Life

Η ευχή

Πώς θα βρω τον δικό μου Άνθρωπο; Πώς ξέρω αν είναι κάπου εκεί έξω;

Πέτρος Τερζής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Ίσως, εν τέλει, η Αγάπη να είναι η μοναδική σταθερά που είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε και η οποία είναι ικανή να διαπεράσει το Χρόνο και τον Χώρο» είπε η Μπραντ στο πλήρωμα του Endurance για να τους πείσει να κατευθυνθούν προς τον πλανήτη όπου –μάλλον– είχε πεθάνει ο αγαπημένος της, αναζητώντας ζωή. Και συμπλήρωσε: «Ίσως θα έπρεπε να εμπιστευτούμε αυτόν τον κανόνα, ακόμα κι αν δεν μπορούμε να τον τον καταλάβουμε ακόμα» (Interstellar).

Το τέλος εκείνου του ταξιδιού μάς αφήνει την αίσθηση ότι κάπου εκεί έξω, μακριά στο σύμπαν, κάπου στο απέραντο διάστημα, σε ένα δωμάτιο τις διαστάσεις του οποίου δεν μπορούμε ούτε να δούμε ούτε να συλλάβουμε, υπάρχει για μερικούς από εμάς –ή και όλους – ένας άνθρωπος. Ένας δικός μας άνθρωπος, αυτός τον οποίον στη γήινη γλώσσα θα βαφτίζαμε «Φύλακα Άγγελο».

Αυτός ο άνθρωπος, γνωρίζοντας πια από εκεί που είναι, ποιες είναι οι δυνατότητες και ποιoς ο προορισμός μας, με κινήσεις σαν εκείνες του ανθρώπου πίσω από το κουκλοθέατρο, ενορχηστρώνει τον κόσμο που μας περιβάλλει με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορέσουμε με τις περιορισμένες γήινες αισθήσεις μας να καταλάβουμε «πού μας πάει». Επιστρατεύοντας λοιπόν τη μοναδική δύναμη που πια μας συνδέει με εκείνον, τη μαγνητική, που η ίδια γέννησε και έκτοτε συγκρατεί και κινεί το σύμπαν, προσπαθεί να μας προσφέρει ερεθίσματα εδώ κάτω, στη Γη. Τα ερεθίσματα αυτά μας τα φέρνει στους στίχους ενός τραγουδιού που θα ακούσουμε στο αυτοκίνητο, στις κουβέντες του καθηγητή μας σε ένα μάθημα στο πανεπιστήμιο, στο απρόσμενο άγγιγμα της γυναίκας ή του άντρα που επιλέγουμε να έχουμε δίπλα μας, στις λέξεις που θα διαβάσουμε σε μια εφημερίδα. Τα ερεθίσματα αυτά, αν εμείς τα «πιάσουμε», τρυπάνε ακαριαία το μυαλό μας, γίνονται σκέψεις και στροβιλίζονται με υπαρξιακή ορμή μέσα μας σαν τον τυφώνα που ξεπηδά από το πουθενά στη μέση του ωκεανού.

Άπαξ και οι σκέψεις μας καταλαγιάσουν, τα πράγματα παίρνουν το δρόμο τους. Με τη βοήθεια των κατάλληλων χημικών διαδικασιών του οργανισμού μας, οι σκέψεις θα μετουσιωθούν στα συναισθήματα της ελπίδας, του πάθους, της γεναιότητας, της τόλμης. Στη συνεχεία τα συναισθήματα αυτά με παρόμοιες διαδικασίες των νευρώνων θα εξωτερικευτούν. Θα «τονώσουν» τα χέρια μας, θα «ξεσηκώσουν» τα πόδια μας και θα μας «σπρώξουν» στο δρόμο που φυλάει για εμάς ο δικός μας άνθρωπος.

Και κάπως έτσι κινείται ο κόσμος.

Ο δρόμος που παίρνουμε στη ζωή με τις πράξεις μας, οι ευκαιρίες που δημιουργούμε και ό,τι πετυχαίνουμε είναι κατά κάποιο τρόπο «παιδιά» των ερεθισμάτων μας. Είναι «παιδιά» των στίχων που ακούμε τυχαία στο σταθμό ενός ραδιοφώνου που δεν διαλέξαμε από πριν και των λέξεων που θα πει ο καθηγητής μας σε ένα μάθημα που αρχικά βαριόμασταν να πάμε. Είναι «παιδιά» των ονείρων που γεννά ένα αναπάντεχο άγγιγμα του αγαπημένου μας στο δρόμο όσο περπατάμε και των λέξεων που διαβάζουμε σε μια εφημερίδα που από απρόσμενο ελεύθερο χρόνο αποφασίσαμε να ανοίξουμε. Είναι «παιδιά» όλων των ερεθισμάτων που φέρνει μπροστά μας αυτός ο δικός μας άνθρωπος. Ο άνθρωπος που ζει κάπου μακριά, σε ένα δωμάτιο τις διαστάσεις του οποίου ούτε μπορούμε να δούμε ούτε και να συλλάβουμε.

Πώς, όμως, θα βρω τον δικό μου Άνθρωπο; Πώς να ξέρω αν είναι κάπου εκεί έξω;

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού στο διάστημα, η Μπραντ πάλευε να πείσει το πλήρωμα να κινηθούν προς έναν άγνωστο πλανήτη όπου –μάλλον– είχε πεθάνει ο αγαπημένος της αναζητώντας την πιθανότητα να υπάρχει ζωή. Ο αρχηγός της αποστολής είχε διαφορετική άποψη και προτιμούσε έναν άλλον πλανήτη. Είχαν μονάχα μία επιλογή. Πεπεισμένη ότι εκεί θα βρούνε αυτό για το οποίο αμφότεροι προορίζονταν, η Μπραντ παραμέρισε –για λίγο–τους νόμους της φύσης και μίλησε για τη δύναμη της αγάπης. Τη μοναδική δηλαδή δύναμη ικανή να τη «νιώσει» ο άνθρωπος και η οποία μπορεί να συνδέσει το πριν με το μετά, το εδώ με το εκεί. Δεν εισακούστηκε. Είχε όμως δίκιο και εν τέλει λυτρώθηκε.

Έτσι κάπως γεννιέται και για εμάς κάπου εκεί μακριά ο δικός μας άνθρωπος, ο Φύλακας Άγγελος που μπορεί να διαπερνά το Χώρο και τον Χρόνο. Εμείς οι ίδιοι τον γεννάμε κι εμείς τον μεγαλώνουμε. Η ατελείωτη προσπάθειά μας να βρούμε λύσεις όπου οι άλλοι βλέπουν προβλήματα, η ακόρεστη δίψα μας να αμφισβητούμε τον εαυτό μας όταν άλλοι αμφισβητούν την πραγματικότητα, η πεισματική μας περιέργεια να ανακαλύψουμε τις δυνατότητές μας όταν άλλοι περιμένουν να ανακαλυφθούν και κυρίως η ακούραστη δύναμή μας να αγαπάμε όταν άλλοι περιμένουν να αγαπηθούν, «τρέφουν» όλο και περισσότερο το δικό μας άνθρωπο εκεί έξω. Τον δυναμώνουν, τον εμπνέουν και καθιστούν την «προστασία» μας ιερό σκοπό για τη ζωή του εκεί μακριά.

Αυτή λοιπόν ας είναι και η ευχή μας για το 2018, για του χρόνου και για Πάντα. Να συνεχίζουμε να περπατάμε, να σταματάμε για να κοιτάξουμε μέσα μας και να μη υποτιμήσουμε ποτέ την ανάγκη να αγαπάμε. Όχι να αγαπιόμαστε. Να αγαπάμε. Το πρώτο είναι εύκολο. Το τελευταίο είναι που απαιτεί τιτάνιες υπερβάσεις.

Αυτές, όμως, οι υπερβάσεις είναι και ο μοναδικός δρόμος που έχουμε για να γεννήσουμε και να δυναμώσουμε εκεί έξω τον δικό μας άνθρωπο που τώρα στέκει κάπου μακριά. Σε ένα μέρος τις διαστάσεις του οποίου θα δούμε και θα συλλάβουμε όταν πια θα ξέρουμε και ποιος ήταν τελικά εκείνος που μας πρόσεχε. Εκείνος που μας φυλούσε. Εκείνος που μας καθοδηγούσε.

Κι όταν έρθει εκείνη η ώρα, αν στη ζωή μας αγαπήσαμε, θα πέσουμε στην αγκαλιά Του ψιθυρίζοντας «Το ήξερα ότι ήσουν εσύ».

Καλή μας χρονιά.