lrm_export_367591709894602_20181202_171528431.jpeg
Φωτογραφια

Οι φουτουριστικές εικόνες του Λέανδρου Σαββίδη

Ο φωτογράφος Λέανδρος Σαββίδης απαθανατίζει με τον φακό του τη μοναξιά

123904-277890.JPG
Κωνσταντίνος Πλακώνας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι φωτογραφίες του Λέανδρου Σαββίδη είναι υπέροχες. Φαντάζουν σαν ο Nicolas Winding Refn να τράβηξε φωτογραφίες από το σετ του «Blade Runner» στη Λευκωσία. Με κάποιο τρόπο όμως καταφέρνει να εγκαθιδρύσει τη δική του οπτική, το δικό του προσωπικό, κινηματογραφικό μανιφέστο. Άρχισε να πειραματίζεται με το αίσθημα της απομόνωσης και της αποξένωσης περίπου τρία χρόνια πριν, την περίοδο που ήταν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ονειρευόταν και κατασκεύαζε μια υπόσχεση για το μέλλον που ήταν ακόμα άμορφη και αόριστη. Προσέγγισε το ύφος του στη φωτογραφία καθαρά από ένστικτο και από ένα αίσθημα το οποίο δεν μπορούσε να εξηγήσει με λόγια. Αυτό που προέκυψε ήταν ένα αμάλγαμα από οπτικές επιρροές συνδυασμένες με τις υπαρξιστικές και κοινωνικές ανησυχίες του. Επιστρέφοντας πίσω στην Κύπρο, αν και ένιωθε οικεία με το μέρος, δεν κατάφερε (ακόμα) να το νιώσει σπίτι του. Οι εικόνες του είναι μια προσπάθεια αφύπνισης αυτού του περίεργου αισθήματος όλων όσοι νιώθουν μετανάστες στο σπιτικό τους. «Πρόκειται για ένα αγχωτικό και ανησυχητικό συναίσθημα, επειδή η νοσταλγία (το κυνήγι ενός υποτιθέμενου καλύτερου παρελθόντος) δεν είναι επιλογή -η μόνη επιλογή είναι κοιτάζοντας προς το μέλλον. Ως εκ τούτου προκύπτουν αυτές οι καινούργιες εικόνες, οι εικόνες μιας φουτουριστικής Κύπρου.

Κοιτάζοντας κανείς τη δουλειά του Σαββίδη μπορεί εύκολα να παρατηρήσει την απουσία ανθρώπων. Δεν υπάρχει κανένα σημάδι λειτουργικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας που συνεχίζει να δουλεύει ρολόι ανεξαρτήτως όλων. Εν αντιθέσει, σημειώνεται ελάχιστη ανθρώπινη επαφή. Μοιάζει περισσότερο με μια δυστοπία - αυτό είναι κάτι συνειδητό που κάνει ο καλλιτέχνης, όμως αντικατοπτρίζεται και από εκείνο το αίσθημα που λαμβάνουμε κατά τη διάρκεια της νύχτας, μια ώρα μαγική εάν ο σκοπός είναι να αποφύγεις τους πάντες. Παρ’ όλη την απουσία ανθρώπων, ο Λέανδρος φυσικά ενδιαφέρεται πάρα πολύ για εκείνους. Ο τρόπος του για να τους παρουσιάζει είναι μέσω της αποσύνδεσης και της αποστασιοποίησης. Αυτό είναι και κάτι που λαμβάνει ο ίδιος από όσους ζουν σε μεγάλες πόλεις. Άνθρωποι γεμάτοι απογοητεύσεις, με κατεστραμμένα όνειρα προσπαθούν να βρουν μια άλλη διαδρομή για να (συν)υπάρξουν αρμονικά με τον εαυτό τους και τους άλλους. Κάτι άλλο που τον ενδιαφέρει επίσης είναι να παρουσιάζει μέρη της καθημερινότητας τόσο αποξενωμένα, έτσι ώστε να μην αναγνωρίζονται τόσο εύκολα. Έτσι προκύπτει η δυνατότητα να κοιτάξουμε πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων, των κτιρίων, των δημόσιων υπηρεσιών, των δρόμων, των μικρών γωνιών.

Οι φωτογραφίες του Σαββίδη, αν και φωνάζουν μοναχικότητα και μοναξιά, προσφέρουν μια περίεργη γαλήνη και ηρεμία. «Νομίζω πως πολύς κόσμος φοβάται να μη μείνει μόνος του, δεν αντέχουν να δουν τους εαυτούς τους μέσα από το καλειδοσκόπιο. Αντ’ αυτού, μένουν σε μια μόνιμη κατάσταση άρνησης, μη θέλοντας να ανοίξουν το κουτί της Πανδώρας, έτσι ώστε να ανακαλύψουν τι τους το προκαλεί όλο αυτό. Θέλω να εκφράσω την ασφάλεια και την ηρεμία στην ακριβώς αντίθετη επιλογή, στο να αντιτάσσεσαι απέναντι στη νόρμα, στο να αφήνεις πίσω σου την ψευδαίσθηση του “ασφαλούς” προκαθορισμένου μέλλοντος και να κοιτάς πόσο βαθαίνει το πηγάδι».

Μην έχοντας κάποια γνώση του πώς λειτουργεί η κυπριακή αγορά τέχνης και πώς αντιμετωπίζει νέους φωτογράφους, όπως ο Σαββίδης, μοιραία αναρωτήθηκα εάν υπάρχει αρκετός χώρος για τους καλλιτέχνες έτσι ώστε να υπάρξουν, να εξελιχθούν ή και ακόμα να ζήσουν μέσω της τέχνης τους. «Η κυπριακή καλλιτεχνική σκηνή δεν γνωρίζει την ύπαρξή μου προς το παρόν. Οι περισσότερες συμπράξεις που έχω όσον αφορά τη δουλειά μου προκύπτουν από άλλες χώρες. Βρίσκομαι στο σημείο εκείνο όπου, εκτός από μερικά άτομα, κανένας δεν έχει προσέξει τις φωτογραφίες μου. Είναι κάτι το συναρπαστικό και απογοητευτικό συνάμα. Είμαστε ένα μικρό νησί και φαίνεται πως δεν είναι και πολλοί εκείνοι που είναι ενήμεροι για αυτήν την πλευρά της Κύπρου, αν δεν έχουν ήδη μετακομίσει στο εξωτερικό ή αν δεν έχουν βρει μιαν ακόμη δουλειά γραφείου».

Ο Λέανδρος δεν πιέζει καθόλου τον εαυτό του δημιουργικά. Το περισσότερο μέρος των φωτογραφιών του προκύπτει πειραματικά. Αυτό συμβαίνει επειδή σχεδόν όλα όσα «τραβάει» προέρχονται από το κινητό του όπου και επεξεργάζεται τις φωτογραφίες, ανάλογα με την κατάσταση, την περίσταση και όσα αισθάνεται εκείνη τη στιγμή. Το γεγονός ότι δεν είναι επαγγελματίας φωτογράφος του προσδίδει μεγάλη ελευθερία, αλλά από την άλλη πλευρά, επιφέρει και μειονεκτήματα όπως το ότι δεν έχει τον απαραίτητο χρόνο για να επεξεργαστεί ή να εξελίξει περαιτέρω κάποια ιδέα ή να την μεταφέρει σε ένα άλλο πλαίσιο τις φορές που βρίσκεται σε δημιουργικό αδιέξοδο. Έχοντας ζήσει περισσότερα από αρκετά χρόνια (σύμφωνα με τον ίδιο) στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου και ήταν πολύ περισσότερο μπλεγμένος με τις οπτικές τέχνες, το στυλ του έχει επηρεαστεί σε πολλαπλά επίπεδα. «Πήγαινα σε καθημερινή βάση σινεμά όπου και είχα βαθιές και ενδιαφέρουσες συζητήσεις και “πνευματικές αντιλογίες” σε θέματα που με απασχολούσαν. Ήταν μια περίοδος μεγάλης πνευματικής διέγερσης για μένα. Κάτι το οποίο δεν νομίζω πως θα συμβεί στην Κύπρο λόγω του τρόπου με τον οποίο ζουν οι άνθρωποι εδώ. Φέρονται σαν να έχουν προκαθορισμένες ταυτότητες από τη γέννηση, κάτι το οποίο είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποβάλουν, και αυτό οδηγεί σε όλο και λιγότερη διερεύνηση άλλων πολιτισμών».

Ο Σαββίδης μπορεί να μη θεωρεί τον εαυτό του επαγγελματία φωτογράφο, αλλά, όπως και όλοι ερασιτέχνες, αυτά που κερδίζει είναι πέραν του επαγγελματισμού. Μια ειλικρινή, αθώα οπτική και προσέγγιση προς την τέχνη. Αυτό είναι και εκείνο που του δίνει το δικό του, προσωπικό ύφος. Ούτε οι αναφορές στον Wong Kar Wai, ούτε οι πνευματικές συζητήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο που αφορούν φιλοσοφικές αρχές, ούτε οι πανέμορφες νέον ταμπέλες που φωτογραφίζει. Αλλά εκείνο το άγριο και άγουρο συναίσθημα που νιώθεις όταν βλέπεις πως κάποιος παλεύει με τη μοναξιά μέσω της τέχνης, αλλά εκείνη η μεγαλοπρεπής δύναμή του να βρίσκεις πραγματική γαλήνη σε μια κοινωνία που δεν νιώθεις πως γίνεσαι κατανοητός, αλλά εκείνη η αυθόρμητη ορμή να «κουβαλάς» ανθρώπους μαζί σου και φυσικά να σε κουβαλούν και εκείνοι κατά τη διάρκεια της διαδρομής.

20190310_182244.jpg
20190402_222620.jpg
20190713_233732.jpg
20190713_233906.jpg
lrm_export_78836268404052_20190531_082442934.jpeg
lrm_export_201729467966547_20190106_150418526.jpeg
lrm_export_234518498066414_20181219_172404080.jpeg
lrm_export_259744368194712_20190223_121026656.jpeg
20190713_233829.jpg
20190713_233936.jpg
lrm_export_201645000730607_20190106_150254058.jpeg
lrm_export_275900226164263_20181012_155518320_0_1.jpeg
lrm_export_703976377307647_20190415_112939909.jpeg
lrm_export_920919231480395_20190714_000314891.jpeg

Δειτε περισσοτερα