TV & Media

Ο Andrew Sullivan εξηγεί γιατί φεύγει από το New York Magazine

Μια ακόμα πένα υψηλού κύρους αποχώρησε για να υπερασπιστεί την ελευθερία του λόγου

Newsroom
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ηχηρή αποχαιρετιστήρια επιστολή του Andrew Sullivan στο New York Magazine: Ο διάσημος αρθρογράφος και η μάχη με τον πουριτανισμό

Μια ακόμα πένα υψηλού κύρους αποχώρησε με ηχηρό τρόπο μετά από τη μάχη για την ελευθερία του λόγου που διεξάγεται στις ΗΠΑ και η συζήτηση για το περιβόητο cancel culture διεξάγεται με ένταση. Ο αρθρογράφος Andrew Sullivan, που έγραφε τα τελευταία τέσσερα χρόνια στο New York Magazine παραιτήθηκε επίσημα την περασμένη Παρασκευή, ανακοινώνοντας αρχικά την πρόθεσή του στο Twitter και εξηγώντας σε ένα μακροσκελές κείμενο-επιστολή παραίτησης τους λόγους για τους οποίους αποχωρεί.

Η παραίτηση έρχεται λίγες μέρες μετά από αυτή της ρεπόρτερ, Bari Weiss των New York Times, που εγκατέλειψε τη δουλειά της για παρόμοιους λόγους. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος έχει ταχθεί δημόσια εναντίον του Τραμπ, ο Andrew Sullivan θεωρείται συντηρητική φωνή και ισχυρίστηκε ότι τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης γίνονταν όλο και πιο εχθρικά με δημοσιογράφους σαν αυτόν.

O ίδιος σημειώνει στην επιστολή του, μεταξύ άλλων:

«Δεν πρόκειται πλέον να γράφω για ένα περιοδικό που έχει κάθε δικαίωμα να προσλαμβάνει και να απολύει όποιον θέλει, όταν πρόκειται για το περιεχόμενο αυτού που θέλει να δημοσιεύσει.

Η ποιότητα της δουλειάς μου δεν φαίνεται να είναι το πρόβλημα. Έχω, άλλωστε, ένα μεγάλο δοκίμιο στο επερχόμενο έντυπο περιοδικό για το πώς οι πανδημίες αλλάζουν τις κοινωνίες. Έχω γράψει μερικά από τα πιο διαδεδομένα δοκίμια στην ιστορία του περιοδικού και η στήλη μου έχει υπάρξει δημοφιλής με τους αναγνώστες. Δεν έχω κανένα παράπονο όσον αφορά τη σχέση μου με τους θαυμάσιους συντάκτες και τους υπεύθυνους επαλήθευσης εδώ - και, στην πραγματικότητα, είμαι βαθιά ευγνώμων για το εξαιρετικό ταλέντο, την ικανότητα και την συμπόνια τους. Έχω πάει στο γραφείο ελάχιστες φορές τα τελευταία τέσσερα χρόνια, και δεν υπήρχε ποτέ κανένα θέμα κακομεταχείρισης προς εμένα ή το αντίστροφο. Στην πραγματικότητα, είμαι περήφανος και χαρούμενος που συμμετείχα σε αυτό το εγχείρημα.

Αυτό που συνέβη, νομίζω, είναι σχετικά απλό: ένα κρίσιμο ποσοστό του προσωπικού και της διοίκησης στο New York Magazine και στο Vox Media δεν θέλουν πλέον να συνεργαστούν μαζί μου και, σε μια εποχή συνεχώς αυστηρότερων προϋπολογισμών, είμαι ένα “αντικείμενο” πολυτελείας το οποίο δεν θέλουν να αναλάβουν οικονομικά. Και αυτό είναι εξ ολοκλήρου δικό τους προνόμιο και δικαίωμα. Φαίνεται να πιστεύουν, και αυτό είναι όλο και περισσότερο το ορθόδοξο στα mainstream μέσα ενημέρωσης, ότι οποιοσδήποτε συγγραφέας δεν έχει δεσμευτεί ενεργά στην κριτική θεωρία όσον αφορά ζητήματα φυλής, φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου, βλάπτει ενεργά και σωματικά τους συναδέλφους του με το να υπάρχει και μόνο στον ίδιο virtual χώρο. Το να επιτίθεσαι και να χλευάζεις τις ιδέες και τις μεθόδους της κριτικής θεωρίας, όπως έχω κάνει συνεχώς σε αυτόν τον χώρο, είναι επομένως ασύμβατο με τις αξίες του Vox Media. Αυτό, όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, είναι ο λόγος που φεύγω από εδώ.

Αλλά αυτό είναι που πραγματικά μου λείπει εις βάθος: να γράφω ελεύθερα χωρίς να είμαι σε αμυντική στάση, μεταδίδοντας σκληρή και έξυπνη διαφωνία και επικοινωνία με τους αναγνώστες με ουσιαστικό τρόπο που αποφεύγει την τρέλα του Twitter. Έναν πραγματικά ελεύθερο πνευματικό χώρο όπου τα πάντα, ναι πραγματικά τα πάντα, μπορούν να συζητηθούν χωρίς προσωπική κακοποίηση ή στοχοποίηση, και χωρίς να αμφισβητούνται τα κίνητρα· και όπου οι αναγνώστες μπορούν να με αναγκάσουν να αλλάξω γνώμη (ή όχι) μέσω απόλυτης λογικής ή προσωπικής μαρτυρίας.

Μου λείπει μια αναγνωσιμότητα που ήταν πραγματικά εκλεκτική - αριστερή, φιλελεύθερη, κεντριστική, δεξιά, αντιδραστική - και που της άρεσε να αμφισβητείται από εμένα, και ο ένας από τον άλλο. Μου λείπει η απλή και ξεκάθαρη διασκέδαση που αποτελούσε μέρος της πλάκας πριν όλοι αυτοί οι τρομερά έντιμοι, ειλικρινείς, και χωρίς χιούμορ πουριτανοί προχωρήσουν σε κατάληψη του Τύπου».