Πολιτικη & Οικονομια

Είναι καλό να συμφωνήσουμε;

H ευθύνη για την άγρια αποτυχία θα είναι για όλους αληθινά ασήκωτη

Γιώργος Γιαννούλης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είναι πιθανόν να συναφθεί κάποια συμφωνία με τους δανειστές, μέσα στις επόμενες εβδομάδες. Δεν είναι όμως αναγκαστικά καλό δίχως ορισμένες πολιτικές προϋποθέσεις. Η συμφωνία αυτή, αν υπάρξει, θα περιλαμβάνει πιθανότατα πρόσθετα (και σίγουρα αντιαναπτυξιακά και άδικα) φορολογικά βάρη για να αναπληρωθούν τα σπασμένα της τελευταίας περιόδου Σαμαρά, των αχρείαστων εκλογών και της ατέρμονης «διαπραγμάτευσης», δηλαδή ήδη ενός χρόνου διαρκώς αυξανόμενης αστάθειας.

Ενώ πιθανότατα δεν θα περιλαμβάνει το σύνολο αυτών που απαιτούνται για να υπάρξει ανάπτυξη και να δημιουργηθεί πλούτος στη χώρα, για να ανασάνουν οι εργαζόμενοι και να βρουν διέξοδο οι άνεργοι: αναδόμηση του δημοσίου, μείωση του κόστους του και αύξηση της αποτελεσματικότητάς και των υπηρεσιών προς τον πολίτη σε κάθε τομέα (Δικαιοσύνη, Υγεία, Χωροταξία, Άμυνα), θεσμική ανεξαρτησία της Δημόσιας Διοίκησης από τα κόμματα, εξορθολογισμό των προνομιακών συντάξεων και άμεση μεταφορά πλούτου και εξουσίας στις νεώτερες γενιές, άνοιγμα όλων των αγορών στους νεοεισερχόμενους με πρώτη την αγορά εργασίας και ίσες ευκαιρίες για όλους, προώθηση του ανταγωνισμού απέναντι στα ολιγοπώλια και τις συντεχνίες και τα προνόμια που τους εξασφαλίζει το κράτος, απελευθέρωση και στήριξη της καινοτόμου επιχειρηματικότητας, μαζική διευκόλυνση των επενδυτών, μικρών και μεγάλων, εγγυήσεις φορολογικής σταθερότητας και κίνητρα ασφάλειας για την τοποθέτηση κεφαλαίων στη χώρα, μείωση του φορολογικού βάρους και κατάργηση της εικονικής φορολόγησης, μαζικές ιδιωτικοποιήσεις της σχολάζουσας και ιδιοποιημένης από αρουραίους του κράτους περιουσίας του Δημοσίου, επένδυση δημόσια και ιδιωτική στην παραγωγική έρευνα, παιδεία για όλους που προωθεί την αριστεία και την παραγωγή, προσέλκυση νέων από όλο τον κόσμο σε μια χώρα που γερνά, με τη δημιουργία ευκαιριών. Την ανάπτυξη μιας οικονομία της γνώσης στηριγμένης στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας, στο εμπόριο, την αγροτική παραγωγή, τη βιομηχανία και πρώτες ύλες, τις έξυπνες υπηρεσίες, την ενέργεια, τον τουρισμό, τη ναυτιλία.

Όμως ακριβώς αυτά μάχεται με νύχια και με δόντια η Κυβέρνηση, όπως ακριβώς έκανε και όταν ήταν αντιπολίτευση. Και το διακηρύσσει. Αυτά διαπραγματεύεται σκληρότατα να μην αποδεχτεί. Ακόμα και να περιληφθούν μερικά από αυτά σε κάποια συμφωνία, το υφιστάμενο κυβερνητικό σχήμα δεν θα τα εφαρμόσει. Είτε γιατί δεν θέλει είτε γιατί δεν μπορεί. Είτε και τα δύο. Δεν τα εφάρμοσαν οι κ.κ. Σαμαράς και ο Παπανδρέου, που δήλωναν (υποκριτικά) πως θέλουν, θα τα εφαρμόσουν αυτοί που εξαρχής δηλώνουν το αντίθετο; Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να το κάνει; ο κ. Στρατούλης; ο κ. Λαφαζάνης; ο κ. Μπαλτάς; ο κ. Καμμένος; Ή η κυρία Κωνσταντοπούλου με τις γνωστές μεθόδους της;

Η περίοδος που θα ακολουθήσει μια τέτοια συμφωνία, εφόσον δεν συνοδευτεί από μια ταυτόχρονη αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, με διαφορετική κυβερνητική πλειοψηφία και άλλο πολιτικό προσωπικό, θα είναι μια περίοδος επιταχυνόμενης φτωχοποίησης, δραματικής ανόδου της ανεργίας, μαζικής φυγής των παραγωγικών πολιτών και γήρανσης του πληθυσμού, απόπειρας διαχείρισης της αυξανόμενης μιζέριας, αυταρχισμού και χοντρών ψεμάτων.

Η σημερινή φιλοκυβερνητική κοινή γνώμη θα αρχίσει να μεταστρέφεται ταχύτατα σε αντικυβερνητική οργή. Οργή που θα προέλθει πολύ περισσότερο από τα εξαπατημένα στρώματα αυτών που σήμερα στηρίζουν ή ανέχονται την κυβέρνηση (όχι χωρίς κάποια ιδιοτέλεια) και λιγότερο ίσως από αυτούς που ήδη βρίσκονται απέναντί της. Θα προέλθει από μέρος των εργαζόμενων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ευνοημένες συντεχνίες, αυτούς που έχουν κάτι να χάσουν και θα κινδυνεύσουν να χάσουν τα πάντα, ενώ αρνήθηκαν να χάσουν το ελάχιστο που όμως θα τους διέσωζε. Αλλά, κυρίως, από τα εκατομμύρια ανέργους που θα βρεθούν πολύ πέρα από τα όρια της φτώχειας.

Η απάντηση των νεοσταλινικών προετοιμάζεται ήδη. Είναι στο ίδιο πρότυπο που εισήγαγε ο κ. Σαμαράς και, εάν εφαρμοστεί, θα έχει την ίδια κατάληξη: «Ψηφίστε Σαμαρά για να μην έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ», έλεγε ο χειρότερος ίσως Έλληνας Πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης, τον οποίο ΣΥΡΙΖΑ ο ίδιος είχε επιλέξει και αναδείξει ως αξιωματική αντιπολίτευση, με τις πράξεις και τα λόγια του. Με τα αντιμνημονιακά Ζάππεια, με τον εκλογικό νόμο που διατήρησε συνειδητά. Απαντώντας μόνον σε αυτόν σε κάθε θέμα, αγνοώντας επιδεικτικά και φιμώνοντας τους φορείς του φιλελεύθερου προοδευτικού χώρου που επέκριναν τις πολιτικές του και πρότειναν εναλλακτικές και κοινωνικά αλληλέγγυες αναπτυξιακές λύσεις. Διότι αισθανόταν ότι από αυτούς κινδύνευε η κυριαρχία του ίδιου, των ομοίων, των προστατευόμενων και, κυρίως, της βαθιά κοτζαμπάσικης ιδεολογίας του. Ενώ ο μπαμπούλας του ΣΥΡΙΖΑ τον βόλευε, ή έτσι νόμιζε (και, δυστυχώς, απ’ ό,τι φαίνεται, το νομίζει ακόμη). Και τον χρησιμοποιούσε κατά κόρον ως απειλή, τόσο απέναντι στην Ελληνική κοινή γνώμη όσο και απέναντι στη Διεθνή κοινότητα.

Αυτό το επαναλαμβανόμενο αρχέτυπο συμπεριφοράς, ο εκφοβισμός με το χειρότερο για να διατηρηθεί το κακό, αυτό το συνένοχο σχήμα της παρακμής, έχει ήδη αρχίσει να αναδύεται μετατοπισμένο. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατασκευάζει συστηματικά ήδη τον ναζιστή αντίπαλό του, τον αποφυλακίζει, ανησυχεί μήπως και δεν ψηφίσει στη Βουλή, τον αναφέρει ως φόβητρο, τον επιλέγει ως αντίπαλο, τον προωθεί, τον φλερτάρει. Από την κα Κωνσταντοπούλου, που κόπτεται για την ψήφο των Χρυσαυγιτών, στην κα Δούρου («μια αποτυχία μας θα ανοίξει τον δρόμο στην ιδεολογία του μίσους, στην ιδεολογία του ναζισμού που εκπροσωπείται από το 2012 στη Βουλή από τη Χρυσή Αυγή»), στον κ. Κοτζιά που απειλεί τη διεθνή κοινότητα («η Χρυσή Αυγή έρχεται. Κανέναν δεν συμφέρει αυτό, γι' αυτό θα βρουν μια λύση»).

Ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει εξάλλου σε κάθε τομέα ό,τι περνάει από το χέρι του για να φτιάξει την αντιπολίτευση που του αξίζει και να αποκλείσει τη δημιουργία μιας σύγχρονης προοδευτικής φιλελεύθερης ή συντηρητικής αντιπολίτευσης, ικανής να τον απειλήσει. Δημιουργεί τις συνθήκες που τρέφουν το δικό του συμμετρικό τέρας: την ανεξέλεγκτη ροή μεταναστών, την ανομία και την επιλεκτική εφαρμογή του νόμου, τη βία στις πόλεις, την ανασφάλεια, το χάος. Δημιουργεί με επιμονή και σύστημα το δικό του φριχτό φόβητρο, τον δικό του μπαμπούλα. Ενώ ταυτόχρονα λογοκρίνει, αφαιρεί τον λόγο, αγνοεί την έλλογη αντιπολίτευση.

Μάλλον μάταια ελπίζουν λοιπόν ορισμένοι φορείς της αντιπολίτευσης, αλλά και αρκετοί λογικοί πολίτες, σε μια παράταση ζωής της χώρας με μια μισερή συμφωνία, που θα κρατούσε τη σημερινή πλειοψηφία στην εξουσία. Αν είναι να αναστραφεί η κατάσταση, πρέπει να αναστραφεί τώρα. Αν είναι να αλλάξουμε δρόμο, πρέπει να τον αλλάξουμε τώρα. Με κάθε τρόπο. Είτε υπό την έντονη πίεση των πολιτών, τη συγκρότηση ισχυρής αντιπολίτευσης, τη βοήθεια των φίλων των Ελλήνων και της Δημοκρατίας, είτε με κάποια πρωτοβουλία επιβίωσης του Πρωθυπουργού. Αλλιώς θα βρει την κοίτη της η παλιά νομοτέλεια: ο δρόμος προς τον φασισμό περνάει από τον λαϊκισμό. Όπως συμβαίνει με τον αναπόδραστο νόμο του Gresham: το κακό νόμισμα εκτοπίζει το λιγότερο κακό, όταν κυκλοφορούν παράλληλα στην οικονομία, με τις ίδιες εγγυήσεις, το ίδιο μέτρημα.

Η αντιπολίτευση έχει μία και μόνο επιλογή: να ανασυγκροτηθεί προτείνοντας τρία διακριτά, βιώσιμα και ρεαλιστικά σχέδια για τη χώρα, ένα σοσιαλδημοκρατικό, ένα φιλελεύθερο και ένα συντηρητικό. Με νέα πρόσωπα και νέες ιδέες να σταθεί με αξιοπιστία απέναντι στο τέρας του λαϊκισμού προτείνοντας αλλαγές εφικτές, συγκροτημένες, γενναίες που θα απαντούν στο βασικό ερώτημα: από τι θέλουμε να ζει αυτός ο τόπος σε πέντε χρόνια από σήμερα, για να ζει καλά; τί να παράγει, τί να εξάγει που κάποιος στον κόσμο θα αγοράζει στην τιμή και ποιότητα που προσφέρεται και με ποιον τρόπο θα πάμε εκεί. Αλλά και να προτείνει -κυρίως- νέους ανθρώπους αποδεκτούς κι εμπνευσμένους, αποδιώχνοντας από την ηγεσία της τα κατακάθια του παρελθόντος που έφεραν τη χώρα ως εδώ και δεν έχουν αναλάβει την ευθύνη γι’ αυτό. Ώστε η συζήτηση να επανέλθει στο λογικό, στη δημοκρατική αντιπαράθεση και στη σύνθεση.

Η κυβέρνηση, κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να εξευτελιστεί σε βαθμό γελοιότητας. Πώς είναι δυνατόν το 74% των πολιτών να αντιλαμβάνεται την απόλυτη αναγκαιότητα παραμονής της χώρας στην Ευρώπη και στο ευρώ, το 71% να θέλει μια συμφωνία άμεσα, η κυβέρνηση να χάνει 20 (!) μονάδες αποδοχής των χειρισμών της μέσα σε 3 μόλις μήνες, στις δημοσκοπήσεις και, παρόλα αυτά, να εξακολουθεί να χωρίζει το κυβερνών κόμμα από το πρώτο κόμμα της αντιπολίτευσης μια απόσταση 15 μονάδων, ενώ τα υπόλοιπα δεν φαίνεται να πραγματοποιούν το άλμα που τους προσφέρει η συγκυρία.

Η Ευρωπαϊκή αντιπολίτευση δεν κατορθώνει, σε αυτές τις συνθήκες ολικού εξευτελισμού της κυβέρνησης (η οποία δρα ευθέως ενάντια στα συμφέροντα μεγάλης μερίδας αυτών που την ψήφισαν), να πείσει τους πολίτες να την εμπιστευτούν. Στις δημοκρατίες τα δύσκολα, τραγικά αδιέξοδα δεν τα δημιουργεί η κυβέρνηση. Αυτή απογοητεύει, αποτυγχάνει, καταρρέει. Τα αδιέξοδα δημιουργούνται όταν το νερό δεν βρίσκει αλλού αυλάκι να κυλήσει, σωρεύεται πίσω από το φράγμα της αντιπάθειας, που σε κάποια στιγμή καταρρέει και πλημμυρίζει τα πάντα.

Με κατσικωμένους τους αρχηγούς της που έφεραν τη χώρα ως εδώ, αυτούς τους ίδιους που κατόρθωσαν να κάνουν κυβέρνηση τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ σε μια φιλοευρωπαϊκή χώρα, αναξιόπιστη, με απαξιωμένο λόγο και απαξιωμένο πρόσωπο, μισητή ή στην καλύτερη περίπτωση ευγενικά αδιάφορη, χωρίς σαφές πολιτικό στίγμα, αρχές, φυσιογνωμία και ξεκάθαρες διακριτές αλλά ρεαλιστικές προτάσεις για το μέλλον, είναι η Ευρωπαϊκή Αντιπολίτευση το πραγματικό πρόβλημα. Το αληθινό έλλειμμα. Το Ελληνικό στραπάτσο που ζούμε είναι ευθύνη της Κυβέρνησης. Το αδιέξοδο όμως θα είναι αδιέξοδο αντιπολίτευσης, όπως σε κάθε δημοκρατία. Η ψήφος ανοχής στο τσίρκο που κυβερνά είναι ψήφος δυσπιστίας έως απέχθειας σε αυτούς που θα έπρεπε να εμπνεύσουν και να πείσουν ότι μπορούν να κυβερνήσουν.

Ο Πρωθυπουργός από την πλευρά του (πρόσωπο-κλειδί σε ένα πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα) πιστεύουν ορισμένοι ότι θα μπορούσε να προσπαθήσει να γίνει ο ίδιος ο κινητήρας μιας καθολικής μεταρρύθμισης, μιας αλλαγής που ούτε επιθυμεί ούτε επιδίωξε αλλά αντιθέτως πολέμησε με πάθος, και την οποία πιθανότατα ελάχιστα κατανοεί. Πέραν αυτής της μάλλον απίθανης προοπτικής που προϋποθέτει μια μεταμόρφωση αντίστροφη από αυτήν που περιγράφει ο Κάφκα, του απομένουν τρεις επιλογές:

-η πατριωτική ή έστω η επιλογή επιβίωσης, να προσπαθήσει να διευκολύνει τη μετάβαση εξουσίας σε μια μεταρρυθμιστική κυβέρνηση, που μπορεί και να τον περιλαμβάνει και θα του εξασφαλίσει μιαν αξιοπρεπή θέση στην ιστορία,

-η νεοσταλινική, να επιχειρήσει να μετασχηματίσει τη Δημοκρατία σε ένα βενεζουελάνικου τύπου βαλκανικό, ασταθές και βίαιο αυταρχικό καθεστώς, παραμένοντας - για λίγο - πρώτος στο χωριό (που όμορφα θα καίγεται),

-η αποτρόπαιη, να παραδώσει άθελά του τη χώρα σε έναν βαλκανικού τύπου φασισμό.

Στις τελευταίες δύο περιπτώσεις η ευθύνη η δική του, της ανάξιας των περιστάσεων αντιπολίτευσης, των ελληνικών πολιτικών και οικονομικών ελίτ αλλά και της Ευρώπης για τα επακόλουθα στον τόπο αυτόν που, πέραν της γεωστρατηγικής σημασίας του, παραμένει κεντρική συνιστώσα στο συλλογικό όνειρο της Δύσης, η ευθύνη για την άγρια αποτυχία του ευρωπαϊκού project του Διαφωτισμού που υπήρξε διακόσια χρόνια τώρα το σύγχρονο Ελληνικό κράτος, θα είναι για όλους αληθινά ασήκωτη.

Εδώ είμαστε, λοιπόν.