Πολιτικη & Οικονομια

Υποκειμενικοί δείκτες, αντικειμενικές λύσεις: Αναζητώντας το μονοπάτι που οδηγεί στη βελτίωση της Οικονομίας

Η δηλούμενη αίσθηση περί φτώχειας δεν πηγάζει από τη σημερινή κατάσταση των οικονομικών της χώρας, αλλά μάλλον από μία νοσταλγική σύγκριση με το παρελθόν

Αριστοτέλης Σταμούλας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η υψηλή υποκειμενική φτώχεια στην Ελλάδα, τα εισοδήματα, η ανασφάλεια, ο φόβος και σύγκριση με το προ κρίσης παρελθόν

Ανάμεσα στους δείκτες που αποτυπώνονται στατιστικά από τη Eurostat σε σχέση με το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι και η υποκειμενική φτώχεια, δηλαδή η προσωπική αντίληψη των πολιτών σε σχέση με την οικονομική τους κατάσταση. Η ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου δείκτη είναι ότι μετρά τη δυνατότητα των ανθρώπων να αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες και να καλύπτουν βασικές βιοτικές ανάγκες όχι με γνώμονα το πραγματικό ατομικό εισόδημα και τα υπαρκτά περιουσιακά τους στοιχεία, αλλά με βάση το πώς αισθάνονται και πώς νιώθουν σε μία δεδομένη στιγμή ότι μπορούν.

Είναι αλήθεια ότι ο δείκτης υποκειμενικής φτώχειας στην Ελλάδα για το 2024 ανήλθε σε 66,8%, το υψηλότερο ποσοστό τόσο σε σύγκριση με κάθε κράτος-μέλος ξεχωριστά όσο και έναντι του μέσου όρου σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (17,4%). Κοντολογίς, περίπου 7 στους 10 Έλληνες πολίτες δηλώνουν την αίσθησή τους ότι δεν τα βγάζουν πέρα, την ίδια στιγμή που το ίδιο ακριβώς αίσθημα μοιράζονται πολύ λιγότεροι, περίπου 2 στους 10, Ευρωπαίοι συμπολίτες τους.

Ακόμα και στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, με τις οποίες συχνά συγκρίνεται η Ελλάδα επί οικονομικών επιδόσεων και στοιχείων, το ποσοστό υποκειμενικής φτώχειας ανέρχεται σε σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά (37,4% και 23,8%, αντίστοιχα). Και τούτο θα λέγαμε περιέργως, διότι μία τόσο μεγάλη απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα από αυτές τις δύο χώρες δεν φαίνεται να δικαιολογείται, ιδίως εάν λάβουμε ενδεικτικά υπόψη ορισμένους άλλους συγκριτικούς δείκτες που σχετίζονται με τα ίδια αξιολογούμενα μεγέθη (το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης), αλλά έχουν αντικειμενικότερη υπόσταση.

Για παράδειγμα, για το ίδιο έτος (2024), το μέσο και διάμεσο εισόδημα (δηλαδή, το ποσό που χωρίζει το 50% των ατόμων με χαμηλότερο εισόδημα από το 50% με το υψηλότερο) ανήλθε στα 10.850 ευρώ στην Ελλάδα και μόλις στα 7.811 ευρώ στη Βουλγαρία και στα 7.837 ευρώ στη Ρουμανία. Συσχετιζόμενο, δε, με τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή, που αποτελεί μέτρο σύγκρισης του πληθωρισμού μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το μέσο εισόδημα στην Ελλάδα (δείκτης: 119,31) δείχνει να διατηρεί την αγοραστική του δύναμη πιο σταθερά απ’ ό,τι στη Βουλγαρία (137,63) και στη Ρουμανία (149,91), αφού ναι μεν οι τιμές των αγαθών αυξάνονται και στις τρεις αυτές χώρες, αλλά κατά πώς φαίνεται με συγκριτικά βραδύτερο ρυθμό στην Ελλάδα. Ανάλογο συμπέρασμα προκύπτει και από το γεγονός ότι η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων ναι μεν είναι μόλις στο 69% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, όμως σε καλύτερο επίπεδο από τη Βουλγαρία (66%) και κάπως χειρότερο (αλλά, πάντως, παραμένοντας συγκρίσιμο) από τη Ρουμανία (77%).

Επίσης, ο δείκτης του πραγματικού κινδύνου φτώχειας, ο οποίος αντανακλά τη σοβαρή στέρηση υλικών αγαθών σε συνδυασμό με τη διαβίωση σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας, ανήλθε σε 26,9% στην Ελλάδα, κινούμενος κατά τι έως και αρκετά ανοδικότερα στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία (30,3% και 27,9%, αντίστοιχα). Τέλος, ικανοποίηση από τη ζωή τους στην Ελλάδα δηλώνουν 7 στους 10 πολίτες (όσος είναι περίπου και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος), αλλά ελαφρώς λιγότεροι στη Βουλγαρία (6 στους 10) και ελαφρώς περισσότεροι στη Ρουμανία (8 στους 10). Δηλαδή, δεν καταγράφεται τόσο σημαντική διαφορά του αριθμού των ατόμων που δηλώνουν συνολική ικανοποίηση από τη ζωή τους, ώστε να εξηγείται πειστικά γιατί οι Έλληνες νιώθουν σε τόσο μεγάλο βαθμό φτωχότεροι από τους Βούλγαρους και τους Ρουμάνους πολίτες. Συνεπώς, τι μπορεί να είναι αυτό που τους κάνει πραγματικά να νιώθουν overall φτωχότεροι;

Στηριζόμενος ως επί το πλείστον σε διαισθητικές εκτιμήσεις και όχι σε αμιγώς οικονομετρικά δεδομένα, θα λέγαμε ότι ο δείκτης υποκειμενικής φτώχειας των πολιτών αποτελεί εκφραστικό μέσο κυρίως ενός αδιόρατου περιβάλλοντος φόβου και μίας γενικευμένης οικονομικής ανασφάλειας και αβεβαιότητας που μπορεί να προκαλούνται από την επίδραση δυσάρεστων καταστάσεων και αστάθμητων εξωγενών παραγόντων, εγχώριων και διεθνών, επισκιάζοντας την καθημερινότητά τους.

Λόγω της παγκοσμιοποιημένης διάστασης των συνεπειών τους, τέτοιοι παράγοντες, όπως φερ’ ειπείν εμπόλεμες συρράξεις, φυσικές καταστροφές λόγω κλιματικής αλλαγής, πολιτική αστάθεια, ανακατατάξεις του τραπεζικού συστήματος, διακυμάνσεις της χρηματιστηριακής αγοράς, υγειονομικές, στεγαστικές και επισιτιστικές κρίσεις, πληθωριστικές πιέσεις, ελλείψεις και ακρίβεια αγαθών, κ.λπ., δεν συμβάλλουν μόνο στη δημιουργία ενός οριζόντιου αρνητικού οικονομικού κλίματος που διαπερνά τα κράτη και τις αγορές, αλλά έχουν οπωσδήποτε τη δύναμη να κλονίζουν σε ατομικό επίπεδο την εμπιστοσύνη και τη σταθερότητα που αντικειμενικά έχουν ανάγκη να νιώθουν οι πολίτες στην προσωπική τους ζωή, καθώς επίσης να τους δημιουργούν εύλογη απαισιοδοξία και ανησυχία σε σχέση όχι μόνο με το πώς αντιλαμβάνονται το παρόν, αλλά κυρίως με το πώς σχεδιάζουν το μέλλον τους.

Παρότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η χαμηλή εμπιστοσύνη, η αβεβαιότητα και η απαισιοδοξία υποδηλώνουν αρνητική συναισθηματική προδιάθεση που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη και να συνεκτιμάται κατά τη χάραξη οικονομικής πολιτικής, εντούτοις η επίδρασή της στη διαμόρφωση του στατιστικού δείκτη της υποκειμενικής φτώχειας δείχνει περισσότερο να αντανακλά τις φιλοδοξίες των πολιτών σε σχέση με το πώς ονειρεύονται ή πώς θα ήθελαν να βελτιώσουν την οικονομική τους θέση για να ζουν καλύτερα, χωρίς κατ’ ανάγκη κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι δεν ζουν ήδη σχετικά καλά (πάντα, βέβαια, έχοντας κατά νου τη γενική εικόνα, καθώς υπάρχουν και κάποιοι πολίτες που βρίσκονται εντός ή αντιμετωπίζουν το φάσμα του κινδύνου της πραγματικής φτώχειας).

Στην περίπτωση των Ελλήνων, μπορούμε να εικάσουμε βασίμως ότι η δηλούμενη αίσθηση περί φτώχειας δεν πηγάζει από τη σημερινή κατάσταση των οικονομικών της χώρας, που δείχνει σε γενικές γραμμές να βελτιώνεται αργά, αλλά σταθερά και να προδιαγράφει μελλοντικές θετικές προβλέψεις, αλλά μάλλον από μία νοσταλγική σύγκριση περί του πόσο καλύτερη ήταν (και την προσδοκία κάποια στιγμή να ξαναγίνει το ίδιο καλή) η περιουσιακή τους κατάσταση επί σειρά πολλών ετών που προηγήθηκαν της υπερδεκαετούς κρίσης στην οποία βυθίστηκαν βιαίως, χάνοντας μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους και μαζί, κυριολεκτικά, τη γη κάτω από τα πόδια τους.

Η ακριβώς αντίστροφη πορεία που ακολούθησαν η Βουλγαρία και η Ρουμανία στο συγκριτικό μας παράδειγμα, οι οποίες τον καιρό που η Ελλάδα θέριζε τους καρπούς της οικονομικής ευμάρειας, αυτές ξεκινούσαν από δυσμενέστερη οικονομική θέση, διαγράφοντας όμως τα τελευταία χρόνια διαρκή και χωρίς έντονα σκαμπανεβάσματα ανοδική πορεία, εξηγεί για ποιον λόγο οι πολίτες τους δηλώνουν ότι αισθάνονται λιγότερο φτωχοί από τους Έλληνες, παρότι ακόμα και σήμερα υπολείπονται σε αρκετούς δείκτες σε σχέση με το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης.

Έχει ακουστεί από τα χείλη πολύ σοβαρών πολιτικών ότι ο δείκτης υποκειμενικής φτώχειας δύναται να εκληφθεί ως ότι υποδεικνύει μέχρι και κρίση νομιμοποίησης συνολικά του συστήματος στην Ελλάδα, δηλαδή τόσο πολιτικών (π.χ. Βουλή, κόμματα) όσο και μη πολιτικών (π.χ. Δικαιοσύνη, Ανεξάρτητες Αρχές) θεσμών και ότι, στο πλαίσιο αυτό, τίθεται υπό αμφισβήτηση η κυβερνησιμότητα της χώρας, στρέφοντας τους πολίτες σε αναζήτηση μίας άλλης εναλλακτικής πολιτικής πρότασης.

Αυτό μπορεί να είναι σωστό, όχι όμως εξαιτίας του αισθήματος υποκειμενικής φτώχειας των πολιτών, στο οποίο η παραπάνω κριτική αποδίδει μία μάλλον υπερβολική και παρατραβηγμένη δυναμική σε σχέση με την υποτιθέμενη δυνατότητά του να καθοδηγεί με πρωταγωνιστικό ρόλο το πρόταγμα της πολιτικής αλλαγής. Εάν υπάρχει κρίση νομιμοποίησης του συστήματος, τότε οι αιτίες της θα πρέπει να αναζητηθούν ορθότερα σε δείγματα υπολειτουργίας, υποβάθμισης και απαξίωσης των ίδιων των θεσμών που συναποτελούν και στηρίζουν το συστημικό οικοδόμημα. Αλλά γι’ αυτό το θέμα μπορούμε ενδεχομένως να συζητήσουμε αναλυτικότερα σε ένα άλλο άρθρο…