Life

Αθηναϊκές ιστορίες #8

«Χτυπήσαμε ένα σκυλάκι με το αυτοκίνητο. Να το φέρουμε να το δείτε;»

Τάκης Σκριβάνος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ήμασταν πέντε άτομα στο αμάξι κι ένας από πίσω με παπάκι και ψάχναμε Κυριακή βράδυ για ταβέρνα γύρω από τον παλιό ιππόδρομο. Πήρε φευγαλέα μια κίνηση το μάτι μου από τα αριστερά και αμέσως μετά ντουπ. Σταμάτησα 20 μέτρα πιο μακριά και άκουσα κάτι σαν κλάματα μικρού κοριτσιού. Σκέφτηκα πως ήταν κάποιο κοριτσάκι που είχε βγάλει βόλτα το σκύλο της και τον χτύπησα.

Κατέβηκα και παρακαλούσα μέσα μου να μην έχει γίνει κάτι κακό. Ένα σκυλάκι μικρόσωμο ήταν πεσμένο και ίσα που κουνιότανε, δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του, δίπλα ένα άλλο σκυλάκι, που μάλλον ήταν εκείνο που έκλαιγε, κι από πάνω αποσβολωμένος ένας τύπος. «Ρε φίλε», του είπα ταραγμένος, «δεν το είδα καθόλου, πετάχτηκε, τι έγινε, χτύπησε πολύ;». Ο τύπος δεν μίλαγε. Μετά μου λέει «δεν φταις εσύ, εγώ φταίω που το έβγαλα χωρίς κολάρο».

Προσπάθησε να το σηκώσει όρθιο για να σταθεί στα πόδια του αλλά δεν μπορούσε. Σκέφτηκα ότι θα είχε χτυπήσει το πόδι του. Του πρότεινα να βρούμε ένα γιατρό που να διανυκτερεύει και τηλεφώνησα. «Γεια σας. Χτυπήσαμε ένα σκυλάκι με το αυτοκίνητο. Να το φέρουμε να το δείτε;». «Ναι, ελάτε». Ο άνθρωπος κρατούσε τον σκύλο στην αγκαλιά του. «Κάτσε» είπε, «να πάρουμε και το δικό μου αμάξι». Και μου έδωσε τον σκύλο να τον κρατήσω εγώ.

Μου φαινόταν βαρύς. Και με κοίταζε. Δεν είχε αίματα. Ξεκινήσαμε όλοι μαζί. Ο γιατρός δεν είχε φτάσει ακόμη και ο άνθρωπος καθόταν με το σκυλάκι αγκαλιά κι έκλαιγε. Εγώ σκεφτόμουν ότι θα είχε χτυπήσει το πόδι του, θα το δέναμε και όλα καλά.

«Πέθανε» μου είπε ο τύπος, «πάμε, δεν υπάρχει νόημα». «Κάτσε ρε φίλε, μπορεί να έχει πέσει αναίσθητο. Κάτσε να έρθει ο γιατρός». Μετά ήρθε ο γιατρός και είπε ότι χτύπησε στο κεφάλι, ότι κάτι έπαθε στον εγκέφαλο. Πρέπει να πέθανε μέσα στο αυτοκίνητο, την ώρα της διαδρομής. Φύγαμε χωρίς να πληρώσουμε τον γιατρό και γυρίσαμε πάλι όλοι μαζί πίσω.

Ο άλλος σκύλος ήταν πίσω από τα κάγκελα και περίμενε. Μια γρύλιζε, μια έκλαιγε. Ο άνθρωπος καθόταν στο αμάξι του, στη θέση του συνοδηγού, με το νεκρό σκύλο αγκαλιά κι έκλαιγε. Και μιλούσε για τον εαυτό του. 48 χρόνων, για τη δουλειά, για τη γυναίκα του, για τα 3 παιδιά τους, για την αγάπη που του είχε το σκυλάκι και για την αγάπη που του είχε κι εκείνος. Οι άλλοι μου έκλειναν το μάτι, στο στιλ «ώρα να φύγουμε».

Ο άνθρωπος μιλούσε συνέχεια, σχεδόν παραμιλούσε. «Συγγνώμη ρε φίλε, δεν ξέρω τι άλλο να πω. Πραγματικά λυπάμαι, δεν το είδα, δεν μπορούσα να κάνω κάτι» του ’πα. «Δεν φταις εσύ, εγώ φταίω». «Τι να φταις κι εσύ, έξω από το σπίτι σου το έβγαλες, από εδώ δεν περνάει ψυχή, ήταν η κακιά η στιγμή». Φύγαμε. Δεν αλλάξαμε ούτε τηλέφωνα.

Ένας από την παρέα είπε ότι θα μπορούσαμε να ακυρώσουμε την ταβέρνα. Τους είπα εντάξει, ας πάμε, και πήγαμε. Το σκεφτόμουν συνέχεια. «Στεναχωριέσαι;», με ρώτησε ένας φίλος βάζοντας μια γερή πιρουνιά στο στόμα του. «Πώς να μη στεναχωριέμαι…». «Την μπριζόλα που την καταπίνεις αμάσητη δεν στεναχωριέσαι;». Ήταν κι αυτό αποστομωτικό.

Την άλλη μέρα είδα έναν πιτσιρικά που στεκόταν με το σκύλο του που τον είχε ελεύθερο. Σε ένα άλλο δρόμο είδα έναν άλλο που είχε ένα λουρί από αυτά που πάνε καμιά 10αριά μέτρα μπροστά. Και πιο κάτω μια μαμά με ένα παιδάκι που βαριότανε να περιμένει να ανάψει το πράσινο. Κι όλο σκέφτομαι αυτό που συνέβη.