- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Eurogroup: Η εκλογή του Κυριάκου Πιερρακάκη και η θεσμική ισχύς της χώρας
Θεσμική παρουσία, ευρωπαϊκή ισχύς και η παγίδα της αυτοϋπονόμευσης
Τι σημαίνει η εκλογή του Κυριακού Πιερρακάκη στην προεδρία του Eurogroup για τη θέση της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό μηχανισμό λήψης αποφάσεων
Η δημόσια συζήτηση που πυροδοτήθηκε γύρω από την εκλογή του Κυριάκου Πιερρακάκη στην προεδρία του Eurogroup είναι, κατά βάθος, λιγότερο «οικονομική» απ’ όσο εμφανίζεται. Είναι πρωτίστως μια συζήτηση για την εθνική μας αυτοαντίληψη και για την ικανότητα (ή την αδυναμία) της χώρας να αναγνωρίζει τη σημασία της θεσμικής ισχύος στην Ευρώπη.
Ακούστηκε το επιχείρημα ότι «δεν υπάρχει λόγος να χαιρόμαστε» επειδή η Ελλάδα παραμένει χαμηλά σε ορισμένους οικονομικούς δείκτες – δίπλα στη Βουλγαρία. Η συλλογιστική αυτή είναι προβληματική σε δύο επίπεδα. Πρώτον, επειδή συγχέει τις οικονομικές επιδόσεις με τη θεσμική εκπροσώπηση. Και δεύτερον, επειδή μετατρέπει μια συζήτηση για τη θέση της Ελλάδας στους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς σε τελετουργία αυτοακύρωσης: «αφού δεν είμαστε αρκετά καλοί, δεν δικαιούμαστε λόγο».
Όμως το Eurogroup δεν είναι μηχανισμός επιβράβευσης «άριστων οικονομιών». Είναι κατεξοχήν πολιτικός χώρος συντονισμού και διαπραγμάτευσης, στον οποίο συγκρούονται και συντίθενται διαφορετικές δημοσιονομικές φιλοσοφίες, εθνικές προτεραιότητες, τεχνοκρατικές προσεγγίσεις και πολιτικές ευαισθησίες. Η προεδρία ενός τέτοιου οργάνου δεν αποτελεί «μετάλλιο» για τα στατιστικά μεγέθη μιας χώρας· αποτελεί θέση που προϋποθέτει ικανότητα θεσμικής διαχείρισης: να μπορείς να χτίζεις συγκλίσεις, να απορροφάς εντάσεις, να διαμορφώνεις ατζέντα, να επιλέγεις σωστό timing, να κρατάς κανάλια επικοινωνίας ανοικτά όταν οι αντιθέσεις οξύνονται.
Από αυτή την άποψη, όσοι υποτιμούν τη σημασία μιας τέτοιας εξέλιξης κάνουν ένα διπλό λάθος.
Πρώτο λάθος: παρανοούν τι είναι «θεσμικό κεφάλαιο». Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι αποφάσεις δεν παράγονται μόνο από τους τυπικούς κανόνες, αλλά και από την αρχιτεκτονική της εμπιστοσύνης, των άτυπων διαβουλεύσεων και της πρόσβασης στα κέντρα επεξεργασίας πολιτικής. Η θέση του προέδρου του Eurogroup δεν είναι απλώς συμβολική. Παρέχει στον κάτοχό της τη δυνατότητα να επηρεάζει:
- το ποια ζητήματα ανεβαίνουν στην κορυφή της ατζέντας,
- τον τρόπο που «πακετάρονται» πολιτικά οι επιλογές (framing),
- τις ισορροπίες ανάμεσα σε βορρά–νότο, «hawks–doves», δημοσιονομική πειθαρχία–αναπτυξιακή ευελιξία,
- και, κρίσιμα, το κλίμα μέσα στο οποίο κρίνονται και οι εθνικές υποθέσεις.
Αυτό δεν σημαίνει «λευκή επιταγή» ούτε εγγυάται αυτόματα εθνικά οφέλη. Σημαίνει όμως κάτι πολύ απτό: ότι η χώρα αποκτά πρόσθετο βάρος στην ευρωπαϊκή μηχανική λήψης αποφάσεων, και αυτό είναι πάντα στρατηγικό πλεονέκτημα σε ένα περιβάλλον όπου τίποτα δεν χαρίζεται.
Δεύτερο λάθος: συγχέουν την κριτική των οικονομικών επιδόσεων με την υπονόμευση της εθνικής παρουσίας. Μπορεί και πρέπει να γίνεται αυστηρή συζήτηση για παραγωγικότητα, επενδύσεις, ανισότητες, κοινωνική συνοχή, δημοσιονομικές επιλογές. Όμως άλλο πράγμα η τεκμηριωμένη κριτική και άλλο η θέση ότι «εφόσον έχουμε υστερήσεις, καλύτερα να μην αποκτούμε θεσμικό ρόλο». Η δεύτερη στάση δεν είναι ρεαλισμός. Είναι ακινησία. Είναι η πολιτική εκδοχή της φράσης «ας μην προσπαθήσουμε, για να μη διαψευστούμε».
Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία: η θεσμική παρουσία δεν είναι «δώρο» προς τους τέλειους. Είναι προϋπόθεση για να βελτιωθεί η θέση σου. Όποιος περιμένει να γίνει πρώτα ιδανικός για να μιλήσει, στην πράξη επιλέγει να μην μιλήσει ποτέ. Στην Ευρώπη, χώρες με διαφορετικά προφίλ επιδόσεων διεκδικούν ρόλους, προωθούν προτεραιότητες, χτίζουν συμμαχίες. Η ισχύς δεν είναι αποτέλεσμα «ηθικής δικαίωσης», είναι αποτέλεσμα στρατηγικής και συνέπειας.
Επιπλέον, είναι κρίσιμο να διακρίνουμε και κάτι ακόμη: οι οικονομικοί δείκτες (όπως και οι περισσότερες διεθνείς κατατάξεις) είναι χρήσιμα εργαλεία, αλλά δεν αποτελούν από μόνοι τους ολοκληρωμένη περιγραφή της οικονομικής πραγματικότητας, ούτε απαντούν στο ερώτημα της θεσμικής ισχύος. Μια χώρα μπορεί να βελτιώνει πλευρές της οικονομίας της και ταυτόχρονα να υστερεί σε άλλες· μπορεί να έχει υψηλότερη ή χαμηλότερη κατά κεφαλήν παραγωγικότητα· μπορεί να αντιμετωπίζει δημογραφικές πιέσεις ή επενδυτικό κενό. Αυτά είναι πραγματικά ζητήματα πολιτικής. Δεν είναι, όμως, λόγος να απορρίπτουμε τη σημασία του να έχεις λόγο στο ευρωπαϊκό «engine room». Η σημασία της προεδρίας του Eurogroup δεν εξαντλείται στον συμβολισμό. Συνδέεται άμεσα με τη δυνατότητα διαμόρφωσης –ή έστω ουσιαστικής επεξεργασίας– κρίσιμων ευρωπαϊκών πολιτικών ατζεντών. Και αυτό είναι κάτι που συχνά υποτιμάται στον δημόσιο διάλογο, ιδίως από όσους αντιλαμβάνονται τους θεσμούς αποκλειστικά ως μηχανισμούς τυπικής επικύρωσης προειλημμένων αποφάσεων.
Στην περίπτωση της Τραπεζικής Ένωσης, για παράδειγμα, το Eurogroup αποτελεί κεντρικό φόρουμ όπου συζητούνται οι εκκρεμότητες της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής χρηματοπιστωτικής σταθερότητας: η ολοκλήρωση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εγγύησης Καταθέσεων, οι κανόνες διαχείρισης τραπεζικών κρίσεων, αλλά και η σχέση μεταξύ εθνικών τραπεζικών συστημάτων και κοινού ευρωπαϊκού πλαισίου εποπτείας. Ο τρόπος με τον οποίο τίθενται αυτά τα ζητήματα στην ατζέντα, το πότε επανέρχονται και με ποιον πολιτικό τόνο συζητούνται, επηρεάζει άμεσα τις τελικές ισορροπίες. Αντίστοιχα, στο πεδίο των δημοσιονομικών κανόνων, το Eurogroup λειτουργεί ως καίριο φίλτρο μεταξύ τεχνοκρατικών εισηγήσεων και πολιτικών αποφάσεων. Η ερμηνεία της «ευελιξίας», οι ρήτρες προσαρμογής, η στάθμιση μεταξύ δημοσιονομικής πειθαρχίας και αναπτυξιακών αναγκών δεν είναι ουδέτερες τεχνικές επιλογές. Είναι πολιτικές επιλογές με άμεσες συνέπειες για χώρες με διαφορετικές οικονομικές δομές, όπως η Ελλάδα. Η δυνατότητα να συμμετέχεις ενεργά στη διαμόρφωση του πλαισίου συζήτησης – και όχι απλώς να αντιδράς εκ των υστέρων – αποτελεί κρίσιμο παράγοντα επιρροής.
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η συζήτηση για επενδυτικά εργαλεία σε ευρωπαϊκό επίπεδο: από τη συνέχεια ή τη μετεξέλιξη μηχανισμών τύπου NextGenerationEU, έως τις μορφές κοινής χρηματοδότησης στρατηγικών προτεραιοτήτων (πράσινη μετάβαση, ψηφιακές υποδομές, άμυνα, τεχνολογική αυτονομία). Το Eurogroup δεν αποφασίζει μόνο του, αλλά διαμορφώνει το πολιτικό κλίμα μέσα στο οποίο ωριμάζουν τέτοιες πρωτοβουλίες. Και το πολιτικό κλίμα, στην Ευρώπη, συχνά καθορίζει το εύρος των δυνατών επιλογών. Ακριβώς γι’ αυτό, η παρουσία σε μια τέτοια θέση δεν εξασφαλίζει αποτελέσματα, αλλά αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες να μη βρεθείς απλός αποδέκτης αποφάσεων. Δημιουργεί χώρο για παρέμβαση, διαπραγμάτευση και –όταν υπάρχει στρατηγική– για διαμόρφωση συμμαχιών. Όσοι έχουν εμπειρία από τις ευρωπαϊκές διαδικασίες γνωρίζουν ότι αυτός ο «χώρος» είναι συχνά πιο καθοριστικός από την τελική ψηφοφορία.
Τέλος, αξίζει μια επισήμανση θεσμικού χαρακτήρα, βασισμένη σε εμπειρία από θέσεις ακαδημαϊκής και διοικητικής ευθύνης. Η συμμετοχή σε σύνθετες διαδικασίες λήψης αποφάσεων επιτρέπει την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο παράγεται η ισχύς μέσα σε θεσμικά περιβάλλοντα και του πώς αυτή ασκείται στην πράξη, πέρα από τις τυπικές διατυπώσεις.
Σε τέτοια περιβάλλοντα, οι εξελίξεις σπανίως κρίνονται αποκλειστικά στο τελικό κείμενο μιας απόφασης. Κρίνονται, κυρίως, στα στάδια που προηγούνται: στη διαμόρφωση της ημερήσιας διάταξης, στον τρόπο με τον οποίο τίθενται τα ερωτήματα, στις έννοιες και στις διατυπώσεις που καθιστούν ορισμένες επιλογές περισσότερο ή λιγότερο εφικτές. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δυνατότητα να διατηρούνται ανοιχτές εναλλακτικές επιλογές, ιδίως σε στιγμές όπου η δυναμική της διαδικασίας ωθεί προς πρόωρο κλείσιμο των συζητήσεων.
Η θεσμική ισχύς, υπό αυτή την έννοια, δεν εξαντλείται στις τυπικές αρμοδιότητες ή στους τίτλους. Συνδέεται με την πρόσβαση στη διαδικασία, με τη συμμετοχή στον καθορισμό του πλαισίου και με την ικανότητα παρέμβασης στον κατάλληλο χρόνο. Αυτά τα στοιχεία αποτελούν τα πραγματικά «νομίσματα ισχύος» σε κάθε θεσμικό σύστημα, είτε σε πανεπιστημιακό είτε σε ευρύτερο πολιτικό επίπεδο. Η κατανόηση αυτής της διάστασης είναι κρίσιμη για την αποτίμηση κάθε θεσμικής εξέλιξης. Χωρίς αυτήν, ο δημόσιος διάλογος κινδυνεύει να περιοριστεί σε επιφανειακές αξιολογήσεις και να αγνοήσει τις ουσιαστικές δυνατότητες που δημιουργεί η παρουσία σε θέσεις ευθύνης.
Γι’ αυτό, το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι «γιατί χαιρόμαστε». Το κρίσιμο ερώτημα είναι: πώς αξιοποιούμε τη θεσμική παρουσία χωρίς να την υποβαθμίζουμε εκ των προτέρων και χωρίς να την αντιμετωπίζουμε ως επικοινωνιακό πυροτέχνημα. Πώς τη μετατρέπουμε σε στρατηγική δυνατότητα, σε σοβαρή εθνική πολιτική, σε καλύτερη προάσπιση συμφερόντων, σε ισχυρότερη συμμετοχή στη διαμόρφωση αποφάσεων.
Αν κάτι μας κρατά πίσω, δεν είναι μόνο οι οικονομικοί δείκτες. Είναι και η επιμονή μιας μερίδας του δημόσιου λόγου να αντιμετωπίζει τη θεσμική άνοδο με καχυποψία, σαν να είναι κάτι «ύποπτο» ή «αδικαιολόγητο». Αυτό δεν είναι αυστηρότητα. Είναι μια παλιά συνήθεια αυτοϋπονόμευσης. Και αυτή η συνήθεια, περισσότερο από τους δείκτες, είναι που πρέπει να αλλάξει. Με αυτά τα δεδομένα, ίσως ήρθε η στιγμή να αναβαθμίσουμε και τη δημόσια συζήτηση στη χώρα. Να μετακινηθούμε από τον αυτοματισμό της απαξίωσης σε μια πιο σύνθετη και ουσιαστική αποτίμηση των θεσμικών εξελίξεων. Να διαχωρίσουμε τη θεμιτή, και αναγκαία, κριτική της οικονομικής πολιτικής από την υπονόμευση της εθνικής παρουσίας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται ούτε άκριτους πανηγυρισμούς ούτε μόνιμη αυτοακύρωση. Χρειάζεται σοβαρότητα, στρατηγική σκέψη και επίγνωση του πώς λειτουργεί πραγματικά η Ευρώπη. Οι θεσμικές θέσεις δεν είναι τρόπαια, αλλά εργαλεία. Και τα εργαλεία είτε τα χρησιμοποιείς είτε τα αφήνεις να σκουριάσουν. Μια ώριμη δημόσια συζήτηση οφείλει να εστιάσει όχι στο αν «δικαιούμαστε» τέτοιες θέσεις, αλλά στο πώς τις αξιοποιούμε προς όφελος της χώρας και της ευρωπαϊκής συνοχής. Οτιδήποτε λιγότερο δεν είναι κριτική· είναι απλώς μια ακόμη εκδοχή της γνωστής, και τελικά αυτοπεριοριστικής, ελληνικής γκρίνιας.