Life

Χάνονται οι αναμνήσεις από τη βρεφική-παιδική ηλικία μας;

Πώς περάσατε στα πρώτα σας γενέθλια; Αυτή είναι μια ερώτηση, στην οποία κανένας μας δεν μπορεί να απαντήσει.

A.V. Guest
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Δρ Άννα Κ. Τουλουμάκου ασχολείται με τις μνήμες από την παιδική ηλικία και τονίζει ότι το σώμα θυμάται, και μάλιστα με παραπάνω από έναν τρόπους.

Αυτό είναι σημαντικό, αν αναλογιστεί κανείς την τεκμηριωμένα καταλυτική επίδραση που έχουν εμπειρίες στην βρεφική και νηπιακή ηλικία ενός παιδιού σε όλα τα επίπεδα σωματικής, γνωστικής και συναισθηματικής του λειτουργίας. Είναι, συνεπώς, άξιο απορίας πώς ο εγκέφαλος που δεν μπορεί να ανακαλέσει αναμνήσεις και γρήγορα ξεχνάει γεγονότα της βρεφικής/παιδικής ηλικίας, ασκεί σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη ενός παιδιού σε όλους τους τομείς τόσο στο σήμερα όσο και κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής του.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Η βρεφική αμνησία (infantile amnesia) είναι η αντικειμενική δυσκολία ενός ατόμου να ανακαλέσει αυτοβιογραφικές μνήμες με ρητό τρόπο από τη γέννησή του και μέχρι τα 3 ή 4 έτη. Ο όρος παιδική αμνησία καλύπτει και μεγαλύτερες ηλικίες (3-6 έτη) όπου εκεί η ανάκληση δεν είναι αδύνατη, είναι όμως περιορισμένη. Αν και σταθερό και σχεδόν καθολικό το φαινόμενο, αναφέρονται διακυμάνσεις και περιπτώσεις ατόμων που έχουν πρόσβαση σε τέτοιου είδους μνήμες ακόμη και πριν το 2ο έτος της ηλικίας τους,

Οι υποθέσεις που διερευνήθηκαν για την εξήγηση της βρεφικής αμνησίας συνδέουν την ανωριμότητα του εγκεφάλου με την αδυναμία του να διαχειριστεί την οργάνωση και αποθήκευση, την κωδικοποίηση, αλλά ακόμη και την πρόσβαση και ανάσυρση των μνημών. Συγκεκριμένα, μια υπόθεση είναι ότι τα μικρά παιδιά έχουν αδυναμία να οργανώσουν και να αποθηκεύσουν τις μνήμες τους γιατί δεν έχουν κατακτήσει μια σταθερή αίσθηση εαυτού. Σύμφωνα με μια άλλη υπόθεση, τα μικρά παιδιά έχουν αδυναμία να κωδικοποιήσουν τις μνήμες τους με τη μορφή αυτοβιογραφικής εμπειρίας λόγω αδυναμίας τους στην έκφραση – δεν έχουν κατακτήσει (επαρκώς) τη γλώσσα. Μια πιο σύγχρονη υπόθεση είναι ότι ενώ το ίχνος μιας ανάμνησης μπορεί να μην έχει χαθεί, η πρόσβαση σε αυτήν την αναπαράσταση ωστόσο είναι αδύνατη.

Το συγγενές με τη βρεφική αμνησία φαινόμενο της ταχείας λήθης, αποτελεί μια ακόμη υπόθεση για την βρεφική αμνησία. Το φαινόμενο αυτό περιγράφει ότι ο χρόνος ζωής των αναμνήσεων ενός παιδιού είναι τόσο μικρότερος όσο μικρότερη είναι η ηλικία τουπαιδιού (ή μεγαλύτερη η ταχύτητα με την οποία τις ξεχνάει). Υπονοείται λοιπόν, μια αποσταθεροποίηση των μνημονικών αναπαραστάσεων που καταλήγει στη λήθη των γεγονότων, με κυριότερη γνωστή αιτία αυτήτης νευρογένεσης (γένεση νευρώνων) -που είναι πολύταχύτερη όσο μικρότερης ηλικίας άτομα εξετάσει κανείς.

Πώς λοιπόν είναι δυνατόν οι εμπειρίες στη βρεφική νηπιακή ηλικία μας να έχουν τόσο μεγάλη αξία για την ανάπτυξή μας αφού δεν τις θυμόμαστε; Ένα μέρος της απάντησης μπορεί να βρίσκεται στη διαφοροποίηση μεταξύ ρητής και άρρητης μνήμης. Άνθρωποι με αμνησία δεν είναι σε θέση να περιγράψουν ένα γεγονός του παρελθόντος (ρητή μνήμη) παρόλο που η αλλαγή που αυτό έχει επιφέρει στην συμπεριφορά τους (άρρητη μνήμη) είναι παρούσα. Μπορεί, για παράδειγμα, ένα άτομο με αμνησία να μη θυμάται πώς έμαθε να παίζει ένα μουσικό κομμάτι στο πιάνο την ίδια στιγμή που είναι σε θέση να το παίξει.

Σημαντική αξία για την εξήγηση του φαινομένου, ωστόσο, έχει ακόμα ο ρόλος που διαδραματίζει το στρες στο μηχανισμό της μνήμης και στη διατήρηση των αναμνήσεων. Αν και η βρεφική αμνησία αποτελεί καθολικό χαρακτηριστικό της μνήμης υπάρχουν συνθήκες που η αναπτυξιακή τροχιά των νευρώνων που συνδέονται με τη μνήμη διαφοροποιείται. Σε αυτήν την περίπτωση παρατηρείται η πρώιμη μετάβαση σε ένα σύστημα μνήμης με τα χαρακτηριστικά των συστημάτων μνήμης των ενηλίκων, όχι των παιδιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας συνθήκης είναι η αντιξοότητα κατά την παιδική ηλικία. Το στρες που συνοδεύει, για παράδειγμα, τον αποχωρισμό από τη μητέρα ή και το μεγάλωμα με μητέρες που παρουσιάζουν αυξημένα επίπεδα άγχους συνδέεται με μεγαλύτερους χρόνους συγκράτησης μιαςεμπειρίας, γεγονός που επαναπροσδιορίζει όσα ξέρουμε για την δυνατότητα να ανακαλέσουμε αναμνήσεις που έχουν αποκτηθεί σε μικρή ηλικία και σε συνθήκες στρες.

Επιπλέον, το στρες πουσυνδέεται με την αντιξοότητα στην παιδική ηλικία (απώλεια, κακοποίηση, απομάκρυνση από βιολογικούς γονείς, εκδίωξη από περιοχές βίας/πολέμου, διαζύγιο) αφήνει το ίχνος του στο σώμα. Η μνήμη, δηλαδή, γίνεται σωματική, υπό την έννοια ότι η τραυματική εμπειρία επηρεάζει καταλυτικά βιολογικά συστήματα όπως το ανοσοποιητικό ή και το ενδοκρινολογικό σύστημα, και λειτουργίες όπως η καρδιακή και η λειτουργία των πνευμόνων. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η λειτουργία του συστήματος της έκκρισης κορτιζόλης που διαταράσσεται σημαντικά σε παιδιά με αντίξοες και τραυματικές εμπειρίες. Σε συμπεριφορικό επίπεδο αυτά τα ίχνη μεταφράζονται σε αντιδράσεις των παιδιών που έχουν κατά κύριο λόγο τη μορφή πάλης, φυγής, παγώματος (fight, flight, freeze). Αυτό συμβαίνει κατά κανόνα όταν τα παιδιά εκτεθούνσε συνθήκες αβεβαιότητας, ανασφάλειας ή φόβου που με τη σειρά τους εγείρουν αρνητικά συναισθήματα και ενεργοποιείται αυτόματα ο «μηχανισμόςεπιβίωσής» τους (survival mode).

Με βάση τα προηγούμενα ίσως την επόμενη φορά που θα σκεφτείτε ότι το παιδί των φίλων σας που στη βρεφική του ηλικία έζησε την απώλεια ενός γονέα ή ενώθηκε με μια οικογένεια μέσα από την υιοθεσία δεν μπορεί να το θυμάται εξαιτίας της βρεφικής αμνησίας, και κατ’ επέκταση αυτό το γεγονός δεν μπορεί να επηρεάζει την συμπεριφορά του σήμερα, αξίζει να σκεφτείτε ξανά. Γιατί το σώμα θυμάται, και μάλιστα με παραπάνω από έναν τρόπους. Το σώμα… αυτός ο ελέφαντας.


*Η Δρ Άννα Κ. Τουλουμάκου ολοκλήρωσε τη διδακτορική της έρευνα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, και είναι σήμερα Πανεπιστημιακή Υπότροφος στο τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Είναι η Ακαδημαϊκή Υπεύθυνη του Προγράμματος «Ψυχολογία και Ειδική Παιδαγωγική: Σύγχρονες προσεγγίσεις για την υποστήριξη παιδιών με αντίξοες και τραυματικές εμπειρίες ζωής».