορώντας ένα αέρινο φορεματάκι, και από τον χορό (ναι, χορεύαμε τότε όταν βγαίναμε) να γυαλίζω από τον ιδρώτα και να αισθάνομαι άσχημα, και να σιχαίνομαι το γεγονός ότι ενώ οι περισσότερες άλλες κοπέλες που χορεύανε γύρω μου ήταν εντελώς ανεπηρέαστες, εγώ ένιωθα κυριολεκτικά να στάζω στο μέτωπο και στο στέρνο και στην πλάτη, και να ψάχνω χαρτοπετσέτες να το μαζέψω όσο μπορώ.

Η γκαρνταρόμπα μου το καλοκαίρι αλλάζει ελάχιστα. Τα «καλοκαιρινά» μου ρούχα είναι το 1/5 των χειμερινών. Ουσιαστικά φοράω τζιν, t-shirt, τιραντάκια, κανα-δυο σορτσάκια και κανα δυο φορέματα που θα φορεθούν στο τσακίρ κέφι κάποια δροσερή νύχτα με βοριαδάκι ή μελτέμι. «Μα καλά δε λιώνεις με το τζιν;» «Είσαι τρελή; Τζιν καλοκαιριάτικα;» I’ve heard it all. Άκου να δεις. Λιώνω ανεξαρτήτως. Και γυμνή να βγω, πάλι θα λιώνω και θα θέλω να βγάλω το πετσί μου. Η διαφορά είναι ότι με το φόρεμα η μια φούστα πρέπει εμείς τα κορίτσια να σταυρώσουμε τα πόδια μας, και εκτός του ότι αυτό δεν με βολεύει, η επαφή δέρμα με δέρμα στα πόδια τι μου προκαλεί; Guess what; Ιδρώτα. Οπότε ναι, φοράω τζιν, και παπούτσια, και καλτσάκια, και προσπαθώ να αντέξω αυτό το τετράμηνο (ενίοτε πεντάμηνο) μαρτύριο.

Το θέμα λοιπόν της ζέστης το λύσαμε, σωστά; Πάμε στα υπόλοιπα τώρα. Παραλία και θάλασσα. Το θέμα της θάλασσας είναι ξεκάθαρο και ιδιαιτέρως υποκειμενικό. Απλά μου είναι αδιάφορη: να την κοιτάω, να είμαι κοντά της, να κολυμπάω μέσα της. Δεν υπάρχει γιατί. It is what it is. Αντιθέτως, το ορεινό τοπίο με συναρπάζει, με ελκύει, με ηρεμεί και ενίοτε με καθηλώνει. Γούστα είναι αυτά. Εάν κάποιος ερχόταν αύριο και μου έλεγε «sorry αλλά δεν θα ξαναμπείς ποτέ στη θάλασσα», θα ‘λεγα, OK, εντάξει. Μπορώ άνετα να ζήσω χωρίς αυτή.

Η παραλία τώρα. Καλώς η κακώς θέλω τη βολή μου, την σκιά μου (είμαι λευκή σαν πτώμα οπότε δεν γίνεται αλλιώς), τον καφέ μου, την μπύρα μου, το σνακ μου, κτλ. «Α, πολύ ωραία,» θα πείτε, «άρα απλά θες μια οργανωμένη παραλία.» Ναι, περίμενε όμως. Όσο μαρέσει να σαπίζω (δεν θέλω να το παινευτώ αλλά οι Netflix μαραθώνιοι είναι το φόρτε μου), είμαι επίσης νευρόσπαστο και χρειάζομαι μικρά διαλείμματα, γιατί βαριέμαι εύκολα. Δεδομένου δε ότι δεν είμαι δελφίνι, και στη θάλασσα θα μπω μια δυο φορές από 5-10 λεπτά κάθε φορά, η πολύωρη παραμονή μου σε μια παραλία, σε συνδυασμό με την ζέστη, μου φαίνεται επίσης εφιαλτική, στη χειρότερη, και βαρετή στην καλύτερη. Για να αντέξω έχω μαζί μου βιβλία, μουσική, και snack, τα οποία όμως κι αυτά υποφέρουν στη ζέστη. Catch my drift?

Συνεχίζουμε με το φαγητό. Αγαπώ το φαγητό. Το λατρεύω. Είναι από τις αγαπημένες μου απολαύσεις σ’ αυτή τη ζωή. Και όταν κάνει ζέστη, αυτή την αποπνικτική του Ιουλίου και του Αυγούστου, απλά δεν μπορείς να φας, και ακόμα και όταν τρως δεν το απολαμβάνεις, όσο εξαιρετικό και αν είναι το έδεσμα. Sorry, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Μάρτυρές μου όλοι αυτοί που λατρεύουν το καλοκαίρι και τους έχω ακούσει να το παραδέχονται (συνήθως σε μια στιγμή αδυναμίας).

Και έρχομαι στο τελευταίο επιχείρημά μου. Ή μάλλον, στον τελευταίο λόγο που με ενοχλεί το καλοκαίρι, και αυτός είναι επειδή νιώθω ότι είναι η «πρωτοχρονιά των διακοπών». Μπορεί να έχεις πάει 3-4 ταξίδια κατά τη διάρκεια της χρονιάς, να έχεις επισκεφθεί καινούργια μέρη, ξένες χώρες, να έχεις περάσει φανταστικά, αλλά επισκιάζονται πάντα με την ερώτηση είτε «που θα πας το καλοκαίρι;» ή «που πήγες το καλοκαίρι;» Ένα καλοκαίρι η απάντησή μου ήταν «στο Βερολίνο για μία εβδομάδα», και η αντίδραση ήταν ένα βλέμμα λύπησης και ένα «ααα, ΟΚ» λες και είχα πάει να δουλέψω ανθρακωρύχος κάπου στα έγκατα της γης.

Θέλω να είμαι σαφής, σέβομαι απόλυτα την επιθυμία των περισσοτέρων ανθρώπων που απολαμβάνουν όσο τίποτε άλλο να σαπίζουν σε ένα νησί για κάποιες μέρες. Μπορώ να πλήρως να κατανοήσω την ευχαρίστηση της νησιώτικης/καλοκαιρινής ρουτίνας: ξυπνάω, παίρνω καφέ, πηγαίνω παραλία για 10 ώρες και μετά για φαγητό/ποτό. Το έχω κάνει και εγώ, και σε μικρές δόσεις, το έχω ενίοτε απολαύσει. Αλλά για μένα τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με την εξερεύνηση μιας καινούργιας χώρας, πόλης ή ακόμα και χωριού. Να περπατάς για ώρες και να βλέπεις κάθε μέρα και κάτι καινούργιο. Να σουλατσάρεις σε μια πρωτεύουσα ενώ ένα δροσερό αεράκι σου ανοίγει την όρεξη. Να ξαποσταίνεις σε μικρά, γραφικά καφέ, να αγοράζεις σουβενίρ για αγαπημένα πρόσωπα, και το βράδυ να κάθεσαι με τις ώρες σε ωραία εστιατόρια πίνοντας ένα καλό κόκκινο κρασί και κάνοντας ωραίες κουβέντες με την επιλεγμένη παρέα. Και για τελείωμα, να γυρνάς στο ποτήρι σου ένα υπέροχο, παλιό ουίσκι, ενώ σχεδιάζεις το πλάνο της επόμενης ημέρας.    

Και ενώ φέτος τον Ιούλιο θα αράζω αναπόφευκτα σε κάποια παραλία της Σίφνου (ανωτέρα βία, καταλαβαίνετε), θα σκέφτομαι τον παγετώνα Katla που θέλω να επισκεφθώ του χρόνου στην Ισλανδία, και θα παίρνω δύναμη.