Life

Αυτό το καλοκαίρι που πέρασε

Η πανσέληνος του Αυγούστου είναι πιο μαγική με παλαιωμένο τσίπουρο, παρά με νερωμένο μοχίτο

Μυρτώ Κοντοβά
ΤΕΥΧΟΣ 403
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Είναι μια παραλία. Μάλλον σαν άκρη του κόσμου. Αλλά το “μετά” της, καθώς είναι άσπρο, έχει μέσα του το άπειρο των επιλογών. Γνωστών και άγνωστων. Όμως όλες οι προηγούμενες εικόνες-φράσεις φαίνονται μέσα από ένα κολονάτο ποτήρι. Αστραφτερή διαφάνεια που περιέχει ένα ηδύποτο ρουμπινί. Και στο χείλος του ποτηριού είναι στερεωμένη μισή φέτα πορτοκάλι. Το ποτήρι αυτό πρέπει να αγγίζει σχεδόν το μάτι σου… Η φέτα πορτοκάλι δεν εμποδίζει, αλλά εξάπτει τη χυμώδη σου σύσταση… Κλείνεσαι μέσα σου, διαχέεσαι παντού, αδειάζοντας το ηδύποτο μέσα στο στόμα σου… Στο στόμα τους…» (ΛΕΝΑ ΠΛΑΤΩΝΟΣ - ΓΚΑΛΟΠ)

Και μετά τι; Το καλοκαίρι τελειώνει. Και στην ύστατη γουλιά, έχεις ανακαλύψει ότι:

Φευ, είσαι «κουλτουριάρα». Διάβασες στην παραλία το «Εργοστάσιο Σφηκών» του τρελού Ίαν Μπανκς, ένα ευχάριστο ανάγνωσμα με τρόφιμους ψυχιατρείου, κομματιασμένα έντομα και αρρωστημένους έφηβους που σκοτώνουν από καπρίτσιο τους συγγενείς τους. 

Ξαφνικά λυπάσαι τους αχινούς.

Χορεύεις πάντα σαν προγραμματισμένο ρομπότ το «Like a rainbow» ακόμη κι αν είσαι κομμάτια, έστω κι αν χρειαστεί να γυρίσεις στο  μπαρ που μόλις έφυγες, σκαρφαλώνοντας στα fucking πλατύσκαλα.

Αλίμονο. Κατρακύλησες στα σημεία των καιρών (μωρή!). Πήρες iPhone. Και το φόρτισες, το ζούληξες, το περιεργάστηκες, το μύρισες. Και μετά το παράτησες στο συρτάρι, έχωσες την παλιά σου μπακατέλα στην τσάντα και μπήκες στο πλοίο. Χε χε.

Γουστάρεις τα παιδιά (των φίλων σου)! Έφαγες τις μισές σου διακοπές εκλιπαρώντας το φιλί του εξάχρονου Γιώργου, κυνηγώντας τον από βράχο σε βράχο. Και ενθουσιάστηκες κι από πάνω, όταν σου έφερε ξαφνικά μια σμέρνα μέσα στη μούρη.

Οι παιδικές, καλοκαιρινές φιλίες δεν πεθαίνουν ποτέ. Ειδικά όταν χτίζονται πάνω εκεί που χρόνια κυλιόσουν, έκλαιγες, ξεροψηνόσουν, έπινες, χοροπηδούσες, ξέρναγες. Η άμμος, η πιο στέρεα γη.

Ωριμάζεις. Αντί για το καθιερωμένο χαζολόγημα-μετά-το-μπάνιο-στο μπαρ-του Πότη, προτίμησες χαλαρή απογευματινή πεζοπορία στην Ιουλίδα, παρέα με Μπόμπο και Μάριο, και μάλιστα έφτασες μέχρι τον Λέοντα, το προϊστορικό αξιοθέατο της Τζιας το οποίο είχες να επισκεφτείς από τότε που οι δεινόσαυροι φορούσαν βάτες.

 

Σου αρέσουν πάντα οι μικρότεροι άντρες. (Αλλά αυτή τη φορά το χόντρυνες.)

 

Έπαψες να φοβάσαι τις κατσαρίδες.

Όντως, γίνεται να επιθυμείς στιγμιαία κάποιον χωρίς να τον έχεις ερωτευτεί. Ειδικά όταν το αυτοκίνητο τρέχει διαβολεμένα στην άδεια Κηφισίας και ο οδηγός είναι Υδροχόος.

Αναγνωρίζεις την πόλη σου. Ο Πότσιος άνοιξε –και πάλι– ένα μπαρ που –και πάλι– συγκεντρώνει κόσμο, τάσεις και ανήσυχες μουσικές. Το λένε ΑΠΕΡΙΤΙΦ και, oh yes,  όλοι δαιμονίζονται σα να μην πέρασε μια μέρα.

Η πανσέληνος του Αυγούστου είναι πιο μαγική με παλαιωμένο τσίπουρο, παρά με νερωμένο μοχίτο.

Οι «Όρνιθες» σε βοήθησαν να θυμηθείς το ακαταμάχητο ρεύμα που έσκασε από το παράθυρο, κάπου στα 90s. Και τα πήρε και τα σήκωσε όλα. Το παράθυρο το άνοιξε ο Κακλέας. Και τότε και τώρα.

Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν. Ο σκύλος σου αλάλιασε και φέτος τα πρόβατα του διπλανού, που παραλίγο να γκρεμοτσακιστούν στην πλαγιά.

Αυτό δεν θέλω να το πω…

Ήρθε η ώρα να μετακομίσεις. Ύστερα από 11 καλοκαίρια στο λόφο Σικελίας, εγκαταλείπεις τον κήπο του Παντείου, τις παρδαλές τραβεστί, τους φοιτητές, τα παιδιά του συνεργείου – ένα τεράστιο κεφάλαιο της ζωής σου. Βαθιά ανάσα. Και ύστερα βουτιά.

Αγαπάς αυτόν τον άντρα. Χειμώνα-καλοκαίρι.