Πολιτικη & Οικονομια

Δημόσιο vs κοινωνικές προκαταλήψεις, σημειώσατε «2»

Η συζήτηση γύρω από τις άδειες νεοδιόριστων εκπαιδευτικών και ο ανασχεδιασμός του δημοσίου

Αριστοτέλης Σταμούλας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα εργασιακά δικαιώματα των δημοσίων υπαλλήλων και οι παγιωμένες αντιλήψεις απέναντι στο Δημόσιο, με αφορμή την άδεια που έλαβαν οι νεοδιόριστοι εκπαιδευτικοί

Πρόσφατη αναφορά σε νεοδιοριζόμενους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι αμέσως μετά τον διορισμό τους σε βαθμίδες της δημόσιας εκπαίδευσης ζήτησαν και έλαβαν άδεια, προκάλεσε αρνητικές εντυπώσεις, τροφοδοτώντας και ενισχύοντας μία ομολογουμένως όχι και τόσο κολακευτική αντίληψη που ενδημεί (ως ένα βαθμό και για συγκεκριμένους λόγους, δίκαια) στο κοινωνικό υποσυνείδητο σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας του Δημοσίου.

Η ορθή επισήμανση στο πλαίσιο της ίδιας αναφοράς ότι επρόκειτο για δικαιούμενη άδεια των υπαλλήλων δεν είχε, δυστυχώς, την ίδια πλατιά απήχηση και πέρασε «στα ψιλά», προφανώς υπό την επικράτηση μίας προδιαμορφωμένης -σε βαθμό προκατάληψης-, βαθιά ριζωμένης και, συχνά, αμετακίνητης πεποίθησης αρκετών ότι το Δημόσιο θεωρείται στην ολότητά του ένας μάλλον δυσλειτουργικός, αναποτελεσματικός και χαμηλά ανταποδοτικός -σε σχέση με τους πόρους που σπαταλά- οργανισμός. Ως γνωστόν, όμως, οι προκαταλήψεις είναι ένας μηχανισμός γνωσιακής στασιμότητας, αν όχι οπισθοδρόμησης, που κρατά δέσμια την ορθολογική σκέψη, αποτρέποντας την ψύχραιμη εξέταση όλων των διαθέσιμων δεδομένων και εμποδίζοντας την ελεύθερη αναζήτηση της αλήθειας.

Οι περί ου ο λόγος άδειες αφορούσαν σχεδόν στο σύνολό τους περιπτώσεις κύησης, επαπειλούμενης κύησης, λοχείας και ανατροφής τέκνου, η δε χορήγησή τους εδράζεται σε στέρεη και ακλόνητη νομική βάση: Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, στις υπαλλήλους που κυοφορούν χορηγείται άδεια μητρότητας με πλήρεις αποδοχές 2 μήνες πριν (κύηση) και 3 μήνες μετά τον τοκετό (λοχεία). Σε κυοφορούσες υπαλλήλους που έχουν ανάγκη ειδικής θεραπείας χορηγείται, μετά την εξάντληση της αναρρωτικής τους άδειας, κανονική άδεια κυοφορίας με αποδοχές. Τέλος, υπάλληλος που είναι γονέας και επιλέγει να μην κάνει χρήση του δικαιώματος εργασίας με μειωμένο ωράριο, επιτρέπεται να λάβει έως 9 μήνες συνεχόμενη άδεια με αποδοχές για την ανατροφή παιδιού.

Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με την αριθ. 64/2008 γνωμοδότηση, αλλά και το Συμβούλιο της Επικρατείας με την αριθ. 2367/2021 απόφαση, έχουν αποφανθεί ότι την άδεια ανατροφής μπορεί να τη λάβει και υπάλληλος που κατά τον χρόνο διορισμού του έχει τέκνο ηλικίας κάτω των 4 ετών. Πώς όχι άλλωστε, αφού εάν ένας ήδη διορισμένος δημόσιος υπάλληλος μπορεί να λάβει άδεια ανατροφής τέκνου, χωρίς όμως να παρέχεται η ίδια διευκόλυνση σε νεοδιοριζόμενο συνάδελφο με τις ίδιες ανάγκες και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, τότε θα μιλούσαμε για καταφανή περίπτωση άνισης μεταχείρισης. Με το ίδιο σκεπτικό, οι άδειες επαπειλούμενης κύησης και μητρότητας χορηγούνται κανονικά και σε νεοδιοριζόμενη δημόσια υπάλληλο, ασχέτως επαρκούς υπολοίπου αναρρωτικής άδειας και χωρίς να τίθεται θέμα προϋπηρεσίας στο Δημόσιο.

Δεδομένου ότι εκτός της άδειας ανατροφής τέκνου, που μπορεί να λαμβάνεται και από τον πατέρα γονέα, οι άδειες μητρότητας και επαπειλούμενης κύησης προβλέπονται εξ ορισμού μόνο για γυναίκες, γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι ενδεχόμενη μη χορήγησή τους με μόνο κριτήριο τον χρόνο διορισμού της υπαλλήλου (ότι, δηλαδή, δεν μπορεί να τις λάβει λόγω του ότι είναι νεοδιόριστη, σαν υπό το κράτος ενός αδόκιμου διαχωρισμού μεταξύ παλιού και νέου που επιβάλλει μία άτυπη μιλιταριστική ιεραρχία) θα συνιστούσε αυθαίρετη εργοδοτική συμπεριφορά, επειδή όπως είπαμε τέτοιο κριτήριο σαφώς δεν υφίσταται. Επιπλέον, θα υπονόμευε σοβαρά τον σεβασμό που πρέπει να επιδεικνύεται στη διατήρηση μίας ιδανικής ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής-οικογενειακής ζωής, η οποία (ισορροπία) παραμένει σοβαρή πρόκληση για πολλούς γονείς στη σύγχρονη εποχή και συμβάλλει ουσιωδώς στην επίτευξη της ισότητας των φύλων, προωθώντας την ίση συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας. Θα περίμενε κανείς ιδίως από τους υπέρμαχους των ατομικών δικαιωμάτων να είχαν αναδείξει εντονότερα αυτή τη διάσταση του θέματος, προς αντίκρουση λοιπών αστοιχείωτων θυμικών αντιδράσεων.

Αντιθέτως, ως ηχηρότερο αντεπιχείρημα στη δημόσια συζήτηση που εκτυλίχθηκε το προηγούμενο διάστημα, με στόχο προφανώς να εξεγερθεί ακόμα περισσότερο το κοινό αίσθημα απέναντι σε κάτι που ενώ στην πραγματικότητα συνιστά άσκηση προβλεπόμενου εργασιακού δικαιώματος, εντούτοις ερμηνεύεται λανθασμένα ως πρωτοφανής και υπερφίαλη απαίτηση των δημοσίων υπαλλήλων, ακούστηκε ότι δεν ισχύουν οι ίδιες ευνοϊκές συνθήκες και για τους εκπαιδευτικούς που προσλαμβάνονται στον ιδιωτικό τομέα. Ότι, δηλαδή, ένας ιδιοκτήτης ιδιωτικού σχολείου ενδέχεται προσχηματικά να αρνηθεί να προσλάβει μία υπάλληλο που εγκυμονεί ή είναι ήδη νέα μητέρα, αντιμετωπίζοντας ουσιαστικά και, κυρίως, παράνομα την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα ως ανασταλτικούς παράγοντες της πρόσληψης και ρίχνοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, καύσιμο στην κοινότυπη θεωρεία περί «βολεμένων δημοσίων υπαλλήλων».

Ναι, θα μπορούσε ίσως να το κάνει, αλλά θα πρέπει να είναι και έτοιμος να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του νόμου (άρθρο 20 παρ. 2 του ν. 3896/2010), που θέτει αυστηρή και συλλήβδην (για ιδιωτικό και δημόσιο τομέα) απαγόρευση τέτοιας άρνησης από εργοδότες στην πρόσληψη γυναικών λόγω εγκυμοσύνης ή μητρότητας, προς αποφυγή δημιουργίας καταδικαστέων διακρίσεων λόγω φύλου σε βάρος τους. Αρκεί η θιγόμενη υπάλληλος να διαπνέεται από ισχυρή κουλτούρα διεκδίκησης και να μη διστάσει την κρίσιμη στιγμή να προβεί σε επίσημη καταγγελία, ώστε μία τέτοια ανεπίτρεπτη συμπεριφορά να μη μείνει στο σκοτάδι…

Η εκτίναξη του θέματος στην επικαιρότητα, με κατεξοχήν αρνητική χροιά σε βάρος των δημοσίων υπαλλήλων, μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο μέχρι ενός σημείου και μόνο στο πλαίσιο μίας καλόπιστης αναγνώρισης του ειδικού βάρους των συνεπειών που προκαλούν τα εκπαιδευτικά κενά, ιδίως στην έναρξη της σχολικής χρονιάς, καθώς όχι μόνο δυσκολεύουν την επαρκή στελέχωση και την ορθή λειτουργία των σχολικών μονάδων, αλλά -το σημαντικότερο- υπερτονίζουν τις αυξημένες ανάγκες τόσο των μαθητών, που καθυστερούν χαρακτηριστικά την έναρξη παρακολούθησης των ωρολογίων προγραμμάτων τους, όσο και των γονιών, που έρχονται σφόδρα αντιμέτωποι με μία εξαιρετικά δύσκολη -στα όρια ενός ανίκητου χάους- καθημερινότητα.

Αντίστοιχα υπαλληλικά κενά δημιουργούνται για τους ίδιους λόγους συχνά και σε άλλους δημόσιους φορείς, μόνο που η αρνητική τους επίδραση αντανακλά περισσότερο εσωτερικά στην ίδια την Υπηρεσία ή σε πολύ μικρότερα τμήματα του κοινωνικού συνόλου, με αποτέλεσμα να μην γίνεται αντιληπτή στον ίδιο ενοχλητικό (ή και εκνευριστικό ακόμα) βαθμό και να μην εγείρει τέτοιας μεγάλης κλίμακας αντιδράσεις.

Παρ’ όλα αυτά, η λύση δεν είναι η διαιώνιση και καταφυγή σε δυσχερείς προκαταληπτικές αντιλήψεις σε βάρος των δημοσίων υπαλλήλων και, μάλιστα, εν προκειμένω αδίκως, αλλά ο ανασχεδιασμός με σκοπό την απόδοση μεγαλύτερης ευελιξίας στον θεσμό των αναπληρώσεων, η μεγάλη χρονοτριβή των οποίων σε ό,τι αφορά, ειδικώς, την κάλυψη εκπαιδευτικών κενών οφείλεται κατά κυρίαρχο ποσοστό στην υπερσυγκεντρωτική και δυσκίνητη διοίκηση που ασκεί το κράτος, αφού αντί η επιλογή εκπαιδευτικών να αρχίσει επιτέλους κάποια στιγμή να οργανώνεται από τις ίδιες τις σχολικές μονάδες, τις Περιφερειακές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης ή, έστω, με συνοπτικές διαδικασίες σε ευρύτερο τοπικό επίπεδο (Δήμοι, Περιφέρειες), εξακολουθεί πεισματικά να γίνεται μέσω αργόσυρτων εθνικών διαδικασιών, όπως οι αξιολογικοί πίνακες του ΑΣΕΠ.