Life

Ο Ανδρέας

Τον λάτρεψα τον Ανδρέα Βουτσινά. Αυτό σημαίνει ότι σκοτωθήκαμε κιόλας.

Σταμάτης Κραουνάκης
ΤΕΥΧΟΣ 306
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είναι μέρες το μέιλ με τίτλο «Απώλεια Ανδρέα Βουτσινά», δεν ήθελα να πω εγώ γι’ αυτά, όχι δεν ήθελα… στο καμαρίνι του Λαζόπουλου στο Βέμπο τον πρωτοσυνάντησα, αγαπηθήκαμε αμέσως, τον θαύμαζα, έβαλα τον Λάκη να πάει να τον βρει στο Παρίσι να κάνουμε έναν Αριστοφάνη, προτίμησαν τη «Λυσιστράτη» για να κάνουμε κόντρα στην Αλίκη. Στο σπίτι μου, ένα δυαράκι στο Φάληρο με κήπο, γεννήθηκαν τα χορικά της «Λυσιστράτης», ερχόταν κάθε βράδυ από άλλη πρόβα με τα σκυλάκια του, ήμασταν η ξεκούρασή του, «εεε, τι κάναμε σήμερα;;;». Καθόμουν, του ’παιζα… γράφαμε καθημερινά εφτάωρο με τη Λίνα. Δεν είχαμε ακόμα μετάφραση, ο Λάκης είχε στείλει μόνο μια σκηνή. Τον περιμέναμε τα σούρουπα να μας δώσει έναυσμα για παρακάτω. Έγινε χαμός. Τροφή για τους δημοσιογράφους άπλετη. Εμάς μας τραγούδαγε όλη η Ελλάδα, «Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ», ο Λάκης φίρμα της Επιθεώρησης κι ο Αντρέας βεντέτα 5 αστέρων, υπερφίαλος, επιθετικός, φωνακλάς. 30 λεπτά μπιζ στην πρεμιέρα στους Φιλίππους με τα βεγγαλικά ο κόσμος.

Θυμάμαι το γράμμα του Χατζηδούλη «Πετάξατε το γάντι, ετοιμαστείτε για πόλεμο». Αθώοι ακόμα και εκτεθειμένοι. Τον επόμενο χειμώνα κάναμε την «Πρώτη Λεωφόρο» στη Συγγρού. Πρωτοψάλτη, Αρβανιτάκη, Γανωτής και καταραμένο τρίο, λέγαμε όλοι, θα κλείσουμε σε 15 μέρες, και το πήγαμε το θέμα δεκαετία – χαλάσαμε την πιάτσα, μας φοβήθηκαν, μας βρίσανε, μας λατρέψανε, μας μιμήθηκαν. Μας είχε συστήσει κάποιος σε δύο επιχειρηματίες, ο ένας εκ Κύπρου μετέφερε λεφτά τραγουδιστών στο Λονδίνο, κι άλλος επιχειρηματίας της νύχτας, άλλου ρεπερτορίου –κουμπάρος της Άντζελας–, τι θα ’χετε στο πρόγραμμα, Σταμάτη μου;;; Εεε, δικά μας, Ζαμπέτα, Χιώτηααααααααα, όλους τους πεθαμένους ε; Τέτοια συνεννόηση. Κάποια στιγμή ο Κύπριος συλλαμβάνεται στο Λονδίνο για χρέη στο αγγλικό δημόσιο και μπαίνει φυλακή – το μαθαίνω τυχαία από μια φίλη του και μένουμε και μιλάμε για τον άλλον, τον κύριο Σπύρο!

Ήταν 17 Nοέμβρη και αρχίζαμε πρόβες σ’ ένα σκυλάδικο της παραλιακής με σόμπες-κουκουνάρια όταν μάθαμε τα χαΐρια –παίρνω την Άλκηστη πανικόβλητος– κι αποφασίζουμε να μην πούμε σε κανέναν τίποτα, να ξεκινήσουμε πρόβες κανονικά. Έρχεται ο Αντρέας το βράδυ στην πρόβα στο σκυλάδικο –περίμενα ότι θα φρικάρει ο Παριζιάνος–, τίποτα, μια χαρά, γέλαγε κιόλας, προς το τέλος της πρόβας το αμόλησα, «ξέρεις, Αντρέα, ο επιχειρηματίας έτσι κι έτσι… είμαστε επί ξύλου». Γύρισε, με κοίταξε με τις γυαλούμπες του και μου είπε, «άκου, εμείς θα ετοιμάσουμε τη νύφη και θα περιμένουμε το γαμπρό, αν δεν έρθει βλέπουμε».

Τον λάτρεψα τον Αντρέα. Αυτό σημαίνει ότι σκοτωθήκαμε κιόλας, δεν γινόταν ν’ αγαπιέσαι με τον Αντρέα και να μη σκοτωθείς, ήταν σαν να ζητούσε δι’ αυτής της μεθόδου επιβεβαίωση της αγάπης σου. Έζησα μαζί του χαρές, επιτυχίες, δάκρυα, ξύπναγε πάντα σαν κι εμένα πολύ πρωί, ήξερε ότι θα τον πάρω πρώτος και με περίμενε, «παρακαλωωωώ», μνημειώδη τα μηνύματα των τηλεφωνητών του, τι σκαρφιζότανε κάθε φορά, τα καταφύγιά του;; «Άμα με πρήξετε θα πάω στο Παρίσι» ή «θα πάω στη Σαλονίκη». Τη λάτρεψε τη Σαλονίκη και δικαίως, εδώ μένει σχολή με τ’ όνομά του. Τότε ούτε ν’ ακούσει για σχολή. Τον παρακάλαγα, ένιωθα ότι έπρεπε να μείνει κάτι απ’ αυτόν το δάσκαλο, αλλά τότε ήταν πολύ κοσμοπολίτης, ούτε που ν’ ακούσει. Τον λατρέψαμε κι εγώ και η Λίνα, νομίζω κι εκείνος εμάς αγάπησε πιο πολύ απ’ όλους – πληγωθήκαμε όλοι όταν το διαλύσαμε. Αλλά είχαμε όλοι κουραστεί, εγώ έφυγα πρώτος. Δέκα χρόνια δίπλα του, βάσταγα τετράδια σκηνοθεσίας, γιατί ο Αντρέας τα ’λεγε μια φορά και μετά αν δεν τα ’βρισκε έτοιμα βαριότανε –τα ’χω ακόμα–, καίριος, τρομερός στα ερεθίσματα, έκλαιγε σαν μωρό όταν του «καθόταν η σκηνή» ή όταν μια ατάκα που τον τρέλαινε την άκουγε σωστά. Το ’88 κάναμε τον «Δον Ζουάν» στην Καλαμάτα, έπαθα πνευμονία, με παίρνει απ’ το Παρίσι στο νοσοκομείο «ααα, μωρή πουτάνα, νομίζεις θα γλιτώσεις, θα αναβάλω πρεμιέρα, θα περιμένω να γίνεις καλά». Κάναμε μια σπουδαία παράσταση. Ίσως από τις λίγες φορές που πήρε και τους κριτικούς μαζί του. Στο Παρίσι καμία σχέση ο Αντρέας της Ελλάδας, άλλος άνθρωπος. Πρίγκηψ. Εδώ τον ερέθιζε το κατιναριό, και γινόταν αντιπαθής. Τρομερή γλωσσάρα. Μου ’λεγε ότι στο Χαρτούμ, που γεννήθηκε, είχε μια νταντά αραπίνα, που τον τάιζε χταπόδι για να αντέχει να μασάει τα δύσκολα. Τρομερό;

Εξπέρ της μεθόδου Άκτορς Στούντιο, ό,τι έμαθα το χρωστάω σ’ αυτόν, καμιά φορά άκουγα κι αυτά που δεν άκουγε κανείς άλλος. Λένε ότι του ’χω πάρει το ταλέντο στα ερεθίσματα. Ήξερε να κάνει το ελάττωμα προτέρημα. Προστάτευε τον ηθοποιό και σιχαινότανε τους βλάκες και τους ωραιοπαθείς. Με τις κυρίες ήταν σκληρός, αλλά είχε τον τρόπο του, γι’ αυτό τον λάτρεψαν οι πρωταγωνίστριες και τον μίσησαν επίσης, γιατί δεν ανεχόταν να είναι άλλος πιο πρωταγωνίστρια, έτσι και τόλμαγες να του τη βγεις σ’ αυτό το θέμα, γινόταν ύαινα. 

Θυμάμαι στη συνέντευξη τύπου όταν ανοίγαμε το Γκάζι, επειδή είχε πάει η Άλκηστη στην πρεμιέρα της Κορομηλά και δεν του είχε πει να πάει κι αυτός. Κόντεψε να μας τινάξει στον αέρα. Αναγκάστηκα να τον τσιμπήσω κάτω απ’ το τραπέζι για να σταματήσει. Είχαμε την αγωνία μας, αλλάζαμε πίστα, ψόφιοι στην αϋπνία, και ξεκίνησε με τη φράση «εμένα τα παιδιά δεν με χρειάζονται πια». Πήγα μετά από τα νεύρα μου κι έφαγα μια λαδάτη ομελέτα και ξέρναγα τρεις μέρες. Πριν 24 ώρες είχε πεθάνει ο πατέρας μου κι έβγαινα στη σκηνή πρώτη φορά. Άλλη μια φορά στο σπίτι της Λίνας, στην Πατριάρχου, μας έβγαλε ανασφάλεια, «ναι! θέλετε να φύγω για να πάρετε άλλον» (είχε πει σε κάποιον) και ούρλιαξα, «κλειδωμένες τις πόρτες θα ’χω, θα ’χεις πεθάνει και θα λέω ότι είσαι μέσα και σκηνοθετείς», «α, ώστε μ’ αγαπάτε;». Η Άλκηστις του οφείλει εξ ολοκλήρου τη σκηνική της παρουσία, τη σεβάστηκε, την έλυσε, της βρήκε τον «εαυτό» της, αλλά κι εκείνη σφουγγάρι, έπαιρνε το ψίχουλο και το ’κανε καρβέλι. Εγώ τον ησύχαζα και η Λίνα, τον παίρναμε εναλλάξ, ανάλογα το θέμα.

Τη μέρα που πήραμε χρυσούς δίσκους και τον είχαμε βάλει συνδημιουργό στην ΑΕΠΙ, είχε τρελή χαρά, σαν παιδί, «είναι το μόνο μπόνους που δεν υπολόγιζα». Τον αδίκησε η Ελλάδα, αλλά όχι οι Έλληνες. Στο Κρατικό έκανε 19 έργα – όλα επιτυχίες. Δεν μπορούσε να κάθεται, ήθελε να δουλεύει, ξάκριζε από τα έργα μ’ ένα δαιμονικό τρόπο τα κρυφά τους μυστικά. Τελευταία μας συνεργασία «Η τύχη της Μαρούλας» του Κορομηλά στο Κθβε. Το ανέβασε σαν Τσέχοφ. «Μα είναι υπηρέτες, άνθρωποι που δεν θ’ αλλάξει η ζωή τους ποτέ».

Πέρσι ήρθε στην Επίδαυρο, στις «Νεφέλες». «Ήρθα για σένα». Του ’κανα πλάκα, «είπα κι εγώ, αποκλείεται να δεχτείς να πεθάνεις το ίδιο καλοκαίρι με τον Μάικλ Τζάκσον, Αντρέα μου». Θυμήθηκα που ήρθε στο Σπείρα, στο «Μπιμπερό», έκλαιγε, «να ένας ταχυδρόμος που θα πάει τα γράμματα που του ’μαθα», και μετά φάγαμε, ήπιαμε, του γνώρισα τα παιδιά, έζησα και την αρχή της αρρώστιας, το πρώτο εγκεφαλικό, Χριστούγεννα, εδώ στη Σαλονίκη, είχαμε πρεμιέρα. Η Λίνα πάνω απ’ το κεφάλι του μια βδομάδα, μπήκα στο δωμάτιο, «α, όχι χρυσό μου, δε θα ξεμπερδέψετε έτσι εύκολα από μένα». Του πήγα έναν αρκούδο. Έχω μια κελεμπία μ’ ένα απίθανο κέντημα που μου χάρισε στη «Λυσιστράτη», έλιωσε το ύφασμα κι έραψα το κέντημα αλλού και το φοράω. Αυτό ήταν ο Αντρέας για μένα, ένα κέντημα που δεν λιώνει. Τη μέρα που έφυγε, του αφιερώσαμε την πρόβα. «Σήμερα ήσουν καταπληκτικός» μου είπε ο Χατζάκης, «ήταν επειδή ήρθε ο Αντρέας».

Υ.Γ. Δεν τελειώνουν οι αναμνήσεις, μέγας δάσκαλος, η Λυδία στη «Μήδεια», η Νόνικα στον «Άλμπη», η Άννα στο «Σώσε», το «Σώσε», οι «Τρωάδες», ο «Δον Ζουάν», η Φιλαρέτη στην «Ηλέκτρα», ο Στεργιόγλου κι ο Ζαχαράκης στον «Δον Ζουάν», ο «Δον Ζουάν» Αντρέα μου, Αντρέα, μυρωδάτε μου Ήρωα, μοναδικέ.            

Υ.Γ. 2 Η φωτογραφία της Μέριλιν με το φόρεμα που της παίρνει ο αέρας ήταν δικιά του ιδέα, ήταν βοηθός τότε, και την είχε καλοπληρωθεί.


Η φωτογραφία είναι από το βιβλίο του Σταµάτη Κραουνάκη «Μόνο για χρήστες» εκδ. Καστανιώτη