Πολιτικη & Οικονομια

Έχετε δίκιο (μέχρι να γίνουμε εμείς κυβέρνηση)

Ο ρόλος της αντιπολίτευσης ως αυτοσκοπός

Αριστοτέλης Σταμούλας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αντιπολίτευση: Επιτελεί τον ρόλο που καταστατικά της έχει ανατεθεί;

Στην Ελλάδα επικρατεί μία κάπως διαστρεβλωμένη όσο και παράδοξη αντίληψη σχετικά με τον ρόλο που διαδραματίζει η αντιπολίτευση στο κοινοβουλευτικό γίγνεσθαι, υπερτονίζοντας τον έλεγχο που (όντως πρέπει να) ασκεί στην κυβέρνηση, αλλά την ίδια στιγμή παραβλέποντας ή υποβαθμίζοντας την (εξίσου σημαντική) παραγωγική συμβολή που πρέπει να έχει στη διατύπωση εναλλακτικών λύσεων στον δημόσιο πολιτικό και κοινωνικό διάλογο. Όχι απλώς για το θεαθήναι, αλλά για την ουσιαστική και με μακροπρόθεσμο ορίζοντα αντιμετώπιση υπαρκτών και πιεστικών προβλημάτων.

Για να είμαστε ακριβέστεροι, το θέμα δεν είναι ότι δεν προτείνονται λύσεις από την αντιπολίτευση, αλλά ότι οι λύσεις αυτές φαίνεται να λαμβάνουν εκ του ασφαλούς υπόψη τον φόβο του πολιτικού κόστους και να διακρίνονται πρωτίστως για την επιδεξιότητά τους να ανιχνεύουν την κοινωνική δυσαρέσκεια εν τη γενέσει της (ή ακόμα να την προκαλούν και να την εξεγείρουν), προκειμένου εν συνεχεία να τη διοχετεύουν στη διατύπωση ενός συμπάσχοντος κομματικού λόγου που περισσότερο αναλώνεται στο να «χαϊδεύει αυτιά» διαφορετικών κάθε φορά εκλογικών ακροατηρίων και λιγότερο στο να θέτει προς συζήτηση ολοκληρωμένες και επεξεργασμένες προτάσεις σοβαρής, βιώσιμης εναλλακτικής διακυβέρνησης.

Το αποτέλεσμα με βεβαιότητα αδικεί τον κρίσιμο ρόλο της αντιπολίτευσης, όταν αυτή καταλήγει να κραυγάζει ένα συνεχές και οριζόντιο «έχετε δίκιο» προς όποιον θέτει με επιτακτικό τρόπο αιτήματα για ικανοποίηση ασχέτως της βασιμότητας του περιεχομένου τους, απλώς και μόνο με κριτήριο την πρόκληση κοινωνικής αναταραχής και πολιτικής αποσταθεροποίησης. Αλλά και όταν, από την άλλη πλευρά, ορθώνει ένα μονότονο και, εν τέλει, στείρο «όχι» απέναντι σε κυβερνητικές πρωτοβουλίες, οι οποίες μπορεί όντως να είναι κοινωνικά δυσάρεστες επειδή πάνω στην προσπάθεια ανατροπής και εξορθολογισμού βαθιά ριζωμένων, αλλά οφθαλμοφανώς παθολογικών καταστάσεων, αναπόφευκτα θίγουν προνόμια διάφορων κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων που, εξ ιδιοτελούς συμφέροντος, λογικό είναι να μην θέλουν να τα χάσουν.

Σε περιόδους γενικευμένης έξαρσης των κοινωνικών αντιδράσεων, ισχυροποιείται κατ’ αναλογία και η επίδειξη αρνητισμού της αντιπολίτευσης προς το σχεδιαζόμενο και υλοποιούμενο κυβερνητικό έργο που τις προκαλεί. Προφανής απώτερος σκοπός είναι να μην χαθεί αναξιοποίητη η παραμικρή ευκαιρία διεύρυνσης του κύκλου συμπαθούντων και ανάταξης χαμένων δυνάμεων της αντιπολίτευσης όσο, την ίδια στιγμή, φθίνει η αποδοχή του κυβερνόντος κόμματος και συρρικνώνεται η επιρροή του στο αναστατωμένο εκλογικό σώμα.

Καθόλου απίθανο, βέβαια, μία κυβέρνηση να δέχεται αντιδράσεις και εκ των έσω (όπως, επί παραδείγματι, είχε συμβεί παλαιότερα στο ΠΑΣΟΚ με την πρόταση Γιαννίτση για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση και πιο πρόσφατα στη Νέα Δημοκρατία με το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και τα ζητήματα της τεκνοθεσίας), όπου εκεί πλέον μιλούμε για την ικανοποίηση πιο κλειστών εκλογικών ακροατηρίων και για το -μικρότερης σημασίας- άγχος της πολιτικής επιβίωσης μεμονωμένων βουλευτών.

Για να επιστρέψουμε, όμως, στη γενικότερη και με μεγαλύτερο ειδικό βάρος συζήτηση για την αντιπολίτευση, η τήρηση αρνητικής στάσης απέναντι στο νομοθετικό έργο μίας κυβέρνησης είναι επί της αρχής λογική και αναμενόμενη. Εντούτοις, με τη συχνότητα, την αδιαλλαξία, τη μονοδιάσταση και την υπερδοσολογία με την οποία διαχρονικά εκφράζεται στην Ελλάδα, δημιουργείται -όχι αδίκως- η αίσθηση ενός αυτοσκοπού, η εκπλήρωση του οποίου επιδιώκεται ωφελιμιστικά για το υπαρξιακό καλό των ίδιων των κομμάτων της αντιπολίτευσης, παρά για το γενικό καλό ευρύτερα του τόπου. Πολλώ, δε, μάλλον όταν μία τέτοια άρνηση δείχνει εκ προοιμίου να φορά παρωπίδες και να είναι αναφανδόν τόσο έντονη, καθολική και αστείρευτη, ωσάν τίποτα απ’ όσα επιχειρεί να θεσμοθετήσει η εκάστοτε κυβέρνηση να μην είναι έστω στοιχειωδώς σωστό και επωφελές για το κοινωνικό σύνολο, ώστε να αξίζει κάποιας υποτυπώδους υποστήριξης.

Νομοτελειακά, μέσα από το πεδίο μίας τέτοιας διαρκούς συγκρουσιακής κατάστασης δεν μπορεί παρά να χαράσσονται διαχωριστικές αποστάσεις, ενίοτε απροσπέλαστες, και να αναδεικνύονται διαφορές, ενίοτε αγεφύρωτες, αλλά την ίδια στιγμή στον αντίποδα να μην καλλιεργούνται σχεδόν καθόλου συνθήκες προγραμματικών συγκλίσεων και συναινέσεων, έστω στα θεμελιώδη, γεγονός που με τη σειρά του ευνοεί την ανάπτυξη κουλτούρας εχθρότητας και δυσκολεύει σε δισεπίλυτο βαθμό τη δημιουργία μετεκλογικών κυβερνητικών συνεργασιών, εάν έτσι τυχόν απαιτηθεί από το κατακερματισμένο αποτέλεσμα μίας κάλπης.

Νομίζω είναι ευκόλως αντιληπτό ότι η αντιπολίτευση στη χώρα μας αρέσκεται παραδοσιακά να μένει κατά το δυνατόν στο απυρόβλητο αρνητικών κοινωνικών συναισθημάτων, αφήνοντάς τα να εισπράττονται ως φθορά μόνο από το κόμμα που κάθε φορά βρίσκεται στην κυβέρνηση. Ότι, κατά κάποιον τρόπο, η περιστασιακή σύμπλευση με την κυβέρνηση είναι δείγμα αδυναμίας και ανεπίτρεπτου υποχωρητισμού που ξορκίζεται σαν τον διάβολο και ότι η αντιπολίτευση θεωρείται επιτυχημένη, μόνο όταν είναι διαρκώς κοινωνικά αρεστή και αγαπητή, ως ένας καλός μύλος που αλέθει κάθε είδους και προέλευσης κοινωνική απαίτηση, ακόμα και την πιο μαξιμαλιστική ή αυτή που κατά προτίμηση γεννά σφοδρές αντιδράσεις, επειδή είναι προδήλως δύσκολο ή αδύνατον να ικανοποιηθεί από τους έχοντες την εξουσία σε μία δεδομένη στιγμή.

Ωστόσο, μέσα σε μία τέτοια εικόνα, η αντιπολίτευση βρίσκεται στην πραγματικότητα στη θέση ενός φωνακλά, πλην παθητικού παρατηρητή των εξελίξεων, έρμαιο των βουλών της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η οποία δεν έχει ιδιαίτερο πρόβλημα να προωθεί την ατζέντα της σε μία μοναχική πορεία. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι μία τέτοια εικόνα ουδόλως περιποιεί τιμή στον ρόλο που καταστατικά αναμένεται να επιτελεί η αντιπολίτευση, όπως μεταξύ άλλων στη λήψη αποφάσεων που επηρεάζουν τις ζωές των πολιτών, όχι μόνο δια της (καλοδεχούμενης) άσκησης καλόπιστης αρνητικής κριτικής, αλλά ενίοτε και με την παροχή σύμφωνης γνώμης σε νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, ακόμα κι όταν στην αρχή της εφαρμογής τους έχουν αυξημένο βαθμό δυσκολίας, αλλά στο βάθος όμως διαφαίνονται ομολογουμένως θετικές.

Προς τούτο, βέβαια, απαιτείται μία στροφή στη συμπεριφορά της αντιπολίτευσης, ώστε να μην καθορίζεται αποκλειστικά με γνώμονα τη βολική και εύκολη ταύτιση με αιτήματα που εκφράζονται μέσω της απανταχού κοινωνικής δυσαρέσκειας για όποιον λόγο και με κάθε μέσο, αλλά και με την αμήχανη ανάγκη να πηγαίνει κάποιες φορές κόντρα σε ορισμένα από αυτά (καθότι είναι απίθανο να είναι όλα και πάντα σωστά). Απαιτείται, επίσης, η συνειδητοποίηση εκ μέρους του συνόλου των κομμάτων ότι δεν λειτουργούν κατά το πρότυπο συνδικαλιστικών οργανώσεων με μονόπλευρη προσήλωση στην εξυπηρέτηση αμετακίνητων διεκδικήσεων των μελών τους, αλλά ως πολυσυλλεκτικοί φορείς που βεβαίως με την ιδεολογική τους συνέπεια, αλλά επίσης με ανιδιοτέλεια, ειλικρινή δημιουργική διάθεση και ανοιχτούς ορίζοντες (οφείλουν να) υπηρετούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα μίας ολόκληρης κοινωνίας.

Εν τέλει, απαιτείται η καθολική συνειδητοποίηση ότι το πραγματικό όφελος για την κοινωνία δύναται να προκύψει με καλύτερους όρους μέσα από την ανάπτυξη σχέσεων με τα πολιτικά κόμματα όχι με σκοπό την άκριτη υιοθέτηση ουτοπικών και παράλογων προταγμάτων, αλλά τη διαλεκτική συνδιαμόρφωση ρεαλιστικών προσδοκιών και απτών οραμάτων. Διότι, στο κάτω-κάτω, ο εθελοτυφλισμός με το βλέμμα σε μικροκομματικές σκοπιμότητες δεν εξαλείφει ως δια μαγείας την ανάγκη επίλυσης προβλημάτων, απλώς τη μεταθέτει για το μέλλον, όταν όμως πλέον θα έχει χαθεί πολύτιμο έδαφος, η επίλυση θα έχει καταστεί απείρως δυσκολότερη και το συγκεκριμένο καθήκον ίσως να πρέπει να το διαχειριστεί από τη θέση της κυβέρνησης κάποιο κόμμα που ως αντιπολίτευση, αντί να προετοιμάζεται σοβαρά για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το είχε ρίξει στον πετροπόλεμο.