Πολιτικη & Οικονομια

Δώστε κουλούρι στο λαό;

Με ποια χρονιά πρέπει να συγκρίνουμε τις επιδόσεις της οικονομίας;

Παντελής Καψής
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Δώστε κουλούρι στον λαό;

Ο Παντελής Καψής σχολιάζει τα νέα μόνιμα μέτρα ενίσχυσης των εισοδημάτων που ανακοίνωσε η κυβέρνηση και την κριτική της αντιπολίτευσης.

Τελικά στην αριστερά δεν έχουν φαντασία. Πάρτε, για παράδειγμα, το ταπεινό κουλούρι. Διαχρονικά υπήρξε το προσφιλές της μέτρο για την απαξίωση της κυβερνητικής πολιτικής. Βρέξει χιονίσει, με όποια κυβέρνηση και όποιες συνθήκες στην οικονομία, πάντα το ίδιο. Με την αύξηση στον κατώτατο μισθό ο εργαζόμενος «δεν εξασφαλίζει ούτε το κουλούρι» του, έγραφε για παράδειγμα ο «Ριζοσπάστης» με αφορμή την απεργία της 9ης Απριλίου. Φλάσμπακ στο προεκλογικό 2003, και η εφημερίδα σε σχετικό σχόλιο για τις συντάξεις έχει τίτλο «ένα κουλούρι αύξηση την ημέρα». Ενδιαμέσως, με αξιοζήλευτη συνέπεια, το κουλούρι έκανε πάντα την εμφάνισή του. Στο άθλημα μπήκε και η «Αυγή», για παράδειγμα, το 2021, με ακριβώς τον ίδιο τίτλο, ενώ και το ΠΑΣΟΚ δεν απέφυγε τον πειρασμό. Η βουλευτίνα του κ. Λιακούλη απαξίωσε κι αυτή την πρόσφατη αύξηση στον κατώτατο μισθό υποστηρίζοντας ότι φτάνει «για ένα κουλούρι ή για ένα χυμό». Καλύτερα χυμό, το κουλούρι παχαίνει.

Προσωπικά δεν έχω τίποτα εναντίον του κουλουριού. Είναι, ωστόσο, ένα καλό παράδειγμα για το πώς η κριτική που ασκείται είναι στην πραγματικότητα προκάτ: κουλούρι στον καιρό των παχιών αγελάδων και του εκτροχιασμού, κουλούρι στο σφιχτό 2021, κουλούρι και σήμερα. Και δεν είναι μόνο τα κόμματα, το ίδιο ισχύει για τα πρωινάδικα και για την πλειονότητα των τηλεοπτικών σχολιαστών. Για τα κοινωνικά δίκτυα, καλύτερα να μη μιλάμε. Ό,τι και αν συμβεί η υποδοχή είναι ίδια.

Το ίδιο, φυσικά, συνέβη και με τα πρόσφατα μέτρα. Αν δεν ήξερες τι ακριβώς ανακοινώθηκε, θα έμενες με την εντύπωση ότι η κυβέρνηση έκανε κάτι το πολύ κακό. Ακόμα και τα θετικά σχόλια είχαν συνήθως μια αρνητική ουρά: αφού ξεζούμισε τη μεσαία τάξη, επιστρέφει τώρα ένα μικρό μέρος... ήταν η προσφιλής επωδός. Για να μη πούμε για τις αδικίες. Γιατί επίδομα μόνο για τους μεγαλύτερους από τα 65 χρόνια και όχι τα 62; Γιατί τους ενοικιαστές και όχι τους ιδιοκτήτες με μείωση του ΕΝΦΙΑ; Γιατί όχι μείωση στα τεκμήρια, στην εισφορά αλληλεγγύης, στον ΦΠΑ; Όταν ήμασταν μικροί παίζαμε την κολοκυθιά. Ορισμένοι συνεχίζουν και μετά την ενηλικίωση.

Αν δεν ήξερες τι ακριβώς ανακοινώθηκε, θα έμενες με την εντύπωση ότι η κυβέρνηση έκανε κάτι το πολύ κακό

Μπροστά σε μια τέτοια κακοφωνία είναι δύσκολο να βγάλει κάποιος συμπέρασμα. Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα δεδομένα. Κατ αρχήν ότι το πλεόνασμα ήρθε πράγματι από τους αυξημένους φόρους. Δεν είναι όμως όλοι οι φόροι κακοί. Ένα μεγάλο μέρος, για παράδειγμα, προήλθε από την επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών που αποκάλυψε εντυπωσιακά μεγαλύτερους τζίρους. Μειώθηκε έτσι η φοροδιαφυγή. Αυτό δεν θέλουμε; Το ίδιο ισχύει και για τα τεκμήρια στους επαγγελματίες. Το γεγονός ότι σε τόσες λίγες περιπτώσεις αμφισβητήθηκαν, λέει πολλά. Όπως, βέβαια, και τα προκλητικά χαμηλά εισοδήματα που δηλώνονταν. 

Ένα μέρος των αυξημένων φόρων, ωστόσο, προήλθε και από την «κρυφή» φορολόγηση των εισοδημάτων. Η κυβέρνηση οχυρώνεται πίσω από το επιχείρημα ότι δεν αύξησε τους φορολογικούς συντελεστές. Το ότι δεν τους έχει αναπροσαρμόσει τόσα χρόνια ανάλογα με τον πληθωρισμό, όμως, σημαίνει ότι ένα μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων πηγαίνει στη φορολογία. Και αυτό αφορά τους πάντες, από τα χαμηλότερα ως τα υψηλότερα εισοδήματα. Είναι ζήτημα απλής αριθμητικής.

Μια τέτοια πολιτική, σε περίοδο υψηλού πληθωρισμού, μπορεί την υπερασπιστεί κανείς ως μέτρο συγκράτησης της ζήτησης. Ιδίως όταν, την ίδια περίοδο, τα πραγματικά εισοδήματα ανεβαίνουν, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα. Το πρόβλημα είναι περισσότερο πολιτικό. Με την επιδοματική πολιτική, η κυβέρνηση προστατεύει τα χαμηλά εισοδήματα. Έτσι όμως, στην πράξη, έχουμε μια ανακατανομή υπέρ τους, η οποία πλήττει όχι μόνο τα υψηλότερα εισοδήματα, αλλά και τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης. Σε συνδυασμό με τα τεκμήρια, πρόκειται για μια ριψοκίνδυνη και με πολιτικό κόστος επιλογή. Μια επιλογή η οποία εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και τις δημοσκοπήσεις. Με αρκετή σιγουριά, λοιπόν, μπορούμε να προβλέψουμε ότι στη ΔΕΘ, στην ομιλία του πρωθυπουργού, ο κωδικός θα είναι «επιχείρηση γοητείας της μεσαίας τάξης».

 Στη ΔΕΘ, στην ομιλία του πρωθυπουργού, ο κωδικός θα είναι «επιχείρηση γοητείας της μεσαίας τάξης»

Όπως είναι φυσικό, τα μέτρα άνοιξαν και πάλι τη συζήτηση και για το στεγαστικό. Και η μεν αριστερά ξεμπέρδεψε με τους γνωστούς χαρακτηρισμούς: «κοροϊδία» και «ψίχουλα». Το ΠΑΣΟΚ έκανε πιο εμπεριστατωμένη κριτική αντιπροτείνοντας, αντί της επιστροφής ενός ενοικίου, την έκπτωση των δαπανών για ενοίκια στη φορολογική δήλωση. Ο εκπρόσωπος του κόμματος, ωστόσο, έκανε μια γενικότερη επίθεση στην κυβέρνηση, μιλώντας για «πλαστή εικόνα ευημερίας». «Η κυβέρνηση», πρόσθεσε, «θέλει να συγκρινόμαστε με το 2019… αλίμονο, αν ήμασταν χειρότερα από την εποχή που βγαίναμε από τα μνημόνια».

Έβαλε έτσι ένα ενδιαφέρον ζήτημα. Με ποια χρονιά πρέπει να συγκρίνουμε τις επιδόσεις της οικονομίας; Μπορεί να ακούγεται διαδικαστικό. Όμως ανάλογα με το έτος που θα επιλέξουμε, μπορεί να οδηγηθούμε σε διαμετρικά αντίθετα συμπεράσματα. Ας πούμε. για τα ενοίκια και τα ακίνητα. Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια οι τιμές έχουν αυξηθεί με διψήφια ποσοστά, πολύ περισσότερο από τον πληθωρισμό, αλλά και από τις αυξήσεις στους μισθούς. Αν όμως τις συγκρίνουμε με τις τιμές που ίσχυαν πριν από την κρίση, το 2009, τότε μιλάμε για μια αύξηση κάτω από 10%. Κι αυτό την ώρα που, για παράδειγμα στην Πορτογαλία, τα τελευταία 15 χρόνια οι τιμές των ακινήτων αυξήθηκαν κατά 140%, στη Γερμανία κατά 77% και στην Αγγλία κατά 65%. Η εξήγηση είναι απλή, ως το 2017 οι τιμές των ακινήτων στην Ελλάδα είχαν καταβαραθρωθεί και σήμερα επανέρχονται στα προηγούμενα επίπεδα.

Είναι όμως σωστή η σύγκριση με το 2009, την περίοδο δηλαδή αμέσως πριν από την κρίση; Ας δούμε ένα άλλο παράδειγμα, την πορεία των μισθών. Αν συγκρίνουμε την αγοραστική δύναμη των μισθών το 2023 σε σχέση με το 2007, τότε έχουμε μια μείωση που φτάνει το 24%! Στην πραγματικότητα δεν ανακτήθηκαν οι απώλειες. Αν όμως η σύγκριση γίνει με το 1995 τότε η Ελλάδα παρουσιάζει μια αύξηση της αγοραστικής δύναμης κατά 20% η οποία είναι μεγαλύτερη από την Πορτογαλία (18%), την Ισπανία (5%), την Ιταλία (2%) αλλά και την Γερμανία (19%). Με άλλα λόγια, οι επιδόσεις της Ελλάδας ήταν ικανοποιητικές, ιδίως αν συγκριθούν με τις επιδόσεις των υπόλοιπων χωρών του Νότου. Απλώς οι αυξήσεις στους μισθούς οι οποίες επετεύχθησαν με τα ελλείμματα και τα δάνεια, αυτά που μας οδήγησαν στην χρεοκοπία, δεν ήταν διατηρήσιμες.

Ως το 2017 οι τιμές των ακινήτων στην Ελλάδα είχαν καταβαραθρωθεί και σήμερα επανέρχονται στα προηγούμενα επίπεδα

Αλλά αν η σύγκριση για τους μισθούς δεν πρέπει να γίνεται με το 2009, το ίδιο, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, ισχύει και για τα ακίνητα. Οι τιμές του 2009 αντανακλούσαν τη γενικότερη φούσκα της οικονομίας την οποία αιμοδοτούσαν τα δανεικά. Ήταν, με άλλα λόγια, ήδη εξωφρενικά υψηλές, και παραμένουν υψηλές ιδίως σε σχέση με το σημερινό επίπεδο των μισθών.

Μπορούμε άραγε να βγάλουμε, από όλα αυτά, κάποια συμπεράσματα; Το πρώτο ασφαλώς είναι ότι η στεγαστική κρίση, όπως και αν την δει κανείς, είναι πραγματική. Τόσο η κυβέρνηση όσο και το ΠΑΣΟΚ μιλάνε για την ανάγκη κοινωνικής κατοικίας. Καλοδεχούμενη, αν και τα εμπόδια είναι πολλά: από τη γραφειοκρατία, ως την αρνητική εμπειρία του παρελθόντος. Οι παλαιότεροι θυμούνται τα προβλήματα που είχαν ανακύψει με τα δάνεια της Εργατικής Εστίας, τα οποία πολλοί ιδιοκτήτες αρνούνταν να εξοφλήσουν. Το παράδοξο πάντως είναι ότι, ενώ όλοι μιλάνε για την ανάγκη αύξησης της προσφοράς, στην πράξη, οι συντριπτικά περισσότερες αποφάσεις οδηγούν σε περιορισμό της δόμησης. Θέλουμε περισσότερες κατοικίες, αλλά και λιγότερους ορόφους και περισσότερους ελεύθερους χώρους. Πρόκειται για μια δύσκολα επιλύσιμη αντίφαση.

Το δεύτερο συμπέρασμα είναι πως οι αυξήσεις των μισθών δεν είναι πάντοτε καλό πράγμα για τους εργαζόμενους. Αν δεν συμβαδίζουν με την παραγωγικότητα δεν είναι διατηρήσιμες. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι πυροδοτούν φούσκες τις οποίες τις πληρώνουν κατ εξοχήν τα χαμηλότερα εισοδήματα. Και το ίδιο ισχύει και για τις παροχές. Αυτό το τελευταίο μας το δίδαξε η κρίση, τότε που το κουλούρι έγινε για κάποιους πολυτέλεια.