Πολιτικη & Οικονομια

Εξουσιαστική εμμονή και ρήξη

Αν φθάσουμε στη ρήξη, η κυβέρνηση δεν θα την έχει κάνει από ιδεολογική εμμονή

Δημήτρης Ψυχογιός
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα στο οποίο σκοντάφτει η διαπραγμάτευση; Δευτέρα πρωί, ο πρωθυπουργός μάς ενημερώνει μέσω της ημιεπίσημης Εφημερίδας της Κυβερνήσεως ότι «Μόνο πολιτική σκοπιμότητα μπορεί κανείς να διακρίνει στην επιμονή των θεσμών για νέες περικοπές στις συντάξεις… Δεν είναι ζήτημα ιδεολογικής εμμονής. Είναι ζήτημα δημοκρατίας».

Πράγματι είναι θέμα δημοκρατίας – εκλογικής ψηφοθηρίας για την ακρίβεια. Οι συνταξιούχοι είναι 2.700.000 και βεβαίως η εκλογική τους επιρροή πολύ μεγαλύτερη: η υψηλότατη ανεργία δεν έχει δημιουργήσει εκρηκτικό πρόβλημα γιατί οι άνεργοι επιδοτούνται πρωτίστως από τους συνταξιούχους συγγενείς και δευτερευόντως από τα επιδόματα του ΟΑΕΔ ή την ανασφαλή και περιστασιακή μαύρη εργασία. Αν συνυπολογίσουμε λοιπόν και τα μέλη των οικογενειών που εξαρτώνται οικονομικά από τους συνταξιούχους (είτε επειδή είναι άνεργοι είτε επειδή σπουδάζουν ακόμη είτε επειδή δεν είχαν ποτέ ασφαλιστική κάλυψη) δεν θα είναι υπερβολικό να υποστηρίξουμε πως η μείωση των συντάξεων αφορά τουλάχιστον 4.000.000 άτομα, το μισό εκλογικό σώμα.

Για τούτο η κυβέρνηση δεν δέχεται μείωση των συντάξεων ή κατάργηση του ΕΚΑΣ και αντικατάστασή του με το «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα»: ο συνάδελφος του κ. Φλαμπουράρη, συνταξιούχος εργολάβος της αντιπαροχής, την εποχή που ασκούσε το επάγγελμά του αντί να πληρώνει ασφαλιστικές εισφορές προτιμούσε να τις κάνει διαμερίσματα για την οικογένεια – ή και πολυκατοικίες. Εκατοντάδες χιλιάδες επαγγελματίες έχουν κάνει το ίδιο. Άρα εισπράττουν σήμερα κάθε μήνα ελάχιστη σύνταξη αλλά και τα ενοίκια από τα διαμερίσματα: αν κριθούν με βάση το εισόδημα, δεν θα λάβουν ΕΚΑΣ. Για την κυβέρνηση, το ΕΚΑΣ είναι εκλογικό φιλοδώρημα, για τούτο δεν θέλει να το καταργήσει.

Δεν αναφέρθηκε στις σημερινές δηλώσεις, αλλά στη Βουλή πριν δέκα ημέρες ο Αλέξης Τσίπρας είχε εντάξει και το θέμα της αύξησης του ΦΠΑ στην κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος, ανάμεσα στα απαράδεκτα «υφεσιακά και αντιλαϊκά μέτρα». Επειδή έχω «μπλοκάκι», κρατάω υποχρεωτικά όλους τους λογαριασμούς της ΔΕΗ και έκανα υπολογισμούς: ολόκληρο το 2014 πληρώσαμε €586,15 για το ρεύμα και €75,71 ΦΠΑ. Για κατανάλωση 4.914 kWh σε σπίτι 145 τ.μ. Με μερικούς πολλαπλασιασμούς και διαιρέσεις, προκύπτει: αν ο ΦΠΑ αυξηθεί 10% (από 13% σε 23%) θα πληρώνουμε παραπάνω 3,4 λεπτά ανά τετραγωνικό μέτρο. Για το τυπικό τριάρι των 80 τετραγωνικών μιας όχι ευκατάστατης οικογένειας, η επιπλέον επιβάρυνση θα είναι 2,71 ευρώ το μήνα – λιγότερα από όσα πληρώνει μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ για να πληρώνονται ίσα-ίσα οι μισθοί των 1.700 αγωνιστών της αμερόληπτης, δημοκρατικής ΕΡΤ που ανταμείφθηκαν με διορισμό. Αυτά τα 2,71 ευρώ θα δώσουν την ανάκαμψη και την ανάπτυξη, θα καταπολεμήσουν την ανεργία, θα στηρίξουν το εισόδημα των νοικοκυριών;

Και ας σκεφθούμε πως 300.000 νοικοκυριά, έχει υπολογίσει η κυβέρνηση, δεν θα πληρώνουν καθόλου κατανάλωση ρεύματος λόγω του νόμου για την «αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης». Ποιους λοιπόν προσπαθεί να προστατεύσει; Τις ενεργοβόρες βιομηχανίες και βιοτεχνίες; Ας βελτιώσει τα τιμολόγιά της η ΔΕΗ – αλλά πώς θα γίνει αυτό όταν μία από τις πρώτες πράξεις της ήταν να δώσει αγωνιστικό μποναμά στη ΓΕΝΟΠ; Η τρόικα επιμένει στην αύξηση του ΦΠΑ στο ρεύμα γιατί είναι σίγουρος πόρος, είναι βέβαιο πως θα εισπραχθεί ολόκληρη η αύξηση – κάτι που δεν ισχύει βέβαια για τα υπόλοιπα προϊόντα/υπηρεσίες. Η κυβέρνηση δεν τον θέλει μόνο για λόγους δημαγωγικούς: για να καλύψει η «αντίσταση» τις υποχωρήσεις για αύξηση του ΦΠΑ στα τρόφιμα και επειδή οι λογαριασμοί της ΔΕΗ έχουν δαιμονοποιηθεί από την εποχή της είσπραξης του «χαρατσιού».

Η τρόικα επιμένει επίσης στη μείωση της δαπάνης για συντάξεις γιατί το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα καταρρέει, είναι αδύνατον να συντηρηθεί. Μειώσεις στις συντάξεις και αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης είναι αναπότρεπτο να γίνουν. Απλώς η κυβέρνηση δεν θέλει να τις κάνει τώρα για να μην έχει πολιτικό κόστος σε περίπτωση εκλογών. Αλλά οι εταίροι το έχουν καταστήσει σαφέστατο: χρήματα για να κερδίζουν τα κυβερνώντα κόμματα εκλογές, δεν ξαναδίνουμε. Το έκαναν πράξη στις περιπτώσεις του Γιώργου Παπανδρέου και του Αντώνη Σαμαρά, δεν θα κάνουν τη χάρη στον Αλέξη Τσίπρα.

Η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται για την οικονομία, την ανάπτυξη, τους άνεργους, τους συνταξιούχους, τα φτωχά νοικοκυριά: το μόνο που τη νοιάζει είναι να μετατρέψει την ευκαιριακή εκλογική της επιτυχία σε σταθερή πολιτική ηγεμονία, έγραφα πριν δύο μήνες (Ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει πόλεμο για λογαριασμό του). Είναι ικανή να φθάσει στη ρήξη για να το καταφέρει αυτό – υπολογίζοντας ότι οι συνταξιούχοι θα θυμούνται πως τους υπερασπίστηκε με νύχια και με δόντια, αν έρθει εποχή εκλογών ή δημοψηφισμάτων. Η προφανής γελοιότητα, αριστερή κυβέρνησης που θεωρητικά θα έπρεπε να ενδιαφέρεται για την παραγωγή/διανομή του πλούτου και τη νέα γενιά, να εμφανίζεται ως ο μεγάλος υπερασπιστής των συνταξιούχων, δεν τη νοιάζει. Θεωρεί πως θα την αντέξει και αυτή, όπως και τόσες άλλες.

Αν λοιπόν φθάσουμε στη ρήξη, η κυβέρνηση δεν θα την έχει κάνει από ιδεολογική εμμονή, είναι απόλυτα ειλικρινής ο Αλέξης Τσίπρας: από εξουσιαστική εμμονή θα την πραγματοποιήσει. Όμως, η ιδεολογία της, οι παραδόσεις της ελληνικής κομμουνιστικής Αριστεράς, η εμφυλιοπολεμική της νοοτροπία και η προσωπική πολιτική/συνδικαλιστική ιστορία των μελών της, καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο διαπραγματεύεται, τον τρόπο με τον οποίο κατανοεί την πολιτική αντιπαράθεση: στο πεντάμηνο της διακυβέρνησής της δίνονται ως λεία πολέμου χιλιάδες θέσεις στο δημόσιο στους αγωνιστές που της έδωσαν τη νίκη και προστίθενται 24.000 εργαζόμενοι στους άνεργους εξαιτίας της ύφεσης που δημιουργεί η εξουσιαστική της εμμονή, η λεγόμενη «σκληρή διαπραγμάτευση» – τόσοι προστέθηκαν στις λίστες των ανέργων το πρώτο τρίμηνο του 2015.

Μου φαίνεται πως τέτοια αυτονόμηση της πολιτικής από την κοινωνία, τέτοια αποθέωση της εξουσιαστικής πολιτικής βούλησης, δεν έχει υπάρξει άλλη φορά σε δημοκρατικό πολίτευμα ούτε απαντάται σε νεωτερικά, δημοκρατικά κόμματα (σχετικά: Άρπαξε να φας).