«Έχεις πινέλα και χρώματα. Ζωγράφισε τον Παράδεισο και μπες μέσα». Με τα λόγια του Καζαντζάκη για οδηγό, ο Βασίλης Πέρρος μας καλεί στο ζωγραφικό του καταφύγιο, όπως το μεταφέρει από το εργαστήριο στην γκαλερί Σκουφά. Το τελευταίο του εικονογραφικό σύνολο δημιουργήθηκε μέσα στην πανδημία. Από το ξεκίνημά της, κατόπιν με τη συνθήκη του εγκλεισμού, ο ζωγράφος δεν έμεινε ερμητικά κλεισμένος, αλλά «κρυφοκοιτούσε» στα σπίτια. Περνούσε το αδιάκριτο βλέμμα του μέσα από τις χαραμάδες κι έριχνε τον φακό του για να συλλάβει τα τεκταινόμενα του σημερινού σπιτιού σε κάθε λεπτομέρεια.
Ο οίκος και το σχήμα του εμφανίζεται σχεδόν σε όλα τα έργα ως εικόνα αρχετυπική. Πρωταγωνιστές είναι άνθρωποι καθημερινοί και το σπίτι είναι το πεδίο όπου εξελίσσεται η σύγχρονη πραγματικότητα πίσω από τις κλειστές πόρτες. Η έννοια του «οίκου» που προστατεύει ως απάγκιο, ενώνει, αλλά μπορεί και να περιορίζει, ακόμη και να συνθλίβει, ζωντανεύει και γίνεται επιφάνεια ζωγραφική. Στις δύο διαστάσεις καθρεφτίζεται ο ζωτικός χώρος όπου ο κόσμος βίωσε τα τελευταία χρόνια την πρωτόγνωρη δοκιμασία του εγκλεισμού υπό το φόβο της αόρατης απειλής.
Το κεντρικό έργο που συμπυκνώνει την ιδέα του Βασίλη Πέρρου, τιτλοφορείται με τον εύγλωττο τίτλο «Exit» (Έξοδος). Είναι καρπός πολύμηνης προσπάθειας, έργο που το(ν) βασάνισε. Πρόκειται για σπονδυλωτό σύνολο από ιστορίες που λειτουργούν αυτόνομα κι όλες μαζί έχουν τη λογική «πολυκατοικίας». Την ιδέα της χωροταξίας πήρε όταν δίδασκε εικαστικά τους μαθητές του μέσω Webex. Στο ψηφιακό περιβάλλον άντλησε βιώματα αποκαλυπτικά, «παράθυρα» που του έδωσαν λύσεις ζωγραφικές. «Αυτή η εικόνα ήρθε και πότισε το μυαλό μου. Παρά τα στενά όρια του μαθήματος κατανοούσες τι επικρατεί σε κάθε οικογένεια, από μικρά ευτράπελα έως τρομερά δυσάρεστες ιστορίες. Παιδιά και γονείς έβγαλαν “ρίζες” επάνω στον καναπέ μπροστά σε μια οθόνη. Αυτήν την εικόνα, λοιπόν, ήθελα να μεταφέρω».
Το σπίτι, όμως, του ζωγράφου δε μένει ακίνητο. Έχει πόρους, αναπνέει ως ύπαρξη, μετακινείται, διαστέλλεται, ανοίγει και κλείνει θυμίζοντας συμπληγάδες, παραλλάσσοντας κάθε τόσο την οπτική γωνία, εστιάζοντας σε διαφορετικά σημεία του χώρου ή μεγεθύνοντας τα πρόσωπα. Κάθε φιγούρα παρουσιάζεται με διπλάσιο κεφάλι κατ’ αναλογία με το κανονικό, σε μία «παραμόρφωση της μαριονέτας» όπως την αποκαλεί. «Ήθελα να δείχνει σαν κουκλοθέατρο με μαριονέτες θλιβερά πραγματικές. Διότι είμαστε θιασώτες ενός έργου που παίζουμε άθελά μας με νήματα αόρατα».
Στην ντεκουπαρισμένη ζωγραφική επιφάνεια ο Πέρρος χτίζει το χρονικό μιας εποχής. Αρχιτεκτονεί ένα αναγνωρίσιμο προσωπικό σύμπαν, στο οποίο καλείται να μετάσχει, με δημιουργικό τρόπο, και ο πλέον αμύητος θεατής. Καθένας δηλαδή μπορεί να βρει τον εαυτό του εκεί και οι προσωπικές ιστορίες γίνονται υπόθεση συλλογική. Ο δημιουργός αντλεί τα υλικά του από την παραστατική ζωγραφική για να μιλήσει για την εσωτερίκευση του θανάτου και πώς αυτή η ψυχική καταγραφή επηρεάζεται από μια εξωτερική μαζική απειλή όπως η πανδημία. Μια τέχνη που αποζητά το υπερβατικό μέσα από τον ρεαλισμό. Αν και ζούμε την αυγή της εικονικής πραγματικότητας, η πραγματική πραγματικότητα είναι πιο σκληρή όταν την αντικρίζουμε. Και η τέχνη έχει τη δύναμη να ρίχνει ένα διαφορετικό φως.
«Παρ’ όλα αυτά ο Πέρρος δεν σε καταθλίβει. Αντίθετα, σε παρηγορεί» γράφει ο ιστορικός τέχνης Γιώργος Μυλωνάς. «Τρέφει απέραντη αγάπη και ευαισθησία για τους ανθρώπους που πάσχουν. Και η ζωγραφική του αύρα μέσα από μεγαλειώδη μικροπράγματα – σε μια ανθοστήλη, στην παρέα ενός ζώου, στ’ αναμμένο καντήλι, στη ζεστασιά του χαλιού - περνά από τα σπίτια και σε συμφιλιώνει με τη μοίρα, με τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων».