- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η πικρή διόρθωση ενός λάθους για τον Σαββόπουλο
Δεν υπήρξε το μουσικό υπόστρωμα της μεταπολιτευτικής αριστερής πορείας, αλλά μόνο ενός μικρού μέρους της
Στο μεγάλο αφιέρωμα της ATHENS VOICE για τον Διονύση Σαββόπουλο
Πολλά γράφτηκαν για τον Σαββόπουλο. Στη συντριπτική τους πλειονότητα ήταν διαυγή, ιστορικά τεκμηριωμένα, με επιχειρήματα και όμορφες εικόνες. Η συναισθηματική φόρτιση σπανίως υπερέβαινε τον λογισμό και τον προσωπικό αναστοχασμό. Φάνηκε σαν να γνωρίζαμε καλά –τελικά– όχι μόνο εκείνον, αλλά και την ίδια την πρόσφατη ιστορία μας· είτε μας άρεσε ο Σαββόπουλος είτε μας ενοχλούσε, είτε θέλαμε να διακρίνουμε περιόδους που μας άρεσε και άλλες που μας ενοχλούσε.
Ίσως αυτό να είναι το εντυπωσιακό: ότι αφηγούμενοι τον Σαββόπουλο –την περσόνα του, τις τοποθετήσεις και τις αντινομίες του βίου του, το έργο του– μιλούσαμε στην πραγματικότητα για μια διαδρομή που ξεκινούσε πάνω στην επερχόμενη δημοκρατική άνθιση του 1966, η οποία κατεστάλη –ματαίως φυσικά– το 1967, και αναγεννήθηκε συχνά παραμορφωμένη, αλλά ακμαία και ελπιδοφόρα, το 1974. Όπως σχεδόν όλες οι ζωντανές πνευματικές δυνάμεις μετά το τέλος της δεκαετίας του ’50, ο Σαββόπουλος γεννήθηκε ως πολιτισμικό και πολιτικό υπόδειγμα μέσα στην Αριστερά, και έκτοτε διατηρούσε μια αμφιλεγόμενη σχέση μαζί της. Ή, για να το πούμε καλύτερα, η Αριστερά διατηρούσε –και μάλλον από πολύ νωρίς– μια αμφιλεγόμενη σχέση μαζί του. Μια σχέση που προφανώς δεν έχει τελειώσει, παρότι ο Σαββόπουλος δεν υπάρχει πια.
Και αυτό διότι το έργο του θα υποστεί, όπως είναι φυσικό, οικειοποιήσεις, επανεκτιμήσεις και νέους κύκλους κριτικής. Μέσα σε αυτούς θα υπάρξουν, αναπόφευκτα, και αριστερές φωνές που θα επιστρέφουν κάθε φορά στο έργο του, με τους δικούς τους όρους.
Έγινε, όμως, πολύς θόρυβος για την απουσία των ηγετικών μορφών του ελληνικού προοδευτισμού και της ελληνικής Αριστεράς από την κηδεία του. Οι άδειες καρέκλες στη Μητρόπολη ήταν μια σαφής δήλωση. Ο σκανδαλισμός για αυτή τη χαρακτηριστική απουσία δεν δικαιολογείται, πάντως. Και δεν δικαιολογείται γιατί, από την πλευρά της Αριστεράς, η αποστροφή που δηλώνεται με αυτή την πράξη προς τον Σαββόπουλο δεν είναι ένα λάθος, όπως νομίζουν πολλοί. Είναι, πολύ περισσότερο, η διόρθωση ενός λάθους: μιας λαθεμένης ερμηνείας του έργου του Σαββόπουλου από την πρώτη στιγμή.
Οι άδειες καρέκλες στη Μητρόπολη ήταν μια σαφής δήλωση. Ο σκανδαλισμός για αυτή τη χαρακτηριστική απουσία δεν δικαιολογείται, πάντως.
Αυτό σημαίνει ότι οι λεγόμενες «στροφές» του Σαββόπουλου –το εθνικό και χριστιανικό αφήγημα με τα «Τραπεζάκια έξω», και ο αστικός αντι-λαϊκισμός με το «Κούρεμα»– δεν είναι τίποτα άλλο από (ισχυρές) δυνατότητες που υπήρχαν ήδη εγγεγραμμένες στο έργο του, όπως αυτό διαμορφώνεται τη δεκαετία του ’60 και του ’70. Ένα έργο που συνδέεται με τη μεγάλη ατομικιστική επανάσταση που συμβαίνει τότε στην Αμερική και στην Ευρώπη: τη χειραφέτηση από όλες τις μορφές συντεταγμένης ζωής και την είσοδο στον κόσμο της υποκειμενικότητας και της δημιουργικότητας.
Η μεγαλύτερη παρανόηση αφορά στο τραγούδι «Η συγκέντρωση της ΕΦΕΕ» («Δέκα χρόνια κομμάτια», 1975), όπου διαχειρίζεται εμβληματικά τη σχέση του ατόμου με τη συλλογικότητα, του αγώνα και της στράτευσης με τα μύχια συναισθήματα και το αίτημα της ελευθερίας. «Γουστάρω ελεύθερη και πλούσια ζωή», είχε δηλώσει νωρίτερα (1971) στον «Μπάλλο». Ένα μοντέρνο τότε και φιλελεύθερο ιδεολογικό μοτίβο, κατασταλαγμένο μέσα σε φόρμες επιστροφής στην ελληνική παράδοση. Μα και το ίδιο το ιδρυτικό μιας νέας νεανικής ελπίδας και ζωής «Φορτηγό» του 1966, είναι διάστικτο από τον αγώνα για την πνοή του υποκειμένου, το οξυγόνο μιας ύπαρξης που ασφυκτιεί σε όλα όσα είναι η μετεμφυλιακή Ελλάδα. Τα σκοτάδια της επαρχίας, η καταπίεση των κοριτσιών, η αγωνία για το Βιετνάμ, η γιορτή σε ένα φανταστικό και πολυπρόσωπο (που θα γινόταν κάποτε και «ηλεκτρικό») τσίρκο πλανόδιων ανθρώπων και η λύτρωση μέσα από τον ελεύθερο και ασταθή έρωτα, είναι ο κήπος που θα ανθίσει ποιητικά η πραγματική ζωή και όχι η επαναστατική αφαίρεση ή η θυσιαστική υποχρέωση.
Ο Σαββόπουλος εμπεριέχει όλες τις μορφές της ατομικότητας, όλα τα ρεπερτόρια της εμπειρίας. Αλλάζοντας, με μεγάλη συχνότητα, ο ίδιος φιγούρα, ύφος, τεχνοτροπίες, μας μιλάει για έναν κόσμο που δεν μπορεί παρά να είναι πλουραλιστικός, εντός μιας μεγάλης και μοναδικής ταυτότητας, της εθνικής ταυτότητας. Μιας καλλιτεχνικής εκδοχής του ίδιου του βίου ενός ευρύχωρου δημοκρατικού έθνους.
Κυρίως, όμως, ο Σαββόπουλος πηγαίνει ενάντια στο ρεύμα της πολιτικής στράτευσης της μουσικής του – ακόμη κι αν ο ίδιος, ως πρόσωπο, στρατεύθηκε πολλαπλώς και αντιφατικώς σε όλη του τη ζωή. Η τέχνη, όμως, και η μαγική της εικονολογία, αντιστρατεύονταν τη στράτευση από την αρχή μέχρι το τέλος. Εξάλλου, ο Σαββόπουλος δεν υπήρξε ο τραγουδιστής της Αριστεράς, όπως συχνά νομίζεται. Η Αριστερά είχε τις δικές της δομημένες αναφορές ήδη από τα μεταπολεμικά χρόνια, και αυτές στερεώθηκαν και επισημοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό κατά τη Μεταπολίτευση. Ένα μόνο τμήμα της Αριστεράς μπορούσε να διαφοροποιείται πολιτισμικά (και κοινωνικά) από τη στρατευμένη αριστερή μουσική μέσω του Σαββόπουλου – και ενίοτε μέσω του Χατζιδάκι. Και αυτό το τμήμα ήταν πιο κοντά στον ελληνικό ευρωκομμουνισμό, ή κάποτε στις παρυφές μιας εκκολαπτόμενης ροκ αμφισβήτησης και της αναρχικής κουλτούρας παρά στους χώρους της στρατευμένης κινητοποίησης και της μεγάλης αριστερής πολιτικής καθοδήγησης.
Ένα μόνο τμήμα της Αριστεράς μπορούσε να διαφοροποιείται πολιτισμικά (και κοινωνικά) από τη στρατευμένη αριστερή μουσική μέσω του Σαββόπουλου – και ενίοτε μέσω του Χατζιδάκη.
Από αυτή την άποψη, ο Σαββόπουλος δεν υπήρξε το μουσικό υπόστρωμα της μεταπολιτευτικής αριστερής πορείας, αλλά μόνο ενός μικρού –αν και διανοητικά και κοινωνικά ιδιαίτερα ισχυρού– μέρους της. Και δεν υπήρξε, βεβαίως, συνοδευτικός της πασοκικής ηγεμονίας· τουναντίον. Όσο για τη Δεξιά, αυτή μπόρεσε να τον οικειοποιηθεί μετά το ’89 – και ακόμη και τότε, όχι ολοκληρωμένα. Μόνο πιο πρόσφατα το κατάφερε, όπως και στην περίπτωση του Μίκη Θεοδωράκη, με έναν τρόπο «δεύτερης προβολής». Και τον ευγνωμονεί, διότι μπόρεσε να εισπράξει μέρος του πολιτισμικού κεφαλαίου που η ίδια επί δεκαετίες είχε στερήσει από τον εαυτό της, και που χρειάστηκε κόπο για να το αποσπάσει από μεγάλους αριστερούς δημιουργούς.
Κάθε δικαίωμα, λοιπόν, έχει αυτή η Αριστερά –ακόμη και το ΠΑΣΟΚ, αφού πλέον συμπλέει μαζί της σχεδόν σε όλα– να αναγνωρίζει την αντιπαλότητά της με τον Σαββόπουλο. Και, στην πραγματικότητα, να μην ενοχλείται μόνο επειδή ο Σαββόπουλος υπήρξε υποστηρικτής του Κυριάκου Μητσοτάκη π.χ., αλλά επειδή υπήρξε αντίπαλος της στρατευμένης τέχνης, της επικολυρικής ρητορείας και των μεγάλων οραματισμών, όπως αυτά τα κατανοεί η ίδια.
Η εικόνα των απόντων, όμως, γίνεται δυσοίωνη, στενάχωρη και ανησυχητική, γιατί δείχνει την αδυναμία τους να τιμήσουν τη μνήμη ενός πολύ μεγάλου καλλιτέχνη που δικαίως πλέον τον νιώθουν αντίπαλο. Η πολιτισμική αποστροφή συμπλέει εδώ με την εχθροπάθεια και τον συναισθηματικό εγκλωβισμό αυτών των χώρων που αρνούνται να συνυπάρξουν με τον σπουδαίο αντίπαλό τους – έστω και νεκρό–, λες και τον φοβούνται ακόμα. Και από αυτή την άποψη παραβιάζουν τους βασικούς κανόνες της κοινής ζωής και της στοιχειώδους συνύπαρξης. Κι αυτό είναι πολύ σοβαρότερο από τις ηθικολογικές κατηγορίες ότι «δεν τίμησαν τα νιάτα τους», όπως θα όφειλαν, ή από τις υποκριτικές δηλώσεις αρχηγού κόμματος ότι την ώρα που κηδευόταν ο Σαββόπουλος εκείνος άκουγε Σαββόπουλο. Προφανώς για να συνδεθεί με τον αυθεντικό, εκείνον που δεν είχε ακόμα παραδοθεί. Λάθος όμως, ο Σαββόπουλος δεν πρόδωσε. Απλώς ήταν Άλλος.