Life

Σπάνια συμβαίνει αυτό, και όπου το νιώθω πάω...

Οι άλλοι είναι η κόλαση και ο παράδεισος, οι άλλοι είναι η ζωή

Αλέξης Κροκιδάς
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο άλλος έχει μια διαβολεμένη και σκανδαλιστική ιδιότητα να είναι πάντα παρών.

Αυτή την ιδιότητα νόμιζα, όταν ήμουν μικρός, ότι την έχει μόνο ο Θεός. Αλλά δεν την έχει. Την έχει ο άλλος. Δεν μπορείς να τον εξορίσεις, να τον αφανίσεις, να σβήσεις τα ίχνη του. Ό,τι και να κάνεις. Ερημίτης να γίνεις και να μείνεις σε μια σπηλιά για σαράντα χρόνια, τρώγοντας ρίζες, διαλογιζόμενος ή προσευχόμενος, πίνοντας το νερό της βροχής ή ίσως από κάποια πηγή, χωρίς να βλέπεις ψυχή, ο άλλος θα είναι εκεί. Μέσα σου. Όπως το συκώτι σου, τα πνευμόνια σου. Δεν εννοώ τον άλλον του έρωτα. Αυτόν ας τον βρουν οι ερωτευμένοι. Ο έρωτάς τους δεν με αφορά. Ο έρωτας δεν με αφορά. Εννοώ τον άλλο ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, του άλλους, γιατί ποτέ δεν είναι ένας, δεν μπορεί να είναι μόνο ένας που όλοι κουβαλάμε μέσα μας. Γιατί ακόμα κι αν εμπειρικά έτυχε −σπάνιο μεν αλλά μπορεί να τύχει− και δεν γνωρίσαμε παρά μόνο έναν άνθρωπο στη ζωή μας, ας πούμε τη μητέρα που μας γέννησε σε μια σπηλιά, αυτός ο άλλος είχε γνωρίσει κι αυτός τουλάχιστον κάποιον άλλον. Η παρουσία του άλλου στον άλλο περνάει και σε μας, έστω και έμμεσα, σαν ίχνος, σαν μύθος, πάντως περνάει.

Έχουμε λοιπόν ο καθένας μας τους δικούς μας άλλους τους οποίους δεν μπορούμε να αδειάσουμε ποτέ, να πάμε ας πούμε ένα βραδάκι σε μια έρημη παραλία και να τους αδειάσουμε μέσα στη θάλασσα.

Οντολογικά δεν μπορούμε να τους ξεφορτωθούμε. Μπορούμε βέβαια με διάφορους τρόπους να απομακρυνθούμε από μερικούς ή όλους τους άλλους. Ας σκεφτούμε τούτο: Η παράδοση των ερημιτών είναι μια πολύ ιδιαίτερη παράδοση σε διάφορες θρησκείες και διάφορες ιστορικές περιόδους. Έχει φθίνει κάπως στις μέρες μας απ' όσο καταλαβαίνω, αν και δεν έχω στοιχεία γι' αυτό. Οι μοναχοί μας στο Άγιο Όρος προσεγγίζουν κάπως και κρατούν μια επαφή μ' αυτή την παράδοση, αλλά δεν είναι φυσικά ερημίτες, όχι με την αυστηρή έννοια του όρου.

Η αυστηρή έννοια είναι ότι δεν βλέπεις, δεν ακούς, δεν έρχεσαι σε καμία επαφή με άλλους. Τόσο απλά. Υπάρχουν Βουδιστές και Χίντου και Ταοϊστές ερημίτες, αν και γι' αυτούς επίσης δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν είναι πραγματικά ερημίτες, ότι δηλαδή δεν έρχονται σε καμία επαφή με ανθρώπους για μεγάλα χρονικά διαστήματα.

Ας μην ξεχνάμε ότι η ερημίτικη παράδοση περιλαμβάνει αναχωρητές και ερημίτες που, ωστόσο, όχι μόνο δεν ήταν ερημίτες, αλλά η φήμη τους τούς έφερνε σε τόση συχνή επαφή με τον κόσμο, πιστούς κάθε λογής, περίεργους, που πήγαιναν να τους δουν, να τους συμβουλευτούν, να τους θαυμάσουν, που καταντούσε λιγάκι σαν σκηνή από ταινία των Monty Pythons.

