Πολιτικη & Οικονομια

Υπάρχουν αρκετά χρήματα στο τραπέζι... κλείστε τη συμφωνία!

και εργαστείτε για την επόμενη ημέρα

Βασίλης Καραγιάννης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η άμμος στην κλεψύδρα του χρόνου τρέχει με απίστευτη ταχύτητα. Η ελληνική πλευρά θα πρέπει να έχει κλείσει συμφωνία μέχρι το Εurogroup της 16ης Φεβρουαρίου για να μη μείνει η ελληνική οικονομία ακαλυπτη τον ερχόμενο Μάρτιο και βρεθούμε ένα βήμα πριν το Grexit. Κι αυτό δεν έχει ακόμα επιτευχθεί.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με τις πρόσφατες αποφάσεις της προετοιμάζει το ευρωσύστημα για το χειρότερο σενάριο, αυτό της εξόδου της Ελλαδας από την ευρωζώνη.Πιο συγκεκριμένα, η EKT:

α) Δεν ενέκρινε την αύξηση κατά 10 δις ευρώ του πλαφόν της τραπεζικής ρευστότητας που μπορούν να επενδύσουν οι ελληνικές τράπεζες σε έντοκα γραμμάτια ελληνικού δημοσίου. Με αυτό τον τρόπο, η ΕΚΤ θέτει όρια στην έμμεση χρηματοδότηση του ελληνικού κρατικού προϋπολογισμού και

β) Με ημερομηνία έναρξης την 11η Φεβρουαρίου, απέσυρε την εμπιστοσύνη προς τα ελληνικά ομόλογα τα οποία χρησιμοποιούνται ως ενέχυρα για την παροχή ρευστότητας προς τις ελληνικές τράπεζες.

Κατά τη γνώμη μου, οι συγκεκριμένες κινήσεις της ΕΚΤ ενδεχομένως να λειτουργήσουν ως καταλύτης για την επίσπευση και την επιτυχή κατάληξη των διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους εταίρους. Κι αυτό γιατί οι κινήσεις της ΕΚΤ, εκ των πραγμάτων, δημιουργούν μία εικόνα από την επόμενη ημέρα στην ελληνική οικονομία. Κι όλα αυτά θα ενταθούν στην περίπτωση που η ελληνική πλευρά επιμείνει στην παρούσα αδιέξοδη και αλλοπρόσαλλη στρατηγική της και οδηγηθεί σε ρήξη στις σχέσεις της με την Ευρώπη.

Το επόμενο κρίσιμο τεστ για το ελληνικό ζήτημα, θα είναι η συζήτηση στη Βουλή για τις προγραμματικές δηλώσεις. Εκεί θα φανούν οι προθέσεις της ελληνικής πλευράς στα κρίσιμα ζητήματα της δημοσιονομικής πολιτικής, των μεταρρυθμίσεων και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Εκεί θα φανεί το εάν θα οδηγηθούμε σε ολική σύγκρουση με τους ευρωπαίους εταίρους.

Σε γενικές γραμμές, η παράταση της αβεβαιότητας δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στην ελληνική οικονομία και θα πρέπει να ανακοπεί. Κατά τη γνώμη μου, η ελληνική πλευρά θα πρέπει να πάρει τα χρήματα που υπάρχουν στο τραπέζι, να κλείσει το θέμα και να εργαστεί για την εμπεδωση κλίματος εμπιστοσύνης στην οικονομία και την εντατικοποίηση των αναπτυξιακών ρυθμών. Και τα χρήματα που υπάρχουν στο τραπέζι είναι αρκετά για να χρηματοδοτηθούν κυβερνητικές δράσεις τόσο στο επίπεδο της μείωσης της φορολογίας, όσο στο επίπεδο της ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής. Πιο συγκεκριμένα, από τις δηλώσεις των διαφόρων σημαντικών «παικτών» του ευρωπαϊκού οικοδομήματος έχει καταγραφεί γενική συμφωνία στα παρακάτω:

• Να δοθεί ανάσα στους ελληνικούς προυπολογισμούς μέσω της μείωσης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι εάν συμφωνηθεί η μείωση του στόχου από 4,5% σε 1,5% (έναντι ΑΕΠ), θα απελευθερωθούν περί τα 5 δις ευρώ σε ετήσια βάση.

Να μειωθεί σημαντικά το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους μέσω της επιμήκυνσης της αποπληρωμής ή της μείωσης του επιτοκίου. Την εξέλιξη υποβοηθά το γεγονός ότι η ελληνική πλευρά έχει αποσύρει απο τις διαπραγματεύσεις το αρχικό αίτημα περί διαγραφής του χρέους. Με αυτό τον τρόπο, το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους που σήμερα ανέρχεται σε 6-7 δις ευρώ μπορεί να μειωθεί στα 4-5 δις ευρώ σε ετήσια βάση. Επιπλέον, είναι δυνατόν να επιτευχθεί πάγωμα της πληρωμής τόκων για τα πρώτα χρόνια, το οποίο θα δώσει επιπλέον χρηματοδοτικές «ανάσες» στην ελληνική οικονομία. Άρα, με τον παραπάνω τρόπο θα ήταν εφικτό να εξοικονομηθούν 2-3 δις ευρώ επιπλέον σε ετήσια βάση ή οι τόκοι για τα χρόνια που θα έχουμε το πάγωμα πληρωμής τόκων.

• Να γίνει αποπληρωμή των οφειλών προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο από τους ευρωπαίους εταίρους (έχουμε λήξεις οφειλών ύψους 8,7 δις ευρώ μόνο το 2015) και να αποχωρήσει το ΔΝΤ από την τρόικα. Ταυτόχρονα να μετατεθεί η αποπληρωμή των οφειλών από την ελληνική πλευρά σε βάθος χρόνου. Με άλλα λόγια, να εχουμε αλλαγή πιστωτή (στο τμήμα του χρέους που σήμερα κατέχει το ΔΝΤ) και μετάθεση αποπληρωμής του συγκεκριμένου χρέους

Με αυτό τον τρόπο:

α) δίνεται χρηματοδοτική «ανάσα» στην ελληνική πλευρά, τόσο κατά το 2015 όσο και τα επόμενα χρόνια, και

β) δεν παίρνουμε νέα δανεικά για την αποπληρωμή του υφιστάμενου χρέους, το οποίο σημαίνει ότι δεν θα αυξηθεί το χρέος. Η συγκεκριμένη κίνηση κρίνεται επιβεβλημένη κι από τους ευρωπαίους εταίρους λόγω της σημαντικης διαφοράς μεταξύ του επιτοκίου του χρέους προς το ΔΝΤ (περί το 4,5% μαζί με τα έξοδα) και του επιτοκίου που πληρώνει η ελληνική πλευρά προς τους άλλους ευρωπαϊκούς θεσμούς (περί το 1,5%)

γ) η αποχώρηση του ΔΝΤ από τους πιστωτές δεν σημαίνει ότι αναγκαστικά σταματά η τεχνική βοήθεια του ΔΝΤ προς την Ελλάδα.

Και σε αυτά έρχεται να προστεθεί και μία σειρά επιπλέον θετικών στοιχείων που θα χάσει η ελληνική πλευρά, εάν δεν κλείσει τη συμφωνία με τους ευρωπαίους εταίρους. Πιο συγκεκριμένα:

τη συμμετοχή στο πρόγραμμα παροχής ρευστότητας προς την ευρωπαϊκή οικονομία ύψους 1,1 τρις ευρώ (πρόγραμμα Ντράγκι)

τη συμμετοχή στο επενδυτικό πρόγραμμα Γιουνκέρ ύψους 315 δις ευρώ

• τα ευρωπαϊκά κονδύλια του ευρωπαϊκού προγράμματος ΕΣΠΑ ύψους 26 δις ευρώ μέχρι το 2020

• τα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης & Ανάπτυξης ύψους 6 δις ευρώ

Το ανωτέρω πλαίσιο βρίσκει θετικό έδαφος για να εφαρμοστεί στην αλλαγή πορείας που έχει αποφασιστεί εδώ και μερικούς μήνες στο επίπεδο της ευρωζώνης, με στόχο την εφαρμογή αναπτυξιακών πολιτικών (δράσεις στην καμπύλη προσφοράς χρήματος), παράλληλα με μεταρρυθμίσεις που θα αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Και σε αυτό έρχονται να προστεθούν δύο εξαιρετικά θετικές εξελίξεις που δίνουν επιπλέον ώθηση στην ελληνική οικονομία, όπως:

η πτώση της τιμής του πετρελαίου σε επίπεδα περί τα $50 το βαρέλι (από άνω των $100 το βαρέλι λίγους μήνες πριν)

η υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου ΗΠΑ σε επίπεδα κάτω του 1,15 (από 1,3930 τον Μάιο του 2014).

Με βάση όλα αυτά, η ελληνική πλευρά πρέπει να κλείσει άμεσα τη συμφωνία με τους ευρωπαίους εταίρους. Αρκεί να εγγυηθει η ελληνική πλευρά ότι α) θα διατηρήσει τα πρωτογενή πλεονάσματα (έστω κι αν είναι μειωμένα), και β) θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Εάν, πραγματικά, η κυβέρνηση εννοεί ότι επιθυμεί τη μείωση της ανεργίας και την οικονομική ανάπτυξη, πρέπει να ανακόψει την οικονομική αβεβαιότητα και να εργαστεί για τη δημιουργία του ελληνικού μνημονίου, δηλ. του ελληνικού αναπτυξιακού μοντέλου.

Κλείστε, λοιπόν, τις εκκρεμότητες με τους ευρωπαίους εταίρους και εργαστείτε για την επόμενη ημέρα, πάντα μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.