- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η διεθνής ναυτιλία στο έλεος του Ντόναλντ Τραμπ
Πώς ο κίνδυνος ενός παγκόσμιου εμπορικού πολέμου απειλεί τον κρισιμότερο βραχίωνα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας
Ο Ντόναλντ Τραμπ ταράζει τα νερά της ναυτιλίας: Πώς η επιστροφή του προκαλεί αβεβαιότητα στο παγκόσμιο εμπόριο
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως το 2025 έχει ήδη αποτελέσει το πλέον ταραχώδες έτος –σε γεωπολιτικό επίπεδο– στον μετα-ψυχροπολεμικό πολιτικό χρόνο. Η παράταση των δύο περιφερειακών συγκρούσεων στην Ανατολική Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, σε συνδυασμό με την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο –ο οποίος έχει αμφισβητήσει το αξιακό σύστημα της μεταπολεμικής εξωτερικής πολιτικής– προκαλούν παρατεταμένες συνθήκες αβεβαιότητας, αλλά και μεταβλητότητας στις διεθνείς αγορές· μια γρήγορη ματιά στη διακύμανση των κραταιών χρηματιστηριακών δεικτών παγκοσμίως, όπως των S&P500 και STOXX50, ή αντίστοιχα της ισοτιμίας του δολαρίου, αποδεικνύει μετά βεβαιότητας το προφανές: κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, η μόνη διεθνής σταθερά είναι η γεωπολιτική και εμπορική αστάθεια.
Σε αυτό το ιδιαίτερο –και πρωτοφανές, λόγω των πολυδιάστατων σχετικών δυναμικών– πλαίσιο, ο ναυτιλιακός κλάδος είναι αυτός που πιέζεται περισσότερο, ακόμα κι αν δεν πλήττεται άμεσα, στο πλαίσιο μιας ευρείας εμπόλεμης σύγκρουσης, η οποία θα διατάρασσε αναπόφευκτα τις θαλάσσιες εμπορικές οδούς. Όλο και περισσότερο, ο όγκος των εμπορευμάτων που παραμένει καθηλωμένος στους μεγαλύτερους εμπορικούς κόμβους αυξάνεται –επηρεάζοντας τα ναυτιλιακά κόστη–, με τους πλοιοκτήτες να αποφεύγουν ορισμένες στρατηγικές οδούς, μήπως και τους προλάβει μια ναυτική εμπλοκή, τους ναυλωτές να διστάζουν να στείλουν τα εμπορεύματά τους σε συγκεκριμένα λιμάνια, υπό τον φόβο αιφνίδιων δασμών, και τα στελέχη των ναυτιλιακών να έχουν πλέον συνηθίσει να ξυπνάνε χαράματα ώστε να διαχειριστούν μια ακόμα κρίση –μέχρι την επόμενη– από την άλλη άκρη του κόσμου· το 2025, το χάος αποτελεί κανονικότητα για τον ναυτιλιακό κλάδο.
Το διεθνές εμπόριο σε ομηρία
Ήδη από την πρώτη του θητεία στον Λευκό Οίκο, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε καταστήσει σαφή την πρόθεσή του να υιοθετήσει μια νέο-απομονωτική εμπορική πολιτική –τόσο απέναντι στην Κίνα όσο και στους παραδοσιακούς εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, όπως η ΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις αγορές της Ιαπωνίας και της Νότας Κορέας– σε μια αμιγώς συναλλακτική διαπραγματευτική προσέγγιση απέναντι σε φίλους και εχθρούς της Ουάσιγκτον, εμπλέκοντας άμεσα το γεωπολιτικό με το εμπορικό επίπεδο. Προκηρύσσοντας την Ημέρα της Οικονομικής Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ τον περασμένο Απρίλιο, η οποία προέβλεπε την επιβολή πρωτοφανών δασμολογικών επιβαρύνσεων απέναντι σε οποίον αναπνέει, ο Αμερικανός πρόεδρος προκάλεσε μονομερώς ένα παγκόσμιο εμπορικό σοκ, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει τον διεθνή ναυτιλιακό κλάδο.
Ως άμεσο αποτέλεσμα των στρατηγικών επιλογών της αμερικανικής κυβέρνησης, τα εμπορικά λιμάνια παγκοσμίως γέμισαν αποθέματα και κοντέινερ συνθέτοντας ένα σουρεαλιστικό –και πανάκριβο– τζένγκα, οι ροές των εμπορευμάτων μειώθηκαν δραματικά, τουλάχιστον για ένα διάστημα, και το κόστος των ναύλων αυξήθηκε σημαντικά.
Αξίζει να σημειωθεί πως ακριβώς η συναλλακτική προσέγγιση του Τραμπ, με τον Αμερικανό πρόεδρο να δίνει μια σειρά από διορίες στους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, ώστε να προχωρήσουν στη σύναψη διμερών εμπορικών συμφωνιών, δημιούργησε αρχικά μια τεχνητή αύξηση της ναυτιλιακής εμπορικής κίνησης, καθώς οι ναυλωτές έσπευσαν να παραδώσουν τα εμπορεύματά τους στους προορισμούς τους, ώστε να προλάβουν τις εκάστοτε δασμολογικές επιβαρύνσεις· ενδεικτικά, το λιμάνι του Λος Άντζελες σημείωσε ρεκόρ εισαγωγών, σε ένα ποιοτικό στοιχείο το οποίο αποδεικνύει τον πανικό που προκάλεσε η νέο-απομονωτική στροφή της Ουάσιγκτον.
Δευτερογενώς το πράγμα περιπλέκεται σημαντικά. Η πιθανότητα ενός εμπορικού πολέμου μεταξύ των διεθνών εμπορικών υπερδυνάμεων –ήτοι μεταξύ των ΗΠΑ με την Κίνα και την ΕΕ– αποτελεί μια εκ των μεταβλητών οι οποίες θα μπορούσαν δυνητικά να αλλάξουν πλήρως τη διεθνή εμπορική και γεωπολιτική πραγματικότητα, γεγονός το οποίο καθιστά τις σχετικές διμερείς διαπραγματεύσεις εξαιρετικά χρονοβόρες και τεχνικά δαιδαλώδεις. Δεν είναι τυχαίο πως ο ίδιος ο Τραμπ έχει διαψεύσει τις διορίες, μετά το πέρας των οποίων είχε απειλήσει το Πεκίνο και τις Βρυξέλλες πως θα προχωρούσε στην εκτόξευση των αμερικανικών δασμολογικών επιβαρύνσεων, με την πορεία των διεθνών χρηματιστηριακών δεικτών αλλά και την αποδυνάμωση του δολαρίου, και φυσικά την πιθανότητα επιβολής εμπορικών αντιμέτρων, τόσο από την κινεζική κυβέρνηση όσο και από την Ευρωπαϊκή Κομισιόν, να απειλούν με τη σειρά τους να προκαλέσουν ασφυκτικές πιέσεις στην αμερικανική οικονομία.
Ο Ντόναλντ Τραμπ αναγνωρίζει πως ένας εμπορικός πόλεμος θα ήταν καταστροφικός για τις ΗΠΑ αλλά και για την εκλογική του βάση στον αμερικανικό Νότο
Θέτοντάς το απλούστερα, παρότι δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως ο Αμερικανός πρόεδρος αντιλαμβάνεται και αξιοποιεί τη θέση ισχύος την οποία απολαμβάνει λόγω τόσο της εμπορικής ισχύος των ΗΠΑ όσο και της διαπραγματευτικής αγχόνης την οποία σφίγγει γύρω από τον λαιμό των εταίρων της Ουάσιγκτον, εμπλέκοντας τους δασμούς με μια σαφή γεωπολιτική διάσταση, εντούτοις αναγνωρίζει πως ένας εμπορικός πόλεμος θα ήταν καταστροφικός για τις ΗΠΑ, αλλά και για την εκλογική του βάση στον αμερικανικό Νότο, ο οποίος εξάγει μια σειρά προϊόντων που γνωρίζει πως θα στοχεύσουν τα πιθανά κινεζικά και ευρωπαϊκά αντίμετρα.
Ως αποτέλεσμα των αέναων σχετικών διπλωματικών διαπραγματεύσεων, μια σειρά κινεζικών και ευρωπαϊκών προϊόντων –και ιδιαίτερα εκείνων από τα οποία ο Τραμπ επιθυμεί διακαώς να προστατεύσει την αμερικανική οικονομία, όπως αυτοκινήτων και βιομηχανικών μετάλλων– παραμένουν στοιβαγμένα στα λιμάνια της Σανγκάης και του Νινγκμπό-Ζουοσάν ή του Ρότερνταμ και της Αμβέρσας, με τους ναυλωτές να βρίσκονται σε μια διαρκή επανεκτίμηση του κόστους αποστολής του εμπορεύματός τους και τους πλοιοκτήτες να επαναπροσδιορίζουν με τη σειρά τους τις διαδρομές του στόλου τους, αναζητώντας εναλλακτικές, ακόμα κι αν είναι μικρότερες διαδρομές, αλλά και ασφαλέστερα από τις δασμολογικές επιβαρύνσεις φορτία.
Παραδόξως, οι καθαρά τεχνικές δυναμικές εντός του διεθνούς εμπορίου δεν έχουν μεταβληθεί από τη μέχρι τώρα αύξηση των αμερικανικών δασμών, καθώς αυτοί κυμαίνονται μόλις στο 10%, το οποίο είναι σαφώς χαμηλότερο από τις εκάστοτε εξαγγελίες του Αμερικανού προέδρου· αντίθετα, το κρίσιμο στοιχείο είναι πως ο φόβος τον οποίο ο Τραμπ έχει προκαλέσει αναφορικά με τη σταθερότητα του διεθνούς εμπορίου, αποτελεί τη δυναμική που έχει επηρεάσει τον ναυτιλιακό κλάδο σε παγκόσμιο επίπεδο, οδηγώντας σε μια μείωση του παγκόσμιου όρκου εμπορευματοκιβωτίων της τάξεως του 1%, και τις ακυρώσεις πλείστων δρομολογίων, για πρώτη φορά μετά την οικονομική κρίση του 2008 και την έξαρση της πανδημίας το 2020.
Μια τέλεια καταιγίδα στον πυρήνα μιας συστημικής κρίσης
Η τρέχουσα διατάραξη των διεθνών ναυτικών εφοδιαστικών αλυσίδων έχει ορισμένες εγγενείς παραδοξότητες, όπως και ορισμένες αστάθμητες συνέπειες. Πρωτίστως, η τρέχουσα κρίση ελλοχεύει τον κίνδυνο απόκτησης ενός συστημικού, αντί παροδικού χαρακτήρα· οι περιπτώσεις τόσο της κρίσης του 2008 όσο και της πανδημίας του 2020 αποτελούσαν πρωτοφανείς σε μέγεθος μεν, αλλά textbook κρίσεις όσον αφορά τον χαρακτήρα τους, καθώς, ακόμα κι αν η χρονική τους διάρκεια ήταν απροσδιόριστη, ήταν σαφές ότι επρόκειτο για παροδικά φαινόμενα. Και ότι η επίλυσή τους θα οδηγούσε στην επιστροφή μιας, έστω και σε έναν βαθμό παραλλαγμένης, εμπορικής κανονικότητας.
Η ευρύτερη αβεβαιότητα αναφορικά με το μέλλον των εμπορικών σχέσεων μεταξύ των παγκόσμιων οικονομικών υπερδυνάμεων έχει οδηγήσει σε πρωτοφανείς στρατηγικές επιλογές, τόσο εκ μέρους εθνικών κυβερνήσεων όσο και πολυεθνικών εμπορικών κολοσσών
Αντιθέτως, κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, και ως αποτέλεσμα κυρίως της προσωπικής πολιτικής επιρροής του Τραμπ εντός του διεθνούς συστήματος, τόσο σε γεωπολιτικό όσο και σε εμπορικό επίπεδο, στην πράξη συντελείται μια ευρύτερη γεωοικονομική μετάλλαξη, η οποία διαψεύδει τις σταθερές της μετά-ψυχροπολεμικής παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, την οποία ο ναυτιλιακός κλάδος εξυπηρέτησε σε απόλυτο επίπεδο. Η ευρύτερη αβεβαιότητα αναφορικά με το μέλλον των εμπορικών σχέσεων μεταξύ των παγκόσμιων οικονομικών υπερδυνάμεων, αλλά και των απανταχού συμμάχων τους και σφαιρών της γεωπολιτικής τους επιρροή, έχει ήδη οδηγήσει σε πρωτοφανείς στρατηγικές επιλογές, τόσο εκ μέρους εθνικών κυβερνήσεων όσο και πολυεθνικών εμπορικών κολοσσών, οι οποίες με τη σειρά τους ενδεχομένως να συντελέσουν σε μια σειρά συστημικών αλλαγών στο πλαίσιο του διεθνούς εμπορίου.
Ξεκινώντας από το δεύτερο σκέλος, η υιοθέτηση της στρατηγικής China+1 από την πλευρά των πολυεθνικών, δεδομένα θα επηρεάσει τις ναυτικές εμπορικές αλυσίδες μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ – και όχι μόνο. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης προσέγγισης, αμερικανικοί και διεθνείς κολοσσοί όπως η Apple, η Nike, η HP, η Dell και η Samsung, έχουν ξεκινήσει να μεταφέρουν ένα τμήμα του κύκλου εργασιών τους σε γειτονικά κράτη στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή της Ανατολικής Ασίας, όπως το Βιετνάμ, την Ινδία, την Ινδονησία αλλά και το Μεξικό, σε μια προσπάθεια να προβλέψουν μια εκτόξευση του κόστους ως αποτέλεσμα ενός εμπορικού πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας.
Η συγκεκριμένη δυναμική θα προκαλέσει με τη σειρά της μια σειρά αναταράξεων στον ναυτιλιακό κλάδο, καθώς η μετατόπιση της σχετικής παραγωγής σε εναλλακτικούς προορισμούς θα αυξήσει σημαντικά τον όγκο των εμπορευμάτων σε λιμάνια τρίτων χωρών, όπως του Χο Τσι Μινχ στο Βιετνάμ, της Μούντρα στην Ινδία και της Τζακάρτα στην Ινδονησία, με τους παραδοσιακούς ναυτικούς εμπορικούς κόμβους –όπως της Σανγκάης και του Νινγκμπό-Ζουοσάν– να βρίσκονται ενώπιον μιας μείωσης του εμπορικού όγκου που διεκπεραιώνουν. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως σε βάθος χρόνου, τόσο οι ναυλωτές όσο και οι πλοιοκτήτες θα προσαρμοστούν στη συγκεκριμένη συνθήκη, ωστόσο το ζήτημα του ενός εκατομμυρίου αφορά τη διατάραξη την οποία θα προκαλέσει η υιοθέτηση της στρατηγικής της China+1 στην εμπορική ναυτιλία σε προσωρινό επίπεδο, επηρεάζοντας τόσο το ύψος των ναύλων και των ασφαλίστρων όσο φυσικά και τον χρόνο διεκπεραίωσης της εκάστοτε αποστολής.
Την ίδια στιγμή, παρότι κάθε σενάριο διμερούς εμπορικού πολέμου έχει αποφευχθεί, είτε σε σινο-αμερικανικό είτε σε διατλαντικό επίπεδο –τουλάχιστον προς ώρας–, παρατηρείται μια τάση πολυμερούς στρατηγικής αποσύνδεσης, ιδιαίτερα με δεδομένη τη συνθήκη πως ο Ντόναλντ Τραμπ μετά βίας έχει κλείσει ένα εξάμηνο στον Λευκό Οίκο, από τα συνολικά τέσσερα έτη της δεύτερης θητείας του. Παρότι στο πλαίσιο του 21ου αιώνα δεν μπορεί κανείς να κάνει λόγο για πλήρη αυτάρκεια, εντούτοις η ενίσχυση της οικονομικής κυριαρχίας των παγκόσμιων οικονομικών υπερδυνάμεων κρίνεται πλέον υπερ-απαραίτητη ως προς την εξυπηρέτηση των οικονομικών και εμπορικών τους συμφερόντων και κυρίως ως προς την ενίσχυση της εθνικής τους ασφάλειας.
Ήδη η εμπειρία της πανδημίας έφερε στην επιφάνεια τις καλά κρυμμένες από τα φώτα της παγκοσμιοποίησης εμπορικές αδυναμίες και των τριών υπερδυνάμεων –από τα τρόφιμα και τα φάρμακα, στους μικροεπεξεργαστές και τα ενεργειακά αποθέματα–, γεγονός το οποίο είχε ήδη εκκινήσει μια σαφή στροφή προς την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής οποιουδήποτε αγαθού έλειψε και δεν μπορούσε να μεταφερθεί –κυρίως μέσω εμπορικών στόλων– σε εκείνον τον πολιτικό χρόνο. Η συγκεκριμένη δυναμική έχει πλέον αποκτήσει ένα ανανεωμένο μομέντουμ, καθώς τόσο η Ουάσιγκτον όσο και το Πεκίνο και οι Βρυξέλλες επενδύουν στη σταδιακή τους απεξάρτηση από τρίτα κράτη – και ιδιαίτερα από τους άμεσους ανταγωνιστές τους.