Χαίρω πολύ. Να ανέβεις σε έναν στύλο και να ζήσεις εκεί για χρόνια αλλά να μαζεύονται όλοι οι περίεργοι απο κάτω, αυτό είναι τσίρκο, δεν είναι ερημητισμός.

Σε κάθε περίπτωση η απομάκρυνση, η αποχώρηση, η απόσυρση από τις σχέσεις με τους άλλους, επιλεκτικά ή ριζικά, δεν καθιστά εξαφάνιση του άλλου από μέσα μας. Μπορεί να μας ανακουφίζει, να μας προστατεύει από απογοητεύσεις, δυσάρεστες μνήμες, αιματοχυσίες, δράματα, κλάματα και συναφή, αλλά ο άλλος / οι άλλοι θα είναι εκεί μέσα μας μέχρι το τέλος.

Πολύ απλά, ο άλλος −οι άλλοι στον πληθυντικό− είναι η κληρονομιά που δεν μπορεί να αποποιηθεί το εγώ. Δεν είναι στο χέρι του. Μπορεί να κλωτσήσει, να γδάρει, να διαμαρτυρηθεί, να κηρύξει πόλεμο στους άλλους, σε μερικούς, σε όλους ανεξαιρέτως (έχουμε και μια διάγνωση γι' αυτό αλλά, όπως όλες οι διαγνώσεις, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα όνομα), αλλά δεν τον ξεφορτώνεσαι τον άλλο. Μόνο ο θάνατος μπορεί να το κάνει αυτό. Κανείς άλλος. Ούτε ο ίδιος ο θεός. Όχι ο θάνατος του άλλου. Αυτό είναι αδύνατο. Μόνο ο δικός σου. Γιατί ο άλλος δεν πεθαίνει ακόμα κι όταν πεθαίνει. Μόνο ο δικός σου θάνατος ξεφορτώνεται τον άλλο, αν θέλει κανείς να τον ξεφορτωθεί δηλαδή.

Και η αυτοχειρία είναι ακριβώς αυτό. Ο θάνατος του άλλου που δεν μπορεί να επιτευχτεί με κανέναν άλλο τρόπο. Ούτε με την ψύχωση, ούτε με την κατάθλιψη, ούτε με σαράντα χρόνια στην έρημο. Με τίποτα. Δεν μας ενδιαφέρει εδώ η τυπολογία, ή μάλλον οι διάφορες προτεινόμενες τυπολογίες, της αυτοχειρίας − αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Η κλασσική ανάλυση του Durkheim πάντως, παραμένει ακόμα ενδιαφέρουσα μετά από εκατό και χρόνια, για όσους ενδιαφέρονται.

Συγκλονιστικό, όσο και συγκλονιστικά απλό.

Υπάρχει μια διατύπωση, κάπως απόκρυφη, που κυκλοφορεί σε ένα από τα πολλά Ψ μαγαζιά που λειτουργούν στον Ψ χώρο, (προσεγγίσεις τα λένε επίσημα, κι όχι μαγαζιά βέβαια) που λέει ότι οι σχέσεις μας δεν τελειώνουν ποτέ. Ναι βέβαια, υπάρχουν τα διαζύγια και χωρισμοί και θάνατοι και μπορεί να μην ξαναδείς κάποιον ποτέ στη ζωή σου. Και να μη θες να τον ξαναδείς ούτε ζωγραφιστό, όπως είναι και μια ιδιαίτερα θλιβερή έκφραση. Οκ. Αλλά η σχέση που είχες με τον άλλο, και δεν πα' να λες τέλος και να κάνεις και τις συνοδευτικές χειρονομίες για έμφαση, η σχέση δεν τελειώνει. Μπορεί να ξεχάσεις τον άλλο τελείως, να ξεχάσεις το όνομά του, τη μυρωδιά του, αλλά κάτι έχει εγγραφεί για πάντα εκεί μέσα σου και αυτό το κάτι θα συνεχίσει να ζει μέχρι τον θάνατό σου.

Φυσικά δεν αφήνουν όλοι οι άλλοι με τους οποίους είχαμε μια σχέση το ίδιο ίχνος. Δεν έχει κάθε σχέση το ίδιο βάρος, δεν χαράζεται το ίδιο βαθιά κ.λπ. Άλλα ίχνη αφήνουν οι σχέσεις που είχαμε τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, άλλα αργότερα, άλλα μια φιλική σχέση, άλλα με έναν δάσκαλο, με έναν εχθρό, άλλα αφήνει η σχέση με αυτό που αποκαλούν κάποιοι τον έρωτα της ζωής τους (ό,τι και να σημαίνει αυτό, δεν το κατάλαβα ποτέ, αλλά δεν με αφορά για να το καταλάβω) κ.ο.κ.

Το γεγονός ότι τείνουμε να επαναλαμβάνουμε στις σχέσεις μας ίδια μοτίβα δεν σημαίνει καθόλου ότι οι σχέσεις είναι οι ίδιες, ούτε ότι εμείς παραμένουμε οι ίδιοι. Κάθε σχέση μάς αλλάζει έστω και ανεπαίσθητα, απειροελάχιστα. Κάποιες βέβαια μας αλλάζουν δραματικά, for better or worse, για το καλύτερο ή το χειρότερο.

Ο αλλήθωρος γάλλος φιλόσοφος Sartre έλεγε ότι η κόλαση είναι οι άλλοι «L'enfer, c'est les autres». Η φράση εμφανίζεται στο θεατρικό του έργο «Huis clos». Μπορεί. Είναι από τα λίγα έξυπνα και διορατικά πράγματα που έγραψε αυτός ο καθόλα μετριότατος φιλόσοφος και θεατρικός συγγραφέας. Το ζήτημα όμως δεν είναι αν οι άλλοι είναι η κόλαση − οκ, μπορώ να το φανταστώ εύκολα αυτό, ας πούμε με κλείνουν για δώδεκα μήνες σε ένα σπίτι με ψυχαναλυτές, να 'τη η κόλαση. Το ζήτημα είναι ότι οι άλλοι είναι πάντα μέσα σου κι αυτό δεν τελειώνει ποτέ.

Οι άλλοι είναι η κόλαση και ο παράδεισος, οι άλλοι είναι η ζωή.

Κι εμείς, ο καθένας μας με τον τρόπο του, χαράζουμε τους άλλους με τους οποίους κάνουμε σχέσεις. Τους χαράζουμε βαθιά, επιφανειακά, αλλά τους χαράζουμε.

Να χαράζεσαι στη ζωή τόσο προσεκτικά που να μη ματώνει ποτέ η ευλάβεια, έλεγε ο Ελύτης. Σκέφτομαι μερικές φορές ότι εγώ την ευλάβεια τη μάτωσα, την καταμάτωσα και το σκέφτομαι αυτό κάποια βράδια και μπορεί να κλάψω, λίγο, πολύ, με αναφιλητά, σιωπηλά, δεν έχει σημασία. Και παρόλο που κλαίμε πολλές φορές μόνοι μας, χωρίς να υπάρχει κανείς εκεί να μας ακούσει, πάντα κλαίμε για να μας ακούσει κάποιος. Πάντα απευθυνόμαστε στον άλλο κι ας μην θυμόμαστε πια σε ποιον άλλον. Κι όταν κλαίμε και μας ακούει κάποιος, είναι το κλάμα ίσως πιο ανακουφιστικό. Αλλά και πιο δειλό γιατί παρακαλάει για λίγη ανακούφιση.

Σε ένα γράμμα που έγραψε ο Rimbaut στις 15 Μαϊου 1871 στον Paul Demery αναφωνεί «je est un autre». Σκέφτομαι ότι σπάνια συμβαίνει αυτό, κι όπου το νιώθω πάω.