Πολιτικη & Οικονομια

Τι έχει κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση για εμάς;

Με την ευκαιρία της Ημέρας της Ευρώπης

Δημήτρης Κούρκουλας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σε μια χαρακτηριστική σκηνή στο κινηματογραφικό έργο «Η ζωή του Μπράιαν», ο ηθοποιός Graham Chapman στο ρόλο του Ιουδαίου που επαναστατεί ενάντια στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία προσπαθεί να τονώσει το αντι-ρωμαϊκό φρόνημα των συντρόφων του: «Οι Ρωμαίοι κατακτητές μάς έχουν πάρει τα πάντα και τελικά τι μας έχουν δώσει;». Οι σύντροφοί του αρχίζουν να απαριθμούν τα επιτεύγματα της ρωμαϊκής κυριαρχίας: την ύδρευση, το οδικό δίκτυο και την αποχέτευση, την εκπαίδευση και την ιατρική, για να καταλήξουν στο πιο σημαντικό, την ειρήνη. Εκνευρισμένος για την αποτυχία της επαναστατικής καθοδήγησης, ο Ιουδαίος επαναστάτης σταματάει απότομα τη συζήτηση.

Σήμερα πολλοί Ευρωπαίοι πολίτες, ιδίως στην περιφέρεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ρωτάνε το ίδιο: «Τι έχει κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση για μας;».

Για τους εμπνευστές της ευρωπαϊκής ιδέας η απάντηση σε μια τέτοια ερώτηση ήταν αυτονόητη. Ο σκοπός της ευρωπαϊκής ενοποίησης, της τότε ΕΟΚ, ήταν η αλληλεξάρτηση των οικονομιών των ευρωπαϊκών χωρών ώστε να διασφαλιστεί η ειρήνη και η ευημερία μετά από δύο καταστρεπτικούς παγκόσμιους πολέμους.

Ο στόχος και οι προτεραιότητες της ευρωπαϊκής ενοποίησης άρχισε να διευρύνονται καθώς νέα κράτη-μέλη εντάχθηκαν στην ΕΕ. Η μεσογειακή διεύρυνση της δεκαετίας του ’80 με την ένταξη της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας συνέβαλε στην ενδυνάμωση των νεαρών δημοκρατιών και στην οικονομική και κοινωνική τους ανάπτυξη.

Η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων και η πτώση του τείχους του Βερολίνου άνοιξαν το δρόμο για την επανένωση της ευρωπαϊκής ηπείρου. Το δύσκολο αυτό εγχείρημα ενσωμάτωσης χωρών που προέρχονταν από διαφορετικό πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο στέφθηκε τελικά με επιτυχία. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση συνέβαλε στην ειρηνική μετάβαση από αυταρχικά καθεστώτα κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας σε πλουραλιστικές δημοκρατίες οικονομίας της αγοράς.

Η προοπτική ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση έδρασε σαν καταλύτης για να γίνουν δομικές μεταρρυθμίσεις στα νέα κράτη-μέλη. Συνέβαλε στην ειρηνική αντιμετώπιση ιστορικών αντιπαραθέσεων που αφορούσαν μειονότητες και σύνορα. Η δραματική και αιματηρή διάλυση της Γιουγκοσλαβίας αποτελεί ακριβώς παράδειγμα του τι θα μπορούσε να έχει συμβεί και σε άλλες περιοχές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, αν δεν τους είχε προσφερθεί η προοπτική ένταξης στην ΕΕ. Η «μεταρρυθμιστική» δύναμη της ΕΕ επέτρεψε την εφαρμογή αναγκαίων αλλά επώδυνων αλλαγών χωρίς τις οποίες οι πρώην κομμουνιστικές χώρες δεν θα είχαν ορθοποδήσει. Αυτή η ειρηνική επανάσταση που άλλαξε το χάρτη της Ευρώπης δεν θα είχε συμβεί αν δεν υπήρχε η συνδρομή αλλά και η ελκυστική ακτινοβολία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Δυστυχώς, η μεταρρυθμιστική πίεση που ασκήθηκε στις υποψήφιες για ένταξη χώρες δεν άγγιξε παλαιότερα κράτη-μέλη όπως η Ελλάδα.

Στις δεκαετίας που μεσολάβησαν από την Ευρώπη των 6 στην Ευρώπη των 28, η ΕΕ προχώρησε σε μεγάλες κατακτήσεις προς όφελος των πολιτών της. Η ελεύθερη διακίνηση προσώπων αγαθών και κεφαλαίων, η μεγάλη ενιαία αγορά, η προώθηση της κοινωνικής διάστασης, η συνεργασία στους τομείς της καινοτομίας και της εκπαίδευσης και πολλά άλλα επιτεύγματα που για εμάς τους Ευρωπαίους θεωρούνται αυτονόητα ανέδειξαν την ΕΕ στο πιο επιτυχημένο εγχείρημα ειρηνικής περιφερειακής συνεργασίας.

Η Ε.Ε. δεν υπήρξε ποτέ, ούτε μπορεί να γίνει μια υπερδύναμη που επιβάλλει τη θέλησή της με καταναγκασμό. Όσο ισχυρός κι αν είσαι, δεν μπορείς να επιβάλλεις μεταρρυθμίσεις και εκδημοκρατισμό σε ένα κράτος ή μια κοινωνία με τη βία. Η έξωθεν και καταναγκαστική επιβολή μεταρρυθμίσεων μπορεί να αποφέρει ορισμένα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα αλλά δεν είναι βιώσιμη. Η Ευρώπη ακολουθεί μια διαφορετική, και μέχρι πρόσφατα, πιο αποτελεσματική μέθοδο. Λειτουργεί σαν «αόρατο χέρι» που παρακινεί τα κράτη και τις κοινωνίες σε περισσότερη συνεργασία και σε μεταρρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για να παραμείνουν ανταγωνιστικοί στο πλαίσιο της ενιαίας αγοράς αλλά και στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία.

Αυτή η αψεγάδιαστη εικόνα της Ευρώπης άρχισε τα τελευταία χρόνια να θολώνει. Η υιοθέτηση του κοινού νομίσματος στις αρχές του αιώνα μας αποτέλεσε ένα τεράστιο βήμα περαιτέρω ενοποίησης, αύξησε όμως ταυτόχρονα και την ανάγκη σύγκλισης σε πολλούς τομείς, όχι αμιγώς οικονομικούς. Η οικονομική σύγκλιση και η δημοσιονομική πειθαρχία της ευρωζώνης δεν θα μπορούσε να είναι βιώσιμη, όπως με δραματικό τρόπο αποδείχθηκε τα τελευταία πέντε χρόνια, χωρίς υψηλής αποτελεσματικότητας θεσμούς διακυβέρνησης στα κράτη μέλη. Οι πελατειακές σχέσεις, η διαφθορά, η αναποτελεσματικότητα των φοροεισπρακτικών μηχανισμών και γενικότερα της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης, η σαθρότητα των μηχανισμών λήψης αποφάσεων εξαρτώνται από θεσμούς και διαδικασίες που δεν εμπίπτουν άμεσα στην κοινοτική αλλά στην εθνική αρμοδιότητα. Έχουν όμως κρίσιμη σημασία για την οικονομική και νομισματική ολοκλήρωση. Η έλλειψη αποτελεσματικού συστήματος διακυβέρνησης ορισμένων χωρών δημιουργεί αξεπέραστα προβλήματα στην πορεία της ενοποίησης.

Η οικονομική κρίση σήμανε για πολλούς Ευρωπαίους ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα. Ανακάλυψαν ξαφνικά ότι παρά την πράγματι ισχυρή «εκσυγχρονιστική» επιρροή που διαθέτει η Ένωση υπάρχουν ακόμα τεράστιες ελλείψεις και προβλήματα σε ορισμένες χώρες της περιφέρειας. Ο όρος «αναποτελεσματική διακυβέρνηση» συνοψίζει όλες τις κακοδαιμονίες που εμποδίζουν και τη δική μας έξοδο από την κρίση: φοροδιαφυγή και ανικανότητα του πολιτικού συστήματος να εγγυάται τη δημοσιονομική σταθερότητα, μη ικανοποιητική απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων, απώλεια επενδύσεων λόγω κακοδιοίκησης, διαφθοράς και αντι-επιχειρηματικού κλίματος. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση και η ιδίως νομισματική ένωση δεν έχει μέλλον σε χώρες που δεν διαθέτουν ένα ελάχιστο επίπεδο αποτελεσματικής και χρηστής διακυβέρνησης. Αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο και η μεγάλη πρόκληση τόσο για την Ελλάδα όσο και για την ΕΕ.

Η ευρωπαϊκή ιδέα μαγνητίζει ακόμα την πλειοψηφία των πολιτών και η ΕΕ μπορεί να δημιουργεί ισχυρά κίνητρα εκσυγχρονισμού. Βασική προϋπόθεση για την επιτυχία του εγχειρήματος είναι η αγαστή συνεργασία μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών (των κανονικών, όχι της τρόικας) και της πολιτικής και διοικητικής ελίτ της χώρας. Η νέα πολιτική ηγεσία των Αθηνών πρέπει να αντισταθεί στον πειρασμό του αντι-ευρωπαϊκού λαϊκισμού και των πρωτόγονων θεωριών συνωμοσίας.

Η τρέχουσα αβεβαιότητα γονατίζει μέρα με τη μέρα την οικονομία και μας φέρνει πιο κοντά στην απόλυτη καταστροφή που αποφύγαμε τα τελευταία χρόνια με τεράστιες θυσίες. Η ΕΕ πρέπει να συνεχίσει και να εντείνει τις προσπάθειες να βοηθήσει τη χώρα να βγει από τα σημερινά αδιέξοδα. Οι επόμενες ημέρες και εβδομάδες θα δείξουν αν η «μεταρρυθμιστική» δύναμη της ΕΕ είναι αρκετά ισχυρή ώστε να οδηγήσει τη χώρα σε ένα βιώσιμο ευρωπαϊκό μέλλον ή αν η Ελλάδα θα πέσει στην άβυσσο.