Πολιτικη & Οικονομια

Καταστρέφοντας την έκφραση του άλλου...

«Το δημόσιο συμφέρον δεν είναι η αυθαιρεσία για τη στήριξη ενός κλάδου και η αυταρχική παρέμβαση στη δουλειά του άλλου»

Προκόπης Δούκας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Προκόπης Δούκας σχολιάζει την παρέμβαση της Πολιτείας στην αισθητική των επιχειρήσεων

Τελικά τα κατάφερε η κυρία Μενδώνη. Και μάλιστα με τις ψήφους των περισσοτέρων κομμάτων, που δείχνουν έτσι πόσο δεν ξέρουν τις συνθήκες και τις απαιτήσεις της συγκεκριμένης δουλειάς, αλλά αρέσκονται στο να χαϊδεύουν προεκλογικά τα αυτιά των «μπατριωτών» και να κολακεύουν τα συνδικαλιστικά ένστικτα της εκλογικής πελατείας, στον χώρο των μουσικών και των δημιουργών του ελληνικού τραγουδιού.

Το νομοσχέδιο, με την ποσόστωση της ελληνόφωνης μουσικής στους κοινόχρηστους χώρους ξενοδοχείων, εμπορικών κέντρων, σταθμών μετεπιβίβασης και καζίνο, έγινε νόμος του κράτους, παρά τις έντονες αντιδράσεις, κυρίως των ξενοδόχων. Κι ας παραβιάζει ευθέως το δικαίωμα του καθενός να ορίζει το ηχητικό (άρα και το αισθητικό) περιβάλλον, εντός της επιχείρησής του.

Η μόνη υποχώρηση που έγινε είναι να πέσει το υποχρεωτικό ποσοστό στο 40%, από το αρχικό 45%. Επί της ουσίας, η αλλοίωση που επιβάλλει ο νόμος είναι τεράστια, όσο κι αν επισήμως η Πολιτεία επικαλείται την «καλή ποιότητα» που μπορεί να βρει κανείς, αν ψάξει, στο ελληνικό τραγούδι. Ουδείς από όσους το λένε αυτό αντιλαμβάνονται ότι η ελληνική παραγωγή αποτελεί λιγότερο από το 1% της παγκόσμιας.

Πέραν του ότι η ελληνική παραγωγή δύσκολα μπορεί να επιδείξει επιδόσεις ποιότητας και τεχνικής εφάμιλλες των διεθνών συνθετών/μουσικών/στούντιο, οι αντιδράσεις έχουν να κάνουν κυρίως με την υποχρέωση. Το «με το ζόρι» είναι που ενοχλεί.

Κι ότι επίσης, δεν είναι απολύτως ταιριαστό να ψωνίζεις στο εμπορικό κέντρο ακούγοντας Δήμο Μούτση ή να ατενίζεις την καλντέρα σε ένα καλαίσθητο ξενοδοχείο, ακούγοντας Ελεωνόρα Ζουγανέλη. Αν το ήθελαν οι επιχειρηματίες, θα το είχαν επιλέξει. Δεν είναι τυχαίο που μάλλον κανείς δεν το κάνει. Κάποιοι καλλιτέχνες σοκαρίστηκαν από τα απαξιωτικά σχόλια στα κοινωνικά δίκτυα. Πέραν του ότι η ελληνική παραγωγή δύσκολα μπορεί να επιδείξει επιδόσεις ποιότητας και τεχνικής εφάμιλλες των διεθνών συνθετών/μουσικών/στούντιο, οι αντιδράσεις έχουν να κάνουν κυρίως με την υποχρέωση. Το «με το ζόρι», ενδεικτικό μιας αυταρχικής νοοτροπίας, είναι που ενοχλεί – και απορίας άξιο που δεν το αντιλαμβάνονται.

Οι υπερασπιστές του νόμου προσπαθούν να υποβαθμίσουν τη σημασία και τις επιπτώσεις του, υπογραμμίζοντας ότι πρόκειται για τη μουσική «που ακούγεται στο ασανσέρ». Αυτό δεν είναι ακριβές, γιατί όταν ψωνίζεις σε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο ή απολαμβάνεις το lounge ενός ξενοδοχείου, μουσική με ποσόστωση θα ακούς.

Αν δεν έχει λοιπόν τόσο σημασία αυτή η μουσική, γιατί επιβλήθηκε η ποσόστωση; Η απάντηση αποκαλύπτει και τα κίνητρα πίσω από τον νόμο: Προφανώς, μόνο για να εισπράττονται δικαιώματα «με το ζόρι», για τους εγχώριους δημιουργούς. Και μάλιστα μόνον από τους άτυχους ιδιώτες επιχειρηματίες, που θα πληρώσουν το μάρμαρο. Οι κρατικοί κοινόχρηστοι χώροι, που θα μπορούσαν επίσης να πληρώνουν δικαιώματα σε Έλληνες δημιουργούς, βγάζουν την ουρά τους απ’ έξω.

Οι εμπνευστές αυτής της υποχρέωσης επικαλούνται το παράδειγμα της Γαλλίας. Η Γαλλία όμως, με την τεράστια γαλλόφωνη παραγωγή (που ταιριάζει πολύ πιο εύκολα σε ύφος με την υπόλοιπη διεθνή), ουδέποτε διανοήθηκε να επιβάλει ποσόστωση σε ιδιωτικό χώρο. Παρεμβαίνει εδώ και χρόνια μόνο στις δημόσιες συχνότητες των ερτζιανών, τις οποίες παραχωρεί η Πολιτεία, με την προϋπόθεση μετάδοσης ενός ποσοστού γαλλόφωνων τραγουδιών –κάτι που στην Ελλάδα η κυβέρνηση βεβαίως δεν τόλμησε να κάνει. Εδώ έγιναν όλα ανάποδα– και πάλι οι ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί αντέδρασαν έντονα.

Το πιθανότερο είναι ότι με το πρώτο πρόστιμο, θα έρθει (μετεκλογικά βεβαίως) και η πρώτη προσφυγή. Κι εκεί θα φανεί αν είναι συνταγματικό να επιβάλεις στον ιδιωτικό χώρο, με τι μουσική επένδυση θα περιβάλλεται. Στο μεταξύ φυσικά, θα έχει γίνει το «ρουσφέτι» – και τρέξτε μετά εσείς να ταλαιπωρηθείτε και να αναπροσαρμόσετε, δεν μας νοιάζει, εμείς τη δουλίτσα μας την κάναμε.

Πώς να αισθάνονται λοιπόν ο πρωθυπουργός, η υπουργός πολιτισμού, οι βουλευτές που υπερψήφισαν και οι δημιουργοί που στήριξαν, τώρα που κατάφεραν να καταστρέψουν την ελεύθερη αισθητική επιλογή και έκφραση χιλιάδων επιχειρηματιών και μουσικών επιμελητών, ανά την επικράτεια; Προφανώς, όπως κάθε φασιστοειδής κρατικός «λειτουργός» που καταστρέφει καριέρες, συμφωνίες, δημιουργικές ανησυχίες και ό,τι άλλο μπορεί, επειδή έχει την ισχύ, με διάφορες δικαιολογίες και προσχήματα. Το δημόσιο συμφέρον δεν είναι η αυθαιρεσία για τη στήριξη ενός κλάδου και η αυταρχική παρέμβαση στη δουλειά του άλλου.

Και να το στηρίζουν αυτό ενσυνείδητα άνθρωποι, που θέλουν να λέγονται και καλλιτέχνες - και αυτονόητα θα έπρεπε να υποστηρίζουν την καλλιτεχνική ελευθερία - είναι ντροπή.