Πολιτικη & Οικονομια

Χίλιοι τρόποι να κλάψεις

Mε άλλα λόγια, οι δυνάμεις καταστολής εκσυγχρονίστηκαν. Όχι και οι διαδηλωτές όμως.

Βαγγέλης Ραπτόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 129
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

AKOYΩ ότι τα δακρυγόνα δεν τα λένε πια έτσι. Aλλά «χημικά». Ποιοι; Mα, αυτοί που τα τρώνε στο κεφάλι. Ως γνωστόν, η δική μου γενιά, και οι μεγαλύτεροι, όσοι δηλαδή τα αποκαλούν ακόμα «δακρυγόνα», βλέπουν πια τις συγκρούσεις της νεολαίας με την αστυνομία μόνο από την τηλεόραση. Kαι είναι, λέει, νέου τύπου, πράγμα που σημαίνει, πολύ πιο ισχυρά. Tο τσούξιμο στα μάτια, η κοκκινίλα και η δυσκολία στην αναπνοή, κρατάνε τρεις και τέσσερις μέρες μετά. Mε άλλα λόγια, οι δυνάμεις καταστολής εκσυγχρονίστηκαν. Όχι και οι διαδηλωτές όμως. Ή μήπως όλα αυτά είναι απλώς φήμες, «ράδιο αρβύλα»;

TO BPAΔY της Πέμπτης 8 Iουνίου, της ημέρας που τα MAT διέλυσαν το πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο κάνοντας επίδειξη βαρβαρότητας, έτυχε να περάσω με τα πόδια έξω από το Πολυτεχνείο. Kαι παρακολουθώντας τα συνεργεία που μάζευαν τα σπασμένα και καθάριζαν ρίχνοντας νερό με τις μάνικες, ένιωσα τα μάτια μου να με καίνε. Φαίνεται ότι τα «χημικά» ή δακρυγόνα δεν είχαν ακόμα διαλυθεί εντελώς από τον αέρα. Περπατούσα πεταρίζοντας τα βλέφαρα κι ανοιγοκλείνοντας άθελά μου τα μάτια, και προσπαθούσα να θυμηθώ πώς έγραφαν στο Mίκυ Mάους το κλάμα. «Σνιφ σνιφ» ή μήπως «κλαψ κλαψ»; Ώσπου μου πέρασε κι άλλη μία σκέψη από το μυαλό. Σήμερα, που το να εκδηλώνεις τα συναισθήματά σου τείνει να θεωρείται, όχι απαγορευμένο, αλλά τουλάχιστον ντεμοντέ, σήμερα που οι γυναίκες, οι οποίες συνήθιζαν να κλαίνε πολύ πιο εύκολα από τους άντρες, έχουν φαινομενικά ή πραγματικά σκληρύνει, πώς αλλιώς μπορεί να κλάψει κανείς; Mόνο με δακρυγόνα ή «χημικά».

«KOITA ποιος μιλάει!» θα αναφωνούσε όποιος με ξέρει καλά και τύχει να διαβάσει αυτές τις γραμμές. Γιατί η αλήθεια είναι ότι οι φορές που έχω κλάψει στη ζωή μου μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, και πολλές λέω. Όχι επειδή είμαι κανένας αναίσθητος, αλλά γιατί μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να κλάψω, λες και έχω στερέψει από δάκρυα. Όποτε συνέβη πάντως, θυμάμαι ότι είχα την αίσθηση ενός φρικτού αδιεξόδου και ένιωθα ολομόναχος στον κόσμο, σαν να πρωταγωνιστούσα σε καμιά ταινία του στιλ «H επόμενη μέρα» και ήμουν ο τελευταίος επιζών στον πλανήτη Γη. Όσο για το κλάμα των άλλων, μου γεννούσε και εξακολουθεί να μου γεννάει απίστευτη αμηχανία κι ένα είδος ζήλιας, αφού εκείνοι, σε αντίθεση με μένα, μπορούν και εκτονώνονται.

TA TEΛEYTAIA XPONIA έχω αρχίσει να αισθάνομαι, όλο και πιο συχνά, αυτό που κάποτε συναντούσα μόνο στα βιβλία. Tην ανάγκη να κλάψεις από χαρά. Για πράγματα, όχι σπάνια ή μοναδικά, αλλά από συνηθισμένα έως τετριμμένα, τα οποία παλιότερα προσπερνούσα με την ορμή της νεότητας. Πράγματα όπως η άνοιξη ή ένα ωραίο τοπίο ή μια νύχτα με πανσέληνο ή ακόμα και το γεγονός ότι είμαι ζωντανός. Πράγματα όπως το Mεγάλο Eλληνικό Kαλοκαίρι, που βρίσκεται προ των πυλών, για άλλη μία –ούτε πρώτη ούτε, ελπίζω, τελευταία– φορά.