Πολιτικη & Οικονομια

Η σημερινή απογοήτευση αφετηρία για πολιτικοποίηση

Σήμερα περισσότερο από ποτέ αναγκαία

Δημήτρης Μερεντίτης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας και όσα ακολούθησαν με τις καταγγελίες (από τα αριστερά ή τα κωμικοδεξιά του πολιτικού συστήματος) περί χρηματισμού βουλευτών διαμορφώνουν ένα πολιτικό σκηνικό απόλυτης παρακμής. Γραφικοί της πολιτικής καταγγέλλουν προσπάθειες χρηματισμού τους από κομματικούς τους ομοτράπεζους, γυρολόγοι της κεντροαριστεράς ή (οψίμως) της αριστεράς καλούν άλλους βουλευτές να μην ψηφίσουν για ΠτΔ για να αποδείξουν πως δεν χρηματίζονται, ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης μιλάει για αποστάτες (εννοώντας βέβαια μόνο όσους στηρίζουν άλλα κόμματα και όχι όσους προσχωρούν στο δικό του).

Η ανταλλαγή πολιτικών επιχειρημάτων και προτάσεων έχει από καιρό εκλείψει. Το παιχνίδι παίζεται ανάμεσα σε μας και τους άλλους. Η μόνη εμφανής διαχωριστική γραμμή είναι το μνημόνιο – αντιμνημόνιο και η στάση εκάστου σ’ αυτό το δίλημμα χαρακτηρίζει εξ αρχής και την άποψή του ως αποδεκτή ή όχι.

Την ίδια στιγμή, αυτό το παντελώς ακατάλληλο πολιτικό προσωπικό καλείται να διαχειριστεί τη χειρότερη δημοσιονομική κρίση της χώρας. Μια κρίση που ακριβώς εξ αιτίας της ανεπάρκειας της πλειοψηφίας των εκπροσώπων μας, έχει ήδη εξελιχθεί σε κρίση θεσμών και σταδιακά σε πολιτειακή κρίση.

Από τη μία πλευρά μια κυβέρνηση που προσπάθησε να διαχειριστεί την κρίση με νοοτροπίες περασμένων δεκαετιών. Δεν προχώρησε στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις υπό το φόβο του πολιτικού κόστους, πήρε με ευκολία εισπρακτικά μέτρα, επέδειξε ατολμία και αδιαφορία για τις διαθρωτικές αλλαγές, συνέχισε την πολιτική της επιβράβευσης των πλέον ακατάλληλων σε καίριες θέσεις με μοναδικό κριτήριο την τακτοποίηση ημετέρων. Η μοναδική μεταρρύθμιση, η τοποθέτηση μονίμου Γ.Γ. Δημοσίων Εσόδων ακυρώθηκε γρήγορα για μικροκομματικές σκοπιμότητες. Το μήνυμα της κυβέρνησης ήταν θολό και αναφορικά με τις προθέσεις της για μια σειρά από αλλαγές, οι οποίες γίνανε και έπρεπε να προχωρήσουν, όπως ο νομός για την λειτουργία των Πανεπιστήμιων και η Διαύγεια. Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν έκπληξη. Από τη δημαγωγία των Ζαππείων περάσαμε με ευκολία στη μνημονιακή εποχή και από εκεί ξανά στο διαγωνισμό για το σκίσιμο των μνημονίων. Τυχοδιωκτικά πορεύεται ο πρωθυπουργός και στο θέμα εκλογής ΠτΔ προτείνοντας ένα στενά κομματικά πρόσωπο, επιδιώκοντας εξαρχής εκλογές, πιστεύοντας ότι συμφέρουν τόσο τον ίδιο όσο και το κόμμα του, προσδοκώντας ίσως σε ένα σενάριο αριστερής παρένθεσης.

Από την άλλη μια αντιπολίτευση (μείζων και ελάσσων) που χάιδεψε κάθε συντεχνιακό αίτημα, τορπίλισε κάθε απόπειρα συνεννόησης, καλλιέργησε και επιβράβευσε το λαϊκισμό. Δεν στήριξε καμία προσπάθεια αλλαγής, δεν πρότεινε κανένα συγκεκριμένο μέτρο, ανήγαγε τη στασιμότητα σε προοδευτικό λόγο, επανέφερε στο δημόσιο λόγο κατηγορίες περί αποστατών, δοσιλόγων και Τσολάκογλου. Αδυνατεί να διαμορφώσει σοβαρό κυβερνητικό πρόγραμμα, συναγωνίζεται τον Πρωθυπουργό στο προφορικό σκίσιμο του μνημονίου, ομνύει σε φανταστικούς τρόπους χρηματοδότησης των δημοσίων δαπανών, αποφεύγει συστηματικά την υπαγωγή των επιθυμιών της στην πραγματικότητα και επιδεικνύει με καμάρι την πλήρη άγνοια των στελεχών της για κάθε ζήτημα διακυβέρνησης της χώρας.

Το περιβάλλουν αυτό, το διαζύγιο με τη λογική, μας αδικεί όλους, δε μας ταιριάζει. Είναι αναγκαίο να απαιτήσουμε την επανασύνδεση του πολιτικού λόγου με την πράξη. Είναι αναγκαίο να διαμορφώσουμε ένα συλλογικό πρόταγμα με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας. Πρέπει να περάσουμε από τις άγονες ανταλλαγές ύβρεων, συνθημάτων, καταγγελιών και μύθων στο διάλογο, τη σύνθεση, το έργο, το σεβασμό και την ειλικρίνεια. Η πολιτική είναι το μεγάλο πεδίο δράσης μέσα από το οποίο οι άνθρωποι μπορούνε να διαβουλεύονται, να διαμορφώνουν πλαίσια δράσης, να κυβερνήσουν τους εαυτούς τους. Η συμμετοχή μας, η νέα πολιτικοποίηση είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ αναγκαία.