Πολιτικη & Οικονομια

Έρωτά μου προλετάριε

H ταινία «Pride» είναι μια αληθινή ιστορία αλληλεγγύης των γκέι με την εργατική τάξη

Gay Super Hero
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Την περασμένη Πέμπτη στην πρεμιέρα του κινηματογραφικού φεστιβάλ Οutview, τo αθηναϊκό κοινό είχε την ευκαιρία να δει για πρώτη φορά μία από τις πιο συγκινητικές ταινίες του 2014. Το βρετανικής παραγωγής φιλμ «Pride» που πέρσι τέτοιο καιρό κέρδισε τoν «Queer Φοίνικα» στο φεστιβάλ των Καννών διηγείται μία πέρα για πέρα αληθινή ιστορία: Στο Λονδίνο του 1984 μια ομάδα γκέι και λεσβιών αντιμέτωποι με τις αστυνομικές επιχειρήσεις «αρετής», την ομοφοβική βία, το «κράξιμο» του κίτρινου τύπου και την κρίση του Aids προσπαθούν να βγουν από το καβούκι τους αναζητώντας ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες. Αποφασίζουν να ξεκινήσουν έρανο υπέρ των ανθρακωρύχων που απεργούν επί μήνες ενάντια στα σχέδια της κυβέρνησης Θάτσερ να κλείσει τα εθνικοποιημένα ορυχεία. Το συνδικάτο αρνείται τη στήριξη των «ανώμαλων» και η ομάδα με τον τίτλο «Γκέι και λεσβίες υπέρ των απεργών» ξεκινούν για να παραδώσουν τα χρήματα οι ίδιοι σε ένα χωριό ανθρακωρύχων της Ουαλίας που διάλεξαν τυχαία από τον χάρτη.

Αυτό που ακολουθεί θα διαλύσει τις προκαταλήψεις και των μεν και των δε μέσα από την αλληλεγγύη του κοινού αγώνα. Οι Ουαλοί απεργοί συνειδητοποιούν πως οι ομοφυλόφιλοι –που τους ενισχύουν οικονομικά περισσότερο από κάθε άλλη ομάδα– δεν είναι «τέρατα της φύσης». Και όχι μόνο θα το αναγνωρίσουν αλλά και θα ανταποδώσουν στο Pride του Λονδίνου την επόμενη χρονιά. Την ίδια στιγμή, πολλοί γκέι και λεσβίες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τέτοιες κοινότητες της εργατικής τάξης για να επιβιώσουν, θα δουν για πρώτη φορά την «περήφανη εργατιά» να αγκαλιάζει τη διαφορετικότητά τους. Περίφημη είναι η σκηνή στη ντίσκο του χωριού, όπου ένα μέλος της γκέι ομάδας βάζει κυριολεκτικά «φωτιά στην πίστα» ξεσηκώνοντας τις επευφημίες του γυναικείου πληθυσμού και τα ζηλόφθονα βλέμματα των αντρών που τον πολιορκούν, ζητώντας του να τους μάθει να χορεύουν – κάτι που μέχρι τότε θεωρούσαν θανάσιμη προσβολή στον ανδρισμό τους.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Μάθιου Γουόρτσις έως τώρα έκανε καριέρα στο θέατρο (έχει κερδίσει βραβείο Τόνι και πρόσφατα διαδέχτηκε τον Κέβιν Σπέισι ως διευθυντής του Old Vic στο Λονδίνο). Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε μία συνέντευξη που έδωσε για την ταινία. Την μετέφρασα από εδώ.


Μέχρι τώρα είχατε μία πλούσια καριέρα στο θέατρο. Τι ήταν αυτό που σας προετοίμασε να διηγηθείτε μία τέτοια ιστορία στον κινηματογράφο;

Μία πολύ σημαντική μορφή προετοιμασίας ήταν τα παιδικά χρόνια που πέρασα σε ένα χωριό στη βόρεια Αγγλία στη μέση του πουθενά, περιτριγυρισμένο από ανθρακωρυχεία και εντελώς απομονωμένο. Η οικογένειά μου αναγκάστηκε να μετακομίσει σε αυτό το χωριό όπου ήμασταν σαν ξένο σώμα προσπαθώντας να αφομοιωθούμε και να γίνουμε αποδεκτοί. Αυτό μου έδωσε μία ιδέα σχετικά με το πως λειτουργούν τέτοιες μικρές και σφιχτά δεμένες κοινότητες, ποια είναι τα υπέρ και ποια είναι τα κατά.

Ήσασταν έφηβος την περίοδο που διαδραματίζονται τα γεγονότα της ταινίας;

Την περίοδο της απεργίας θυμάμαι τις πικετοφορίες των ανθρακωρύχων έξω από ένα εργοστάσιο που παραλάμβανε κάρβουνο από τα ορυχεία. Σε εκείνη την ηλικία δεν καταλάβαινα και πολλά πράγματα. Έμαθα πολύ περισσότερα για την πολιτική κατάσταση και την κοινωνική αναταραχή της εποχής αργότερα, όταν πήγα στο πανεπιστήμιο. Επιπλέον το να ενδιαφέρεται ένα αγόρι για το θέατρο και τη μουσική δεν ήταν και τόσο συνηθισμένο εκεί που μεγάλωσα. Δεν υπήρχε ούτε μία θεατρική ομάδα στην περιοχή και οι άνθρωποι το θεωρούσαν τόσο περίεργο όσο το να δουν έναν άντρα να χορεύει!

Συνήθως οι ταινίες ακόμα και όταν είναι «ομαδικές» περιστρέφονται γύρω από έναν ήρωα. Πώς καταφέρατε να δημιουργήσετε αυτό το αίσθημα της «κοινότητας» που αποπνέει η ταινία;

Το να περάσει στο πανί η ισορροπία μεταξύ των χαρακτήρων που υπήρχε στο σενάριο έμοιαζε με περίπλοκη αλγεβρική εξίσωση. Είχα ένα τετράδιο όπου για κάθε σκηνή σημείωνα πόσα καρέ πρέπει να αφιερώσω σε κάθε χαρακτήρα. Επιπλέον έχει σημασία να κατανοήσει κανείς το ανθρώπινο στοιχείο που ενώνει όλους αυτούς τους χαρακτήρες: την αδικία και τον τραμπουκισμό που έχουν βιώσει στο πετσί τους. Μιλάμε για ανθρώπους που έχουν καταδικαστεί στο περιθώριο και κάποια στιγμή ορθώνουν το ανάστημά τους και διεκδικούν το δίκιο τους. Αυτό είναι μία πολύ δυνατή εικόνα που νομίζω πως χαράχτηκε μέσα μου κατά την παιδική μου ηλικία. Πάντως, μετά από 25 χρόνια στο θέατρο, νομίζω πως αυτό που έχω μάθει είναι πώς να σκηνοθετώ ηθοποιούς. Τι πρέπει να τους δώσω για να βγάλουν τον καλύτερο εαυτό τους. Επίσης μέσα από τα μιούζικαλ έχω μάθει να συντονίζω μεγάλες ομάδες ανθρώπων. Πώς να δίνω στον καθένα τη στιγμή που θα λάμψει για να μπορέσω να διηγηθώ την ιστορία ολόκληρης της ομάδας.

Μια που το αναφέρετε, θα μπορούσατε να δείτε την ταινία να ανεβαίνει ως μιούζικαλ σε μερικά χρόνια;

Όταν διάβασα το σενάριο τηλεφώνησα στους παραγωγούς: «Το σενάριο είναι εξαιρετικό. Με έκανε να γελάσω και να κλάψω. Η ιστορία είναι σημαντική και το γράψιμο είναι φρέσκο. Ο μοναδικός μου όρος είναι να μου δώσετε τα δικαιώματα και για τη θεατρική μεταφορά του έργου». Το είχα δει από την πρώτη στιγμή ότι θα μπορούσε να γίνει ένα εξαιρετικό μιούζικαλ. Είναι μία ταινία που εμψυχώνει το θεατή παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πρωταγωνιστές. Επίσης είναι γεμάτο με χορό και τραγούδι. Όλα αυτά τα στοιχεία παραπέμπουν σε μιούζικαλ. Όμως η ταινία προσπαθεί να εξισορροπήσει τη λαμπερή πλευρά με τις πιο σκληρές και δύσκολες πλευρές. Στα μιούζικαλ υπάρχει ο κίνδυνος να σε παρασύρει το μελό. Αν το έκανα για το θέατρο θα ήθελα να διατηρήσω την ισορροπία της ταινίας, τη σκληρότητα και την αυθεντικότητα που έχει. Δεν θα ήθελα να γίνει ένα λαμπερό, μελό παραμύθι.

Πόσο ολοκληρωμένο ήταν το σενάριο του Στίβεν Μπέρεσφορντ όταν ξεκινήσατε να δουλεύετε;

Ήταν ολοκληρωμένο σε σημαντικό βαθμό. Δουλέψαμε και μαζί προσθέτοντας και αφαιρώντας κάποιες σκηνές. Όμως και τίποτα να μην είχαμε κάνει, η δύναμη του σεναρίου ήταν ατόφια από την αρχή. Ο κόσμος δεν καταλαβαίνει –και ίσως να μην τον ενδιαφέρει– ότι είναι εντελώς διαφορετικό ένα σενάριο γραμμένο από ένα άτομο σε σχέση με κάποιο σενάριο που είναι αποτέλεσμα συνεργασίας μίας δημιουργικής ομάδας. Το σενάριο ενός συγγραφέα έχει ένα σωρό ιδιορρυθμίες τις οποίες υποτίθεται πως πρέπει να αποφύγεις αλλά εγώ τις λατρεύω. Λατρεύω ένα σενάριο που δεν έχει «εξομαλυνθεί», που δεν συμπεριφέρεται με εντελώς προβλέψιμο και συμβατικό τρόπο. Λατρεύω για παράδειγμα το γεγονός ότι από την πρώτη στιγμή διηγείται μία ιστορία που δεν περιστρέφεται γύρω από έναν και μοναδικό «κεντρικό ήρωα». Δεχτήκαμε μεγάλη πίεση για να το αλλάξουμε αυτό αλλά δεν υποκύψαμε.

Θεωρείτε πως η ταινία αποτελεί μία μορφή «απάντησης» στην κινηματογραφική βιογραφία της Μάργκαρετ Θάτσερ που είδαμε πριν δύο χρόνια με τη Μέριλ Στριπ;

Νομίζω πως είναι. Και δεν σας κρύβω πως το βρίσκω απολαυστικό να ακούω τη φράση «γαμημένη Θάτσερ» από το στόμα ενός από τους ήρωες της ταινίας. Δεν ήταν αυτός ο λόγος που κάναμε την ταινία. Όμως ήταν μία πρόσθετη αντάμοιβη, ότι βάλαμε και εμείς ένα λιθαράκι για να εξισορροπηθεί κάπως αυτή η προσπάθεια «αγιογράφησης» της Μάργκαρετ Θάτσερ.

Ποια είναι η αγαπημένη σας αντίδραση του κοινού σχετικά με την ταινία;

Η πρώτη αντίδραση ήταν δύο μέρες αφού είχαμε τελειώσει το μοντάζ στο φεστιβάλ των Καννών. Μετά την προβολή, στην αίθουσα ήταν μαζεμένοι 900 άνθρωποι από όλη την Ευρώπη που χειροκροτούσαν όρθιοι. Εκεί καταλάβαμε για πρώτη φορά πως αυτή η ιστορία μπορούσε να αγγίξει ανθρώπους που δεν έχουν καμία σχέση με το σύμπαν όπου διαδραματίζεται η ταινία. Έκτοτε, οι προβολές μας απομακρύνουν όλο και περισσότερο από το μικρό χωριό της Ουαλίας. Μέχρι τώρα, η πιο μακρινή ήταν στο Λος Άντζελες. Εκεί αναρωτιόμουν αν η αντίδραση θα ήταν η ίδια όσο απομακρυνόμαστε από τον γεωγραφικό πυρήνα της ιστορίας. Και εκεί όμως υπήρξε ενθουσιώδης. Εξίσου ενθουσιώδης όσο ήταν και στο χωριουδάκι της Ουαλίας αλλά και στο Σόχο του Λονδίνου όταν κάναμε μία προβολή για τα εναπομένοντα μέλη της ομάδας «Γκέι και λεσβίες υπέρ των απεργών» και τις οικογένειές τους. Υπάρχουν, λοιπόν, κάποια πράγματα που είναι πιο σημαντικά από καριέρες και σταδιοδρομίες και ήταν μεγάλο προνόμιο για μένα να σκηνοθετήσω αυτή την ταινία. Αισθάνεται κανείς πολύ μικρός απέναντι στα πραγματικά γεγονότα και το πόσο άλλαξαν τη ζωή αυτών των ανθρώπων. Και είναι τιμή μου που βοήθησα να μάθει το κοινό για αυτή την ιστορία.

Αντί για επίλογο: Την ταινία «Pride», που θυμίζει μεγάλες πρόσφατες επιτυχίες του βρετανικού σινεμά όπως ο «Μπίλι Έλιοτ» και το «Άντρες έτοιμοι για όλα», θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε και στις ελληνικές αίθουσες φέτος το καλοκαίρι. Μην τη χάσετε!