Life

Η Πόλη...

Αυτή τη φορά δεν έφυγα σαν κλέφτης

Ελένη Σταματούκου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Διαβάζεται ακούγοντας αυτό: 

Ήμουν 29 χρονών όταν πήγα στην Κωνσταντινούπολη για να ζήσω για πάντα. Η Αθήνα με έπνιγε. Δεν θα ξεχάσω τη μέρα που άφηνα το σπίτι μου. Η μεταφορική είχε πάρει όλη τη ζωή μου και την είχε αφήσει εκτεθειμένη σε μια μικρή καρότσα ενός φορτηγού. Ήταν χειμώνας, λίγο μετά την Πρωτοχρονιά. Φίλοι ήρθαν να με αποχαιρετήσουν. Θυμάμαι ήμασταν στο Ευάν, την ώρα του αποχωρισμού είπα σε έναν καλό φίλο ότι η απόφαση μου να ζήσω στην Τουρκία ήταν η πιο σωστή, γιατί θα πήγαινα σπίτι μου. Εκείνος με χάιδεψε τρυφερά στην πλάτη και μου είπε ότι το σπίτι μας, βρίσκεται εκεί που ζουν οι άνθρωποι που αγαπάμε. Δεν κατάλαβα τότε τι εννοούσε. Εγώ έφευγα, και αυτό είχε σημασία.

«Εμείς πήγαμε στην Πόλη για την καύλα μας», μου είπε μια αγαπημένη φίλη πρόσφατα. Και αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια. Δεν υπήρχε ακόμα αυτή η Κρίση στην Ελλάδα, που θα διώξει αργότερα πολλούς. Εμείς πάνω στην τρέλα μας, φύγαμε για να ζήσουμε το όνειρο. Η φίλη είναι ακόμα εκεί. Είναι η μόνη ανάμεσα στους λίγους, που μπόρεσαν να συμφιλιωθούν με την Πόλη. Εγώ δεν τα κατάφερα. Ήμουν ερωτευμένη. Αυτός ο έρωτας μπόρεσε και διατηρήθηκε μέσα στα χρόνια, γιατί ήταν αμοιβαίος. Δε μπορείς να του πεις ποτέ αντίο. Τον κουβαλάς μέσα σου και όταν συναντιέστε είναι σα να μη χωρίσατε ποτέ. Από την Πόλη έφυγα κρυφά, χωρίς να την αποχαιρετήσω. Μέσα σε μια μέρα μάζεψα τα πράγματα μου, άφησα το σπίτι μου και όλα όσα έζησα εκεί, επίτηδες για να ξαναγυρίσω.

Όλα αυτά τα χρόνια ότι είχε σχέση μαζί της το απέφευγα. Μαγειρικές εκπομπές, ντοκιμαντέρ, φωτογραφίες και ρεπορτάζ φίλων, ταινίες. Δεν άντεχα τη συναισθηματική φόρτιση. Έκανα 7 χρόνια να επιστρέψω. Μου πήρε 8 χρόνια να βρω το θάρρος να περπατήσω ξανά στα μέρη που περπάταγα τότε. Ήμουν ακόμα νέα όταν πήγα εκεί για πρώτη φορά. Ήταν 2002, ξημέρωμα, περπάταγα σχεδόν ξυπόλητη στη γέφυρα του Γαλατά και τα χρώματα της ανατολής μπερδεύονταν γύρω από τις καμινάδες των τζαμιών. Ο ουρανός είχε πάρει αυτό το πορτοκαλί μπλε χρώμα, που μόνο στην Πόλη μπορείς να δεις. Χρόνια μετά η Πόλη θα γινόταν η πόλη μου. Θα μάθω κάθε της δρόμο, κάθε απόκρυφό της σημείο. Θα περπατήσω για ώρες, θα χορέψω πάνω στις ταράτσες των σπιτιών και στο βάθος θα βλέπω τη θάλασσα του Μαρμαρά και τα στενά του Βοσπόρου. Θα γνωρίσω ανθρώπους που σαν και εμένα ήρθαν να ζήσουν για πάντα εκεί. Θα ερωτευτώ βαθιά. Έρωτες που θα μείνουν μέσα μου, που θα γίνουν φιλίες. Θα συχνάζω στο πιο όμορφο καφέ του κόσμου. Στο τραπεζάκι της γωνίας που βλέπει στο δρόμο θα γράψω το βιβλίο μου. Μια μαύρη γάτα θα μου επιτίθεται όταν δε θα θέλει πια τα χάδια μου. Ένας φίλος που πίναμε μαζί τότε καφέ τα πρωινά, θα μου πει ότι κάποτε θα λες ότι έγραψες το βιβλίο σου σε αυτό το τραπέζι, σε αυτό το μαγαζί, σε αυτή την πόλη.

Η πόλη έχει αλλάξει. Δεν είναι αυτό που ήταν, αυτό που θυμάμαι εγώ και αυτοί που ζήσαμε μαζί τότε. Η πόλη έχει αλλάξει, αλλά ποτέ μα ποτέ δε θα σε απογοητεύσει. Τα μέρη που αγαπώ υπάρχουν ακόμα εκεί. Το σπίτι μου στον τέταρτο όροφο, οι φίλοι μου, το καφέ που σύχναζα. Η μαύρη γάτα πέθανε πριν 7 μήνες, αλλά μια καφετιά έχει αρχίσει και φλερτάρει με το προσωπικό του μαγαζιού. Το τσαϊτζίδικο στο Τζιχάνγκιρ, εκεί που πίναμε τσάι με γεύση μήλο, δεν υπάρχει πια, αλλά καμιά πολυκατοικία δεν έχει χτιστεί για να κρύψει τη θέα από εκείνο το σημείο. Η πόλη είναι ακόμα δική μου. Παλιά φοβόμουν να περπατήσω μετά τις 11 τη νύχτα στην Ιστικλάλ, αυτή τη φορά ένιωθα σίγουρη, τα βήματα μου ήταν σταθερά και δυνατά πάνω στο πλακόστρωτο. «Η Πόλη σε αγαπάει», μου είπε η σοφή φίλη. Αυτή τη φορά δεν έφυγα σαν κλέφτης. Μεγάλωσα πια και οι έρωτες μου γίνονται βαθιές αγάπες…