Πολιτικη & Οικονομια

Με 151 ή με 149; Ιδού η υποκρισία

Στο επίκεντρο της συζήτησης πρέπει να έρθει η ενίσχυση των ακροδεξιών και των λαϊκιστών στη χώρα μας, σε συνδυασμό με τον αυξανόμενο ρόλο των ακραίων δυνάμεων σε αρκετές χώρες της Ευρώπης

Γιάννης Μεϊμάρογλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Βουλή: Τι θα ισχύει μετά την ακύρωση των εδρών τριών βουλευτών από το κόμμα των Σπαρτιατών - Γιατί αυξάνεται η ακροδεξιά και ο λαϊκισμός σε Ελλάδα και Ευρώπη

Η απόφαση του εκλογοδικείου για την έκπτωση του προέδρου των Σπαρτιατών και δύο βουλευτών του κόμματός του από το βουλευτικό αξίωμα ήρθε να ταράξει τα κοινοβουλευτικά νερά που είχαν κάπως ηρεμήσει μετά την αθωωτική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου. Το δικαστήριο εκείνο είχε απαλλάξει τους 11 βουλευτές των Σπαρτιατών από την κατηγορία για «εξαπάτηση του εκλογικού σώματος». Η ετυμηγορία είχε βάλει τέλος στα σενάρια που εξυφαίνονταν και τα ερωτήματα που θα προέκυπταν στην περίπτωση μιας καταδικαστικής απόφασης και τα οποία επανήλθαν μετά την έφεση κατά της απόφασης που άσκησε η Εισαγγελία Εφετών Αθηνών.

Τι θα γινόταν μετά την έκπτωση των «Σπαρτιατών» βουλευτών; Ποιες μπορεί να ήταν οι επιπτώσεις στον συσχετισμό των κοινοβουλευτικών δυνάμεων; Θα προκηρύσσονταν εκλογές για την κάλυψη των εδρών που έμεναν κενές; Στην περίπτωση αυτή οι εκλογές θα γίνονταν στη μισή περίπου επικράτεια με απρόβλεπτες επιπτώσεις, λόγω και της δύσκολης για την κυβέρνηση συγκυρίας (ακρίβεια, Τέμπη κ.λπ.) στην αυτοδυναμία της. Ή οι κενές έδρες θα πληρώνονταν αναλογικά από τα υπόλοιπα κόμματα στη βάση των τελευταίων εθνικών εκλογών οπότε η ΝΔ θα έβλεπε την αυτοδυναμία της να ισχυροποιείται; Οι πολιτικοί κλυδωνισμοί -και στις δύο περιπτώσεις- είναι προφανείς.

Από την άποψη αυτή η πρόσφατη απόφαση του εκλογοδικείου θυμίζει εκείνη του Πόντιου Πιλάτου αφού στην ουσία «νίπτει τα χείρας του» μεταφέροντας το βάρος των επιπτώσεων στη Βουλή και στους συνταγματολόγους. Η συζήτηση πήρε αμέσως πολιτικά χαρακτηριστικά. Εφόσον πλέον το Κοινοβούλιο μετρά 297 βουλευτές ποια είναι η απαιτούμενη πλειοψηφία για τη σύννομη λειτουργία του; Το ερώτημα γεννά και μια σειρά άλλων, λιγότερο αθώων αποριών. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να παραπεμφθεί ο κ. Κώστας Καραμανλής στο δικαστήριο και με την ψήφο 149 βουλευτών στην περίπτωση που κάποιοι Νεοδημοκράτες διαφοροποιούσαν τη θέση τους; Μήπως αλλάζει και η «δεδηλωμένη» απόλυτη κυβερνητική πλειοψηφία;

Τέτοιοι και άλλοι συναφείς προβληματισμοί απασχόλησαν τα πηγαδάκια της Βουλής -και όχι μόνο- με την καθοριστική γνώμη των συνταγματολόγων και των κομμάτων να μην αφήνει ευτυχώς κανένα περιθώριο για μικροκομματικούς υπολογισμούς. Ωστόσο, αν αυτή είναι η θετική πλευρά της δικαστικής ετυμηγορίας, υπάρχει και η αρνητική, η αθέατη στον δημόσιο διάλογο πλευρά. Ότι δηλαδή, δύο χρόνια μετά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, ουδείς σχεδόν ασχολείται με την ουσία του προβλήματος. Σε μια χώρα που βίωσε την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής η οποία κάθισε μέχρι και στα έδρανα της Βουλής, εξακολουθεί να υπάρχει ένα υπολογίσιμο κοινό στο οποίο αρκεί το νεύμα ενός έγκλειστου στη φυλακή νεοφασίστα για να υπακούσει σε αυτόν.

Η Εισαγγελέας του Μονομελούς Εφετείου είχε απόλυτο δίκιο στην απαλλακτική εισήγησή της. Οι «Σπαρτιάτες» δεν εξαπάτησαν κανέναν απολύτως. Εκπροσώπησαν στις εκλογές, ανοιχτά και επίσημα δια της προκλητικής στάσης και των δηλώσεων Κασιδιάρη, τη νεοναζιστική μαφία. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που, όπως είπε και η κ. Εισαγγελέας, «κανείς πολίτης που την ψήφισε δεν κατέθεσε μήνυση για εξαπάτηση». Πατενταρισμένοι χρυσαυγίτες ήταν όλοι τους. Επομένως, το κύριο θέμα της συζήτησης δεν θα έπρεπε να είναι το πώς θα αναπληρωθούν οι τυχόν κενές έδρες ούτε αν μετακινείται ο πήχης της απόλυτης πλειοψηφίας ούτε άλλα μικροπολιτικά συμφέροντα.

Στο επίκεντρο της συζήτησης πρέπει να έρθει το κρίσιμο ζήτημα που ορισμένοι υποκρίνονται ότι αγνοούν ή θέλουν να επωφεληθούν από αυτό. Η ενίσχυση των ακροδεξιών και των λαϊκιστών στη χώρα μας, σε συνδυασμό με τον αυξανόμενο ρόλο των ακραίων δυνάμεων σε αρκετές χώρες της Ευρώπης και την επέλαση του παγκόσμιου αυταρχισμού δημιουργούν ένα εκρηκτικό, ολοένα και πιο δυσμενές διεθνές περιβάλλον. Η ανοχή σε συνωμοσιολογικές θεωρίες και πρακτικές στο όνομα πρόσκαιρων μικροκομματικών επιδιώξεων οδηγεί στη νομιμοποίηση απολιτικών και επικίνδυνων για τη δημοκρατία συνονθυλευμάτων όπως αυτό που συγκροτήθηκε με την ευκαιρία της σύστασης προανακριτικής επιτροπής για την τραγωδία των Τεμπών.