Η στρατηγική η οποία έχει διπλά οφέλη ιδιαίτερα για την Κίνα και την ΕΕ: αν η Ουάσιγκτον επενδύσει στην προστασία της αμερικανικής οικονομίας, το Πεκίνο και οι Βρυξέλλες επενδύουν σε ένα βαθύτερο επίπεδο, δηλαδή στην ελαχιστοποίηση της εμπορικής πίεσης την οποία ασκεί ο Ντόνανλτ Τραμπ εμπλέκοντας τις εμπορικές διαπραγματεύσεις σε μια αμιγώς γεωπολιτική διάσταση, μέσω του συναλλακτικού τρόπου με τον οποίο βλέπει τον κόσμο· αδιαμφισβήτητα, ο τρόπος με τον οποίο αυτή η δυναμική –εκ μέρους των πολιτικών ηγεσιών– θα επηρεάσει τις παγκόσμιες ναυτικές εφοδιαστικές αλυσίδες θα είναι, τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, καθοριστικός, καθώς μια παρατεταμένη προσπάθεια ενίσχυσης της εμπορικής αυτάρκειας ενδέχεται να μειώσει σημαντικά τον συνολικό όγκο των παγκόσμιων εξαγωγών.
Οι ταραχώδεις θάλασσες της νέας παγκοσμιοποίησης
Αν η παγκοσμιοποίηση αποτέλεσε το αδιαμφησβήτητο –και πλέον πολυδιάστατη– εμπορικό, πολιτικό και κοινωνικό αφήγημα του μετά-ψυχροπολεμικού πολιτικού χρόνου, η ναυτιλία αποτέλεσε την κρίσιμη υποδομή, η οποία του έδωσε υπόσταση, πέρα από κάθε άλλη. Μετά και την πτώση του Τοίχους του Βερολίνου, τα απανταχού εμπορικά καράβια δεν μετέφεραν απλώς εμπορεύματα προς όλα τα λιμάνια της υφηλίου, αλλά κάτι απείρως επιδραστικότερο για το θυμικό της παγκόσμιας κοινότητας: πίστη και εμπιστοσύνη σε μια νέα –και αλληλεξαρτώμενη– εμπορική πραγματικότητα, η οποία υποσχόταν μια μακρόπνοη σταθερότητα μετά το απόλυτο χάος του 20ού αιώνα και την υπόσχεση μιας αέναης ευημερίας.
Εξάλλου, ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο δομήθηκε και το αφήγημα του τέλους της Ιστορίας, όπως και η ανανέωση της Θεωρίας της Δημοκρατικής Ειρήνης (Democratic Peace Theory), των οποίων η κοινή –έστω και αφηρημένη– υπόθεση ήταν πως η παγκοσμιοποιημένη οικονομία, με τα θαυμαστά της λιμάνια και τον ανεξάντλητο εμπορικό όγκο τον οποίο διεκπεραιώνουν καθημερινά, θα οδηγούσε στη δόμηση ενός σταθερότερου διεθνούς συστήματος, τόσο σε εμπορικό όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο. Στο τέλος του πρώτου τετάρτου του 21ου αιώνα, ωστόσο, το διεθνές εμπόριο δεν αποτελεί πλέον την επιδραστικότερη μεταβλητή γεωπολιτικού κατευνασμού αλλά, αντιθέτως, το επίπεδο επίδειξης ισχύος των παγκόσμιων οικονομικών υπερδυνάμεων· η ναυτιλία ενδεχομένως να κληθεί να ανταπεξέλθει όχι απέναντι σε μια νέα κρίση, αλλά σε μια μετάβαση σε έναν νέο –και εξαιρετικά αβέβαιο– πολιτικό χρόνο, όπου οι ναυτικές οδοί της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας θα διαταραχθούν από τις ταραχώδεις γεωπολιτικές θάλασσες και τα κύματα που φούσκωσε η αμερικανική εξωτερική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ.