Πολιτικη & Οικονομια

Tη μπουκιά από το στόμα…

Μαντέψτε ποιος σχηματισμός θα απογοητεύσει πιο γρήγορα

Προκόπης Δούκας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Όπως όλα δείχνουν, η τρίτη ψηφοφορία για εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας θα αποβεί και αυτή άκαρπη (παρά το ότι ο Σταύρος Δήμας ήταν ό,τι αξιοπρεπέστερο έχει να επιδείξει η σημερινή δεξιά) και οδεύουμε προς τις πρόωρες κάλπες, πιθανώς την Κυριακή 1η Φεβρουαρίου. Το παράδειγμα της Σουηδίας ουδόλως μας πτόησε, κι ας κινδυνεύουμε, εκτός από την οικονομική «ανακοπή», να αποκτήσουμε στη Βουλή και τρίτο κόμμα τη Χρυσή Αυγή, αφού δεν έχει γίνει ακόμα η δίκη για την εγκληματική οργάνωση. Και το πιθανότερο είναι ότι μαζί με την προκήρυξη εκλογών, θα έχουμε και την ανακοίνωση ενός νέου κόμματος, υπό τον Γιώργο Παπανδρέου, 10 και πλέον χρόνια μετά την ανάληψη της προεδρίας του ΠΑΣΟΚ από τον ίδιο.

Το πολιτικό σκηνικό είναι, ούτως ή άλλως, σουρεαλιστικό. Ένας πρωθυπουργός που εγκαταλείπει ανεύθυνα (όπως ο προκάτοχός του στην προεδρία της ΝΔ Καραμανλής) στα δύσκολα, αφού δεν έκανε παρά ελάχιστες και ελλιπείς μεταρρυθμίσεις, πνιγμένος μέσα στο λαϊκισμό, που πάντοτε υπηρετούσε με ακροδεξιό και εθνικιστικό πρόσημο και μονίμως αποδίδει στον ΣΥΡΙΖΑ. Το πιθανότερο είναι ότι, εγκλωβισμένος στις ανεπαρκείς επιδόσεις του, δεν επιθυμούσε πραγματικά την εκλογή ΠτΔ, αφού ελπίζει σε μια αξιοπρεπή ήττα και στο περίφημο σενάριο της «αριστερής παρένθεσης». Στην ουσία, προσπαθεί με κάθε τρόπο και απεγνωσμένα να μην εγκαταλείψει το θώκο, για να μη σημάνει το αιφνίδιο και τελεσίδικο πολιτικό του τέλος.

Από την άλλη πλευρά, τα πράγματα είναι ακόμα πιο παράλογα: Παρά τις μεγαλοστομίες για την αδήριτη ανάγκη πολιτικής αλλαγής μέσω εκλογών, ένα απολύτως ανέτοιμο και αιθεροβάμον επιτελείο παραμένει τρομοκρατημένο για την «καυτή πατάτα» που τους πέταξε ο Σαμαράς. Αμέσως μετά την εκλογή της, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να υπογράψει ένα νέο μνημόνιο για να εξασφαλίσει χρηματοδότηση – και θα πρέπει να το ονομάσει κάτι άλλο, πιθανώς το εντελώς ανάποδο από αυτό είναι. Έτσι, η χώρα αντιμετωπίζει και επισήμως το πλήρες φάσμα της πολιτικής υποκρισίας, με την αξιωματική αντιπολίτευση να ζητάει επιτακτικά εκλογές που μάλλον δεν επιθυμεί. Τουλάχιστον, όχι με αυτούς τους όρους.

Τώρα, μέσα σε όλα αυτά, προστίθεται κι ένας νέος «πονοκέφαλος», αφού η πολιτική (όπως και η ίδια η ζωή) απεχθάνεται το κενό: Όπως η «τρύπα» της μεταρρυθμιστικής κεντροαριστεράς που άφησαν το βενιζελικό ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ πιθανότατα θα γεμίσει από την πρωτοβουλία του Σταύρου Θεοδωράκη (με ολίγον από Λυκούδη), έτσι και το κενό του παραδοσιακού (ή μη εκσυγχρονιστικού) ΠΑΣΟΚ, που δεν μπόρεσε να καλύψει πραγματικά ο ΣΥΡΙΖΑ, απειλείται να καλυφθεί από την πρωτοβουλία Παπανδρέου – αν τελικά αποτολμήσει το εγχείρημα.

Παρά τη διαπίστωση ότι μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος θα χαρακτηρίσει την επάνοδο Παπανδρέου εκδικητική, θρασεία ή και «διαπλεκόμενη» (αν και η διαπλοκή τον πολέμησε λυσσαλέα), η λατρεία που του επιφύλασσαν πολλοί στον πολιτικό του χώρο δεν ήταν διόλου αμελητέα. Με απήχηση και σε ένα κομμάτι των ανένταχτων μεταρρυθμιστικών δυνάμεων, η παρουσία Παπανδρέου μπορεί να βλάψει όλα τα όμορα κόμματα: Αρκετά το Ποτάμι, ενδεχομένως ακόμα περισσότερο το ΠΑΣΟΚ, αλλά και τον ΣΥΡΙΖΑ, που οφείλει ένα τεράστιο μέρος της εκλογικής του δύναμης στο ανέστιο «παπανδρεϊκό» και «βαθύ» ΠΑΣΟΚ, που στράφηκε στην Κουμουνδούρου, μπας και έρθουν «καλύτερες μέρες» επιστροφής στα εισοδήματα και προνόμια του 2008. Εκεί είναι κυρίως το προσωπικό εκλογικό του ακροατήριο.

Είναι ζήτημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αναγνωρίσει ως πραγματικά «αριστερή ψήφο» το ένα τρίτο των δυνάμεövν του, γι’ αυτό και η εκλογική του βάση είναι ασταθής. Βέβαια, η προοπτική της ανόδου στην εξουσία είναι εξαιρετικά ισχυρός συγκολλητικός παράγων. Μένει να δούμε αν το νέο κόμμα Παπανδρέου, δεδομένης και της πόλωσης, θα μπορέσει να τoν κλονίσει. Mπορεί να κάνει πίσω κατόπιν συμφωνίας ή και να αποτύχει πλήρως, τo τοπίο όμως της κεντροαριστεράς είναι πια ανεπιστρεπτί κατακερματισμένο, μέχρι την προσεχή εκλογική αναμέτρηση.

Καθώς η μάχη γίνεται πολυμέτωπη, ο Ευάγγελος Βενιζέλος θα μπορούσε να έχει δύο όπλα: Από τη μια να συνάψει συμφωνία με τον ΣΥΡΙΖΑ, με την ελπίδα να συγκυβερνήσει μαζί του (αν και θα υπήρχε μεγάλο πρόβλημα στην αποδοχή του «αντιπροέδρου») ή από την άλλη να ρίξει στο τραπέζι το τελευταίο του χαρτί, την απλή αναλογική, που θα έκοβε απολύτως τα φτερά του ΣΥΡΙΖΑ για μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, που με όπλο την πόλωση, θα τον έβγαζε αυτοδύναμο. Τα σενάρια όμως αυτά τώρα μοιάζουν λιγότερο πιθανά, καθώς το μεν ΠΑΣΟΚ κινδυνεύει ακόμα και να μείνει εκτός Βουλής, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να συνηθίσει την ιδέα ότι θα συγκυβερνήσει ψαλιδισμένος, με τουλάχιστον δύο από τους τρεις παραπάνω εταίρους (και με οποιονδήποτε μεταξύ τους συνδυασμό), προκειμένου να εξασφαλίσει τη «δεδηλωμένη».

Και για μεν το σημερινό ΠΑΣΟΚ δεν υπάρχει καμία κοινωνική συμπάθεια, καθώς του χρέωνεται (αδίκως) όχι μόνο το σύνολο της ευθύνης για το ξέσπασμα της κρίσης αλλά και η συμπεριφορά του νυν αρχηγού προς τον προκάτοχο του, κάτι που χιλιάδες οπαδοί και φίλοι δεν του συγχώρεσαν ποτέ. Άλλωστε, το να γίνεις ο πιο αντιπαθής αρχηγός κόμματος, μαζί με τον χρυσαυγίτη Μιχαλολιάκο, θέλει προσπάθεια. Και τα χαρακτηριστικά της πολιτείας του Ευάγγελου Βενιζέλου συνέβαλαν τα μέγιστα σε αυτό.

Αλλά για τον ΣΥΡΙΖΑ, που αποτελεί «ελπίδα» για υπολογίσμο κομμάτι της κοινωνίας, ο απολογισμός των τελευταίων δύο χρόνων είναι αναπόφευκτα πικρός: Όταν παραμένεις εγκλωβισμένος στις αντιφάσεις σου, με τη ρητορική της παραδοσιακής αριστεράς να μην μπορεί να αποκηρύξει την απλή αναλογική, ενώ ταυτοχρόνως αρνείσαι την (εύλογη) συνεργασία με τους γειτονικούς σχηματισμούς (που η ίδια η απλή αναλογική επιτάσσει) και την αναζητάς στους «ψεκασμένους» στις παρυφές της ακροδεξιάς, με μόνο γνώμονα την αντιμνημονιακή υστερία, αδυνατείς να υπερβείς τα όριά σου και να πείσεις.

Όταν επιδιώκεις το ρόλο ενός μετριοπαθούς (αναπόφευκτα κεντροαριστερού) κόμματος εξουσίας, χωρίς να το εννοείς και χωρίς να εγκατελείπεις την αφελή και εμπρηστική ρητορική που προσπαθεί να ικανοποιήσει ένα συνονθύλευμα πρώην οπαδών του ΚΚΕ και του χειρότερου «βαθέος»ΠΑΣΟΚ, με άρωμα αριστερισμού, τότε οι «τραβεστί» εκλογικές επιδόσεις σου δεν είναι άξιες εμπιστοσύνης.

Όταν εξακολουθείς να μιλάς για «νταούλια που θα χορέψουν τις αγορές», ενώ ο βασικός σου αντίπαλος επιδεικνύει την εξωφρενική ανευθυνότητα να «σκίζει τα μνημόνια» και να επιζητά το δανεισμό χωρίς καμία προετοιμασία και δουλειά σε βάθος, τότε έχεις τη σοβαρή πιθανότητα να τον αφήσεις αλώβητο εκλογικά να σε πλησιάζει (έχοντας «καθαρίσει» το χώρο γύρω του), αντί να τον στείλεις σπίτι του – επιβεβαιώνοντας ότι αποτελείς απλώς την άλλη πλευρά ενός νομίσματος άκρατου βαλκανικού λαϊκισμού, με υπερφίαλη ελαφρότητα.

Όταν σε ένα τόσο ρευστό πολιτικό σκηνικό, ενθαρρύνεις ή ανέχεσαι να αλωνίζει η ακραία και φανατική ρητορική κι ένας ιντερνετικός όχλος που δεν επιδιώκει τίποτε άλλο παρά να λιντσάρει την αντίθετη άποψη, δεν θα καταλάβεις ποτέ γιατί το μεγαλύτερο τμήμα του εκλογικού σώματος σε φοβάται: Όχι μόνο γιατί θέλει να διατηρήσει τις καταθέσεις του αλώβητες, αλλά γιατί αρνείται να του υποβιβάσεις το (όποιο) επίπεδο του δημοσίου διαλόγου και του πολιτισμού, που έχει καταφέρει να επιτύχει.

Κι όταν καταφεύγεις μονίμως στο μανιχαϊσμό των εμφυλιοπολεμικών απλουστεύσεων «ή εμείς ή αυτοί», αποκαλώντας όσους έχουν διαφορετικές αντιλήψεις από εσένα «συστημικούς» και «μνημονιακούς» εχθρούς, κινδυνεύεις να μην αντιληφθείς τι ήταν αυτό που σε εκτόξευσε ξαφνικά από το περιθωριακό 4% στο 30%. Και τελικά, να σου πάρουν τηn μπουκιά από το στόμα…


Υ.Γ. Κάποιοι θα εκτιμήσουν ότι η κατάσταση που διαμορφώνεται ευνοεί τον ΣΥΡΙΖΑ με την έννοια της ευκολότερης «κωλοτούμπας», που διακαώς επιθυμεί, προκειμένου να αντιμετωπίσει το οξύ πρόβλημα του δανεισμού της χώρας και να δικαιολογηθεί ταυτοχρόνως στους οπαδούς του. Τόσο η Σκύλλα, όμως, όσο και η Χάρυβδη του πολιτικού μας σκηνικού θα αντιμετωπίσουν αναπόφευκτα τις συνέπεις της ρητορικής τους. Μαντέψτε ποιος σχηματισμός θα απογοητεύσει πιο γρήγορα, όταν διαψευστούν οι προσδοκίες…