Πολιτικη & Οικονομια

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος: «Να αφήσουμε κι εμείς κάτι καλό στους επόμενους»

Συναντήσαμε τον νέο πρόεδρο των Γενικών Αρχείων του Κράτους και μας μίλησε για την προσωπική του διαδρομή

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
ΤΕΥΧΟΣ 905
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Δημήτρης Σωτηρόπουλος
Δημήτρης Σωτηρόπουλος © Θανάσης Καρατζάς

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος: Συνέντευξη με τον νέο πρόεδρο των Γενικών Αρχείων του Κράτους

Ο νέος πρόεδρος της Εφορείας των Γενικών Αρχείων του Κράτους είναι καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης (ΟΗΤΕ). Ιστορικός που με το ένα πόδι πατάει στην Πολιτική, ένας διανοούμενος με δημόσια παρουσία. Πώς διαμορφώθηκε η διανοητική του διαδρομή και εμπειρία; Κράτησα όσα είπαμε για τη σημασία της θεσμικής μνήμης των Αρχείων του Κράτους και το σημαντικό έργο της υπηρεσίας της οποίας προεδρεύει –θέση την οποία διαχρονικά έχουν αναλάβει σημαντικές προσωπικότητες–, δίνοντας προτεραιότητα στο πιο προσωπικό κομμάτι της συζήτησής μας.

«Προσπαθώ πάντα να συνδέσω τη μικροϊστορία με τη μεγάλη Ιστορία, γιατί έτσι μόνο αποκτούν ενδιαφέρον και οι προσωπικές μας αφηγήσεις» λέει ο Δημήτρης Σωτηρόπουλος και μέσα από τη ζωή του ξετυλίγεται η ιστορία μας των τελευταίων 30 χρόνων. Μας διαπερνά μια μελαγχολία όταν καταλήγουμε στα χρόνια της χρεοκοπίας – γόνιμη περίοδο για τον ίδιο ως ιστορικό και συγγραφέα, που μας στέρησαν ωστόσο ευκαιρίες να χτίσουμε ατομικά και συλλογικά. Δεν είναι απαισιόδοξο το συμπέρασμα, η ίδια εκείνη περίοδος ήταν καθοριστική ως προς την πολιτική αυτοσυνείδηση για πολλούς της γενιάς μας. Ίσως έτσι να προχωράνε οι κοινωνίες, μέσα από την ψυχική και διανοητική ωρίμανση του καθένα από εμάς, καταλήγουμε – «και εκεί είναι που μπορούμε να συναντηθούμε, φτιάχνοντας κοινούς τόπους, και να κοιτάξουμε στο μέλλον».

Δημήτρης Σωτηρόπουλος: Συνέντευξη με τον πρόεδρο των Γενικών Αρχείων του Κράτους 

Από τη Φιλολογία στην Ιστορία

― Από το παράθυρο του νέου σου γραφείου έχεις θέα όλη την πόλη. Είσαι γέννημα-θρέμμα της Αθήνας και γνωρίζω ότι την αγαπάς πολύ.
Γεννήθηκα το 1972 στο ιστορικό κέντρο της, σε μια γειτονιά που σήμερα αδυνατώ να αναγνωρίσω από τα μπαρ και τον πολύ διαφορετικό κόσμο που κατοικεί πλέον εκεί. Σκέφτομαι την Αθήνα κάπως σαν μάνα μου: φροντιστική αλλά και εκνευριστική μαζί, όπως όλες οι μανάδες.
«Συνελήφθην» πάντως μέσα στη δικτατορία, όπως λέω χαριτολογώντας, οπότε είμαι γέννημα θρέμμα και μεταπολίτευσης. Στη μεγάλη δημοκρατική ευρυχωρία της είναι που οφείλω το ποιος είμαι. Έχω κι εγώ τις αντιφάσεις μου, βέβαια, όπως και εκείνη. Μεγάλωσα πάντως σε ένα σπίτι που υπήρχαν πολλά βιβλία. Η πολιτική από την πλευρά της μητέρας μου και η ιστορία από την πλευρά του πατέρα μου (αν και έχει σπουδάσει οικονομικά) ήταν διαρκώς παρούσες.

― Παρότι ιστορικός διαβάζεις πολλή λογοτεχνία και ποίηση, ενώ έχεις περάσει από Φιλολογία, σωστά;
Άρχισα να διαβάζω από τα 14 μου λογοτεχνία και κόμικς, μαζί με διάφορες γενικές της Επανάστασης ή Παγκόσμιες Ιστορίες που έβρισκα στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου. Η δική μου συνάντηση με την ιστοριογραφία έγινε μέσα από τη φιλολογία και τα ελληνικά γράμματα, την ποίηση και τη λογοτεχνία. Από έφηβος είχα πολύ μεγάλη αγάπη στον Εμπειρίκο και τους πρώτους υπερρεαλιστές, καθώς και σε όλες τις διανοητικές διεργασίες του μεσοπολέμου, που με οδήγησαν στην πολιτισμική ιστορία, ελληνική και γαλλική.

Προς το τέλος των σπουδών μου, οι διανοητικές μου αναζητήσεις μετατοπίστηκαν προς την πολιτική ιστορία και την πολιτική θεωρία. Μιλάμε ωστόσο για μετατόπιση αντικειμένων και όχι ευαισθησιών, είναι αδύνατον να ξεχωρίσει κανείς τις διανοητικές ευαισθησίες από τις ψυχικές. Είναι πάντα μια εσωτερική ανάγκη που σε οδηγεί να επιλέξεις θέματα και αντικείμενα που με κάποιον τρόπο σε συγκινούν βαθιά.

― Η αλλαγή πορείας στις σπουδές ήταν στα μέσα του ’90, τι συμβαίνει τότε στην Ελλάδα;
Κάπου εκεί ολοκληρώνεται μια πρώτη φάση της μεταπολίτευσης η οποία έχει φτιαχτεί με τα υλικά της λεγόμενης γενιάς του Πολυτεχνείου. Ξεκινάει μια τάση να απαλλαγούμε από την επήρεια του άκρατου λαϊκισμού που έχει διαποτίσει το πολιτικό σύστημα. Στην ίδια λογική, υπάρχει και ένα αίτημα εκσυγχρονισμού στα χρόνια του Σημίτη. Η δεκαετία του ’90 είναι μια φάση σχετικής ωρίμανσης μετά το ξεχείλωμα της προηγούμενης δεκαετίας. Θυμάμαι ότι τότε διαπνέομαι από έναν πατριωτισμό στο πλαίσιο του οποίου θέλω να με βλέπουν ισότιμα με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, και θυμώνω όταν δεν συμβαίνει. Είμαι πολύ παθιασμένος με τον νεοελληνικό πολιτισμό, αλλά όχι με εθνικιστικούς όρους. Άλλες όψεις του με γοητεύουν πολύ και άλλες με απωθούν εξίσου. Αλλά και αυτό που μας απωθεί είναι γραμμένο μέσα μας.

Το θέμα της διδακτορικής μου διατριβής είχε να κάνει με το ελληνικό πολιτικό σύστημα της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, υπό το πρίσμα ότι πολλά από τα πράγματα της πολιτικής και πολιτισμικής μας ζωή διαμορφώθηκαν τη δεκαετία του ’60. Αυτά τα δύο είναι αδιαχώριστα, ό,τι παράγει η κουλτούρα αντανακλάται και στο πολιτικό φαινόμενο.Βλέπουμε άλλωστε και σήμερα πόσο μεγάλη σημασία έχουν οι πολιτισμικές διαιρέσεις, που συγκροτούν με τη σειρά τους πολιτικές ταυτότητες, όπως για παράδειγμα το τι πιστεύουμε για ζητήματα όπως ο γάμος των ομοφύλων ή όπως στα τέλη του ’90, η διαμάχη για τις Ταυτότητες. Ήδη από τότε λοιπόν αυτά έχουν πολύ μεγάλη σημασία για μένα. Και