TV & Media

Έντονη διαμάχη New York Times και Economist

Τι υποστηρίζει σε άρθρο του ο James Bennet

A.V. Team
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η διαμάχη New York Times και Economist, η συζήτηση για την ερευνητική δημοσιογραφία

Τα ερωτηματικά γύρω από το αν οι New York Times κάνουν σωστά τη δουλειά της ερευνητικής δημοσιογραφίας και της «αντικειμενικής» ενημέρωσης εντάθηκαν μετά τον φόνο του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ από λευκό αστυνομικό. Ενώ παντού στις ΗΠΑ ξεσπούσαν διαδηλώσεις εναντίον της αστυνομικής αυθαιρεσίας, οι Times δημοσίευσαν, μεταξύ πολλών άρθρων, μια έκκληση του γερουσιαστή Tom Cotton από το Άρκανσο που ζητούσε τη χρήση στρατευμάτων για να σταματήσει η βία και οι ταραχές. Πράγματι, οι Times προσπαθούσαν να αναδείξουν όλες τις γνώμες, ακόμα και τις πιο ακραίες όπως εκείνη περί πλήρους κατάργησης της αστυνομίας. Αλλά, το άρθρο του Cotton προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες εκ μέρους των δημοσιογράφων και ο τότε αρχισυντάκτης Dean Baquet βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση: τον κατηγορούσαν για «τραμπισμό» επειδή έδωσε βήμα στον Ρεπουμπλικανό από το Άρκανσο.

Η φασαρία που έγινε στην εφημερίδα —παραιτήσεις και απολύσεις— καθρεφτίζει την κατάσταση της αμερικανικής δημοκρατίας η οποία φαίνεται να μην αντέχει όλες τις γνώμες: σύμφωνα με άρθρο του James Bennet στο περιοδικό Economist, η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, και η πιθανή επανεκλογή του, συνδέεται στενά με τη θεσμική, πολιτική και κοινωνική υποβάθμιση της χώρας στην οποία έχουν συμβάλει τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης. Ο Bennet ισχυρίζεται ότι τα ΜΜΕ έχουν χάσει την αξιοπιστία τους ως διαιτητές της αλήθειας και διαμεσολαβητές ιδεών, που για περισσότερο από έναν αιώνα, παρά τα ελαττώματα και οι αποτυχίες τους, ήταν ένα προπύργιο της αυτοκυβέρνησης των Αμερικανών. Σήμερα, αν και θεωρητικά όλοι υπερασπίζονται την «ανεξάρτητη δημοσιογραφία» —συμπεριλαμβανομένου του Arthur Gregg Sulzberger, προέδρου του ομίλου New York Times Company— μια από τις πιο έγκυρες αμερικανικές εφημερίδες, οι Times, έχει ολισθήσει στον δογματισμό και στη μισαλλοδοξία. Αν ο δογματισμός και η μισαλλοδοξία του ομίλου Fox είναι δεξιάς απόχρωσης, ο δογματισμός και η μισαλλοδοξία των Νew York Times είναι αριστερής και woke απόχρωσης. Η εφημερίδα έχει πάψει προ πολλού να παρουσιάζει την πραγματικότητα συνολικά και τους ανθρώπους ως τρισδιάστατα όντα: παρότι ανέκαθεν εμφορούνταν την ιδεολογία του Δημοκρατικού Κόμματος, τώρα όχι μόνο ευνοεί τη μία πλευρά των εθνικών διαμαχών, αλλά υποκύπτει στην παρόρμηση να σταματήσει εντελώς οποιαδήποτε δημόσια συζήτηση. Αν και για τη δημοσιογραφία που επιτρέπει να ακούγονται όλες οι γνώμες δεν απαιτείται το θάρρος και η αυταπάρνηση που απαιτείται από στρατιώτες, αστυνομικούς ή ακτιβιστές —ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε— για να μην υποτάσσεσαι στη σύγχρονη ορθοδοξία, στην πολιτική ορθότητα, φαίνεται ότι απαιτείται ηθικό και διανοητικό θάρρος. Το οποίο λείπει.

Με λίγα λόγια, οι Times κάνουν περίπου ό,τι κάνει ο Τραμπ: πιστεύουν ότι η liberal πλευρά έχει τόσο απόλυτο δίκιο σε όλα ώστε η αντίθετη γνώμη πρέπει να εκμηδενιστεί. Με αυτή τη λογική οι σώφρονες Ρεπουμπλικανοί έχασαν τον έλεγχο του κόμματός τους από τον Τραμπ και η ηγεσία των New York Times έχασε τον έλεγχο των ίδιων των αρχών της. Προκειμένου να δείξουν «ανοιχτό μυαλό», απέτυχαν πολλές φορές να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους για ακεραιότητα. Ίσως φταίει το Διαδίκτυο που γκρέμισε τη βιομηχανία των ΜΜΕ: τα εθνικά μέσα ενημέρωσης έχασαν έμπειρους ρεπόρτερ και οι Αμερικανοί έχασαν μια δημοσιογραφία την αλήθεια της οποίας μπορούσαν να επαληθεύσουν με τα μάτια τους. Το κοινό μπορεί πια να επιλέγει ανάμεσα σε εναλλακτικές εκδοχές της πραγματικότητας σε μια έκρηξη ακραίας υποκειμενικότητας. Οι Times ακολούθησαν το ρεύμα: κορυφαίοι συντάκτες άφησαν την προκατάληψη να εισχωρήσει σε πολλούς τομείς δημοσιογραφικής κάλυψης, όπως ο πολιτισμός, ο τρόπος ζωής και οι επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να γίνουν το έντυπο μέσω του οποίου η προοδευτική ελίτ μιλά στον εαυτό της για μια Αμερική που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Έτσι, σ’ αυτό το περιβάλλον, είναι φυσικό ένα άρθρο υπέρ της στρατιωτικής επιβολής της ευταξίας να θεωρείται σκανδαλώδες.

Παλιότερα, η εφημερίδα είχε κύρος διότι δεν χρειαζόταν να συμβαδίζει με όλα όσα υποστήριζε κάποια φυλή, ούτε να προσποιείται ότι τα «καλά παιδιά», όσο κι αν τα σεβόταν, είχαν δίκιο σε όλα, ή ότι οι «κακοί», όσο κι αν τους περιφρονούσε, ήταν φρικτοί και δεν υπήρχε ψήγμα δικαίου σε όσα έλεγαν. Αυτή η θεμελιώδης ειλικρίνεια ήταν ζωτικής σημασίας για τους αναγνώστες διότι τους εξόπλιζε να κάνουν καλύτερες, πιο ενημερωμένες κρίσεις για τον κόσμο. Με τον καιρό η αμερικανική δημοσιογραφία άρχισε να υποθέτει ότι γνωρίζει εξαρχής όλες τις απαντήσεις: έτσι, έχασε την πνευματική της ειλικρίνεια και έγινε εντελώς ανίσχυρη μπροστά στους μηχανισμούς της προπαγάνδας.

Το φαινόμενο δεν αφορά μόνο τους New York Times, αλλά τα περισσότερα ΜΜΕ που πρόσκεινται στην αμερικανική αριστερά. Πράγματι, στην εποχή του Διαδικτύου είναι δύσκολο ακόμη και για ένα παιδί να διατηρήσει «αθώο βλέμμα», αλλά οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι προχώρησαν πολύ περισσότερο: έγιναν προπαγανδιστές. Ακόμα και σε ειδικά τμήματα των Times όπως είναι το τμήμα Opinion, οι δημοσιογράφοι δεν λαμβάνουν υπόψη ότι στις ΗΠΑ υπάρχουν 150 εκατομμύρια συντηρητικοί πολίτες: η εφημερίδα προβάλλει λεπτές αποχρώσεις της ίδιας «προοδευτικής» γνώμης χωρίς να προβλέπεται η έκφραση μιας αληθινής αντίθετης γνώμης. Παραλλήλως, έχει δοθεί έμφαση και προτεραιότητα στην εσωτερική σύνθεση του δημοσιογραφικού προσωπικού: συχνά, οι ποσοστώσεις «διαφορετικότητας» δεν λαμβάνουν υπόψη τα προσόντα των δημοσιογράφων. Ο δομικός μετασχηματισμός είναι τρομακτικός και εξοργιστικός για πολλούς οι οποίοι έχουν ήδη χάσει τον ενθουσιασμό τους και έχουν απομονωθεί μέσα στην εφημερίδα.

Οι Times έπαψαν να ασχολούνται με οτιδήποτε αφορά τους λευκούς συντηρητικούς Αμερικανούς: αντί να ρίχνει περισσότερο φως στις πιο ακραίες γωνίες της αμερικανικής ζωής, απαξίωσαν τον απλό λαό αποκλείοντας έτσι κάθε πιθανότητα να τον επηρεάσουν στην κατεύθυνση του «καλού» και της «προόδου». Μαζί με τον απλό λαό απέκλεισαν και κάθε γνώμη σαν εκείνη του Tom Cotton που θα μπορούσε να θεωρηθεί «αυταρχική» και «τραμπική». Οι Times δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να κατανοήσουν γιατί οι Αμερικανοί είχαν ψηφίσει τον Ντόναλντ Τραμπ και γιατί προτίθενται να τον ξαναψηφίσουν.

Οι Times έχουν υποκύψει την ενιαία σκέψη όχι μόνο λόγω της πολιτικής ορθότητας αλλά κι επειδή ακολουθούν τον ρυθμό των κοινωνικών δικτύων: ό,τι δεν αρέσει στο X, ό,τι κατακρίνει ο αριστερός όχλος των social media το κατακρίνει και η εφημερίδα. Και αντιστρόφως. Η αυτολογοκρισία των δημοσιογράφων συμπληρώνει την εικόνα μιας κατάντιας: οι δημοσιογράφοι συμμορφώνονται με το feedback των μέσων κοινωνικής δικτύωσης· ζητούν συγνώμη όταν δεν πρέπει, δειλιάζουν, κρύβονται. Αναμενόμενο θα πει κάποιος: οι New York Times συναγωνίζονται ιστοτόπους όπως το Huffington Post και, μέσα στον πανικό τους —ιδιαίτερα κατά την εποχή της κρίσης των subprimes στη δεκαετία του 2010— άρχισαν να προσλαμβάνουν δημοσιογράφους από ηλεκτρονικά μέσα οι οποίοι ήταν συνηθισμένοι να ακολουθούν το ρεύμα.

Στο αμερικανικό περιβάλλον της πόλωσης, τα ΜΜΕ αλιεύουν κομματικό κοινό: όλο και λιγότερο, οι αναγνώστες επιζητούν «ανεξάρτητη δημοσιογραφία». Σήμερα, η «υπερβολική» ανεξαρτησία μπορεί να αποξενώσει τους αναγνώστες: το ότι οι Times υπαινίχθησαν ότι ο Τραμπ ίσως είχε δίκιο ότι ο κορωνοϊός προήλθε από κινεζικό εργαστήριο, ότι οι μάσκες δεν ήταν πάντοτε αποτελεσματικές κατά του ιού ή ότι το κλείσιμο των σχολείων για πολλούς μήνες ήταν κακή ιδέα δυσαρέστησε πολλούς. Οπότε, η εφημερίδα προσαρμόστηκε ακόμα περισσότερο: έγινε ένας πυρήνας ανελεύθερων δημοσιογράφων που ασχολούνται με τα συλλογικά δικαιώματα, όχι με τα ατομικά τα οποία θεωρούν ως πρόσχημα για τη διαιώνιση των προνομίων των λευκών ανδρών. Θεωρούν την ελευθερία του λόγου ως προστασία των δεξιών φορέων όπως το Project Veritas και το Breitbart News: η καινούργια ιδεολογία του newsroom φαίνεται ιδεαλιστική, ωστόσο έχει αναπτυχθεί από κυνικές ρίζες στον ακαδημαϊκό χώρο· από την ιδέα ότι δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια, ότι υπάρχει μόνο «αφήγηση», και ότι επομένως όποιος ελέγχει την αφήγηση —όποιος καταφέρει να πει την εκδοχή της ιστορίας που ακούει το κοινό— έχει το πάνω χέρι.

Με λίγα λόγια, η σημερινή αξία δεν είναι η ανεξαρτησία: επικρατεί μάλλον το ήθος της δημοσιογραφίας επί υπαρκτού σοσιαλισμού· αξίζει να δημοσιευτεί αυτό που είναι «σωστό», που είναι ιδεολογικά αποδεκτό. Το πράγμα έχει εκφυλιστεί τόσο ώστε όταν ένας Αφροαμερικανός ρεπόρτερ απεδείχθη ότι έκανε ψεύτικα ρεπορτάζ και απολύθηκε, ακολούθησε φασαρία: η απόλυση εξελήφθη ως ρατσιστική. Και στη συνέχεια, ενώ τα διευθυντικά στελέχη των Times δεν φάνηκαν να ενοχλούνται από τη διατύπωση απόψεων τζιχαντιστών στην εφημερίδα, ενοχλήθηκαν διότι τους είχε «ξεφύγει» ένα κομμάτι 800 λέξεων από ένα Ρεπουμπλικανό γερουσιαστή του Άρκανσο. Ίσως αν οι Times εμπιστεύονταν ξανά την ευφυΐα και την ευπρέπεια των Αμερικανών, περισσότεροι Αμερικανοί θα εμπιστεύονταν ξανά τους Times. Η δημοσιογραφία, όπως και η δημοκρατία, λειτουργεί καλύτερα όταν οι άνθρωποι αρνούνται να παραδοθούν στον φόβο και τη νοοτροπία της αγέλης.