Life

Όταν οι γονείς μας μεγαλώνουν πολύ

Μια φίλη μιλώντας για τη μαμά της μου είπε, «με πιάνει απελπισία». Κατάλαβα τι εννοεί. Την έχουμε, πολλοί/ές από εμάς την απελπισία αυτού του είδους. Όπως και τη μαμά ανάλογου είδους

Μανίνα Ζουμπουλάκη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι σκέψεις και τα συναισθήματά μας όσο βλέπουμε τους γονείς μας να μεγαλώνουν

Η μαμά μας είναι μια χαρά, δεδομένων των συνθηκών. Είναι  κούκλα και σχετικά καλά στην υγεία της. Την καταβάλλει η συγκατοίκηση με μπαμπά που δεν βλέπει. Δεν έχω συμβιβαστεί ποτέ με τη λέξη «τυφλός», ακούγεται σαν ελάττωμα ενώ δεν είναι. Απλώς δεν βλέπει. Έβλεπε κι έτρεχε πάνω κάτω, περπατούσε χιλιόμετρα, και ήταν σαν όλους τους μπαμπάδες: «έπιανε την πέτρα και την έστυβε» όπως λέμε όλοι/ες για τους μπαμπάδες μας, από μια ηλικία και μετά.  

Η μαμά της φίλης μου είναι μεγαλύτερη από τη δικιά μας και έχει άνοια. Είναι, ή ήταν, καλλιεργημένη γυναίκα, σούπερ μαμά και γιαγιά. Και... δεν ξέρω πώς να την περιγράψω την απελπισία τού να βλέπεις τους γονείς σου να μην καλυτερεύουν μέρα με τη μέρα, να μη μένουν ίδιοι, κυρίως, να μη σε κοιτάζουν με το παραδοσιακό βλέμμα του γονιού όπως έκαναν για 20, 30, 40, 50, 60 χρόνια. Να μην θέλεις να δεις ότι χειροτερεύουν δηλαδή, και να μη θέλεις με τίποτα την επόμενη πίστα, όσο προχωρημένη κι αν είναι η ηλικία σου ή η δικιά τους, των γονιών σου.

Θυμάμαι ένα (συνταρακτικό) κείμενο του Σωτήρη Κακίση πριν 30 χρόνια: έγραφε για τον πρόωρο θάνατο του μπαμπά του από καρκίνο όταν ο ίδιος ήταν παιδάκι και πόσο τεράστιο σοκ ήταν και πώς τον αποχαιρέτησε στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Είχα σκεφτεί τότε «Δόξα σοι ο Θεός, οι γονείς μας ζούνε!» - παρόλο που κι ο ίδιος ο Σωτήρης έγραφε  πολύ σωστά, «Ο ρόλος του παιδιού είναι να συνοδεύει τον γονιό του στον τάφο και όχι το αντίθετο» - το αντίθετο, είναι ό,τι πιο ασήκωτα τραγικό, ό,τι πιο φριχτό μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος…

Μεγαλώνοντας, κάμποσες φορές γινόμαστε μάρτυρες των θανάτων δικών μας ανθρώπων. Δύο από αυτούς, σύμφωνα με τους νόμους της φύσης, είναι οι γονείς μας, που σωστά και δίκαια θα πρέπει να τους «πάμε ως τον τάφο».

Απλώς… είναι απελπισία να βλέπεις τους γονείς σου να καταβάλλονται από το Χρόνο και να μην μπορείς να κάνεις τίποτα. Χειρότερη απελπισία, συμφωνώ, είναι να έχεις το παιδί σου άρρωστο όπου πάλι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, μόνο που στο παιδί ο ρόλος σου είναι δεδομένος (είσαι γονιός) ενώ στον μπαμπά και στη μαμά σου είναι μεταγενέστερο «χώσιμο». Με την έννοια ότι φαντάζεσαι, πολύ εγωιστικά, πώς πάντα είναι εδώ για να σε βοηθάνε οι γονείς, κι όχι για να τους βοηθάς εσύ. Δεν θέλουν ούτε οι ίδιοι να τους βοηθάς εσύ.

Κι εδώ πατάει η απελπισία.

Λέω όχι για τη μίνι απελπισία «Έχασα το κινητό μου» αλλά για ένα βαρύ συναίσθημα που δεν ακούγεται όσο ασήκωτο είναι. Σου δημιουργεί άγχος, απελπιστικό άγχος, το να μην καταφέρνεις τον γονιό σου να περπατήσει, να ανέβει ψυχολογικά, να ντυθεί, να φάει ή να μην φάει, να πάρει φάρμακα, να κάνει οτιδήποτε. Είσαι σε απελπισία επειδή δεν ξέρεις τι σκατά να του πείς για να τον φτιάξεις, πώς να τον βγάλεις από το λούκι του… για να τον πάς, που; Θέλω να πω, πριν Χ χρόνια είχαμε όλοι αισιόδοξα και ανεβαστικά πράγματα να πούμε στους γονείς μας και όσο περνάει ο καιρός ζαρώνει η θεματολογία σα να έχει οστεοπόρωση, μιλάμε για λογαριασμούς, προβλήματα και αδιέξοδα, αν όχι για παθήσεις (λόγω ηλικίας, δικιάς τους και δικιάς μας), αν όχι για τον κορωνοϊό και τους τραγικούς θανάτους, που τους αποφεύγουμε σα το διάολο.

Ο γονιός συχνά αντιλαμβάνεται πράγματα χωρίς λόγια. Όσα καραγκιοζιλίκια και να του κάνεις, «πιάνει» στην ατμόσφαιρα την απελπισία σου, κι αυτό σε απελπίζει ακόμα περισσότερο. Σε κάνει να θυμώνεις, με τον εαυτό σου πρώτα και με το γονιό μετά. Θα ήθελες δηλαδή να τον πάς στη Χαβάη αλλά δεν γίνεται όχι μόνο επειδή δεν σκέφτεσαι ούτε ως το Λουτράκι, αλλά επειδή (ο γονιός) δεν αντέχει πια τα ταξίδια, παρα-μεγάλωσε. Δεν μπορεί να φτιάξει τσάντα, πόσο μάλλον βαλίτσα. Δεν θέλει να πάει στη Χαβάη, ούτε καν στο Λουτράκι (που κι εσύ βαριέσαι εδώ που τα λέμε). Θέλει να μείνει σπίτι του, με την τηλεόραση να χαζο-παίζει. Δεν είναι αυτός που θυμάσαι. Ούτε εσύ είσαι αυτός που θυμάσαι άλλωστε, γιατί να είναι ο γονιός σου; Ότι υποχρέωση είχε απέναντί σου, έληξε εδώ και χρόνια (τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση: πρακτικά, από τα 17. Θεωρητικά, από τα 33 που έγινα πρώτη φορά μαμά…)

Τα λέω μπερδεμένα και δεν καταλαβαίνει κανείς τι είδους απελπισία σε δέρνει όταν ο γονιός σου, ναι μεν δεν πετάει αητό, στέκεται δε ακόμα στα πόδια του: το «ακόμα» σου κάνει τα νεύρα πουρέ, και δεν θέλεις να βλέπεις ότι στέκεται κάθε μέρα και λιγότερο. Το να βλέπεις αλλά να κάνεις ότι δεν βλέπεις, σας λέω είναι μεγάλη απελπισία.

Και δεν έχω λύση, απάντηση, πρόταση για την φίλη με τη μαμάκα της που έχει αποσυρθεί διανοητικά. Συμφωνώ ότι υπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα από το να είσαι μάρτυρας της σταθερής πορείας του γονιού σου προς την Μεγάλη Έξοδο. Κι η απελπισία είναι ένα συναίσθημα όπως όλα στην τελική, ανθίζει σαν παραφυάδα όπου υπάρχει αγάπη… αλλά αν δεν υπήρχε η ρημάδα η αγάπη νομίζω πάλι θα άνθιζε η απελπισία, και θα ήταν πιο ολοκληρωτική. Θα μας είχε καταπιεί ολόκληρους, οπότε, πάλι καλά. Που είναι εδώ οι γονείς μας, αν είναι εδώ –ακόμα– και μας κάνουν να αισθανόμαστε αυτού του είδους την απελπισία…