Πολιτικη & Οικονομια

Στον δρόμο της αυτοκαταστροφής

Αντί να αφήνουμε πίσω μας όσα προκάλεσαν έναν τόσο βαθύ διχασμό, μοιάζει να μπαίνουμε όλο και πιο βαθιά σε συνθήκες πολιτικής κρίσης

Παντελής Καψής
ΤΕΥΧΟΣ 972
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Το πόθεν έσχες παρουσιάζεται ως εργαλείο διαφάνειας, αλλά τελικά συντηρεί την καχυποψία και την πολιτική πόλωση. Από το σκάνδαλο Κοσκωτά έως τον ΟΠΕΚΕΠΕ, η ιστορία επαναλαμβάνεται. 

Ένα από τα αφόρητα δημοσιογραφικά κλισέ είναι το «έχουμε έσχες, αλλά δεν έχουμε πόθεν». Στην πραγματικότητα, όπως γνωρίζουν όλοι όσοι έχουν συμπληρώσει φορολογική δήλωση, όλοι οι Έλληνες έχουμε πόθεν. Αν, για παράδειγμα, αγοράσεις ένα ακίνητο ή κάποιο άλλο αντικείμενο αξίας, είσαι υποχρεωμένος να δικαιολογήσεις τη δαπάνη. Το ίδιο συμβαίνει και με τις δηλώσεις πόθεν έσχες, ιδίως των πολιτικών. Λέω ιδίως, επειδή αυτές ελέγχονται από ορκωτούς λογιστές και, αν προκύψει αναντιστοιχία, τότε υπάρχει πρόβλημα. Και βέβαια οι δηλώσεις είναι δημόσιες. Πράγμα που σημαίνει ότι το άλλο επιχείρημα σε βάρος των πολιτικών, πόσοι μπήκαν στην πολιτική φτωχοί αλλά βγήκαν πλούσιοι, μπορεί επίσης να ελεγχθεί από κάθε ενδιαφερόμενο με μια απλή σύγκριση.

Αν κάποιος έχει παράνομα κέρδη, τα κρύβει – στην περίπτωση ενός πολιτικού δεν θα τα συμπεριλάβει στο πόθεν έσχες του

Πάντα, λοιπόν, μου έκανε εντύπωση γιατί στο σύνολό τους σχεδόν οι δημοσιογράφοι, όταν δημοσιεύονται τα πόθεν έσχες, νιώθουν υποχρεωμένοι να αναμασήσουν αυτή την κριτική. Άλλο είναι το πρόβλημα με τα πόθεν έσχες: η διαδεδομένη ψευδαίσθηση ότι, αν γίνονταν «σωστά», θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τη διαφθορά. Είναι σαν να περιμένουμε να συλλάβουμε έναν μαφιόζο από τη φορολογική του δήλωση. Μπορεί να συμβεί κι αυτό, αν είναι τόσο αφελής ώστε να δηλώνει στην εφορία ή να καταθέτει στην τράπεζα τα κέρδη του από παράνομες δραστηριότητες. Στην πράξη όμως, αν κάποιος έχει παράνομα κέρδη, τα κρύβει – στην περίπτωση ενός πολιτικού δεν θα τα συμπεριλάβει στο πόθεν έσχες του. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού οι περιπτώσεις που έχουν αποκαλυφθεί μ’ αυτόν τον τρόπο.

Φυσικά τίποτα δεν είναι αθώο. Όταν η μόνιμη επωδός είναι ότι δεν γνωρίζουμε το πόθεν, αυτό που επιτυγχάνεται είναι να απλώνεται ένα πέπλο καχυποψίας σε βάρος όλων των πολιτικών. Το πόθεν έσχες όχι μόνο δεν πείθει την κοινωνία ότι οι πολιτικοί ελέγχονται, αλλά θα μπορούσε να υποστηριχτεί πως πετυχαίνει το αντίθετο: τους καθιστά συλλήβδην υπόπτους. Γίνεται έτσι κι αυτό μέρος της προσφιλούς ελληνικής παράδοσης η πολιτική αντιπαράθεση να γίνεται με αντικείμενο τη διαφθορά. Είναι ο ιδανικός τρόπος να αποφεύγουμε την αντιπαράθεση σε ζητήματα ουσίας. Η πρόσφατη ιστορία προσφέρει πολλά παραδείγματα.

Στο σκάνδαλο Κοσκωτά δόθηκαν διαστάσεις που δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα και ήταν σοβαρός λόγος που το ΠΑΣΟΚ έχασε τις εκλογές του 1989

Το 1989 ένας σοβαρός λόγος που έχασε τις εκλογές η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ήταν το σκάνδαλο Κοσκωτά. Ήταν υπαρκτό σκάνδαλο, του δόθηκαν ωστόσο διαστάσεις που δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Αποτέλεσε τον καμβά πάνω στον οποίο στήθηκε μια επιχείρηση πολιτικής εξόντωσης του Ανδρέα Παπανδρέου. Προκάλεσε μια πρωτοφανή για τα έως τότε δεδομένα όξυνση. Ήταν ευτύχημα ότι μετά το ’93 το ΠΑΣΟΚ επέλεξε να μην ανταποδώσει.

Το σκηνικό επαναλήφθηκε το 2004. Αυτή τη φορά πρωθυπουργός, αρχιερέας της διαπλοκής κατά τον Κώστα Καραμανλή, ήταν ο Κώστας Σημίτης. Και η αιχμή της αντιπολίτευσης ήταν τα σκάνδαλα, το χρηματιστήριο αλλά και η περίφημη «διαπλοκή». Οι κατηγορίες αποδείχθηκαν ισχυρότερες από τις ιστορικές επιτυχίες της κυβέρνησης – την ένταξη στην ΟΝΕ, την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, τα μεγάλα έργα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο το 1989 όσο και το 2004, πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτή την τροπή των πολιτικών πραγμάτων είχε παίξει η αριστερά. Έτσι κι αλλιώς αποτελούσε μέρος της παράδοσής της η ηθικολογία – το «ηθικό πλεονέκτημα» στη δική της γλώσσα.

Το Βατοπέδι ήταν ο σημαντικότερος λόγος της εκλογικής ήττας της Νέας Δημοκρατίας το 2009

Το 2009 οι ρόλοι αντιστράφηκαν, κι αυτή που βρέθηκε μπλεγμένη σε σκάνδαλα ήταν η Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή. Μάλιστα ιστορικά αποτελεί ειρωνεία το ότι κατά πάσα πιθανότητα μάλλον το Βατοπέδι, παρά η επικείμενη χρεοκοπία, ήταν ο σημαντικότερος λόγος της εκλογικής της ήττας. Το ότι τελικά κανένας πολιτικός δεν καταδικάστηκε δεν αλλάζει την εικόνα. Το Βατοπέδι είχε επιτελέσει το έργο του. Το ότι η πολιτική αντιπαράθεση όμως, τουλάχιστον όπως την αξιολογούσαν τα Μέσα Ενημέρωσης, επικεντρώθηκε σ’ αυτό το θέμα, ίσως ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους ήμασταν τόσο απροετοίμαστοι γι’ αυτό που ερχόταν.

Σήμερα διαμορφώνεται και πάλι το ίδιο σκηνικό. Στο επίκεντρο ο ΟΠΕΚΕΠΕ κι ένα διαχρονικό σκάνδαλο απάτης με τα κονδύλια για τους αγρότες. Τι είχες, Γιάννη, δηλαδή. Τέσσερις παράγοντες, ωστόσο, του έχουν δώσει τα χαρακτηριστικά της τέλειας καταιγίδας. Ο πρώτος είναι η διαβόητη «τεχνική λύση», η οποία είχε ως αποτέλεσμα να πάρει το σκάνδαλο «βιομηχανικές» διαστάσεις. Ο δεύτερος είναι η εμπλοκή της Ευρωπαίας εισαγγελέως, η οποία επέτρεψε στην αντιπολίτευση να μιλά για διασυρμό της χώρας αλλά και για (άλλη μία) απόπειρα συγκάλυψης. Ο τρίτος είναι οι διάτρητοι χειρισμοί της κυβέρνησης και οι μεθοδεύσεις στη Βουλή με την αποχώρηση των βουλευτών, προκειμένου να προστατευτεί ο Μάκης Βορίδης. Και ο τέταρτος είναι το ήδη επιβαρυμένο κλίμα από την τρέλα του ξυλολίου και τις συνέπειες που είχε για την κυβέρνηση αλλά και την απαξίωση συνολικά της πολιτικής.

Το αποτέλεσμα είναι, αντί να αφήνουμε πίσω μας όσα προκάλεσαν έναν τόσο βαθύ διχασμό, να μπαίνουμε όλο και πιο βαθιά σε συνθήκες πολιτικής κρίσης. Αντί να υπάρξει η απαραίτητη καταλλαγή ώστε να λειτουργήσει απρόσκοπτα η Δικαιοσύνη και να επέλθει η κάθαρση για τα Τέμπη, αναπαράγονται διαρκώς συνθήκες ακραίας πόλωσης. Και βέβαια, όπως έδειξε και η περίπτωση του απεργού πείνας Πάνου Ρούτσι, η πολιτική αντιπαράθεση διεξάγεται όλο και περισσότερο με όρους συναισθήματος και όχι –ή σε βάρος– της λογικής. Δεν είναι η πρώτη φορά βέβαια. Όπως δεν θα είναι και η πρώτη φορά που η χώρα θα οδηγηθεί σε αυτοκαταστροφικές επιλογές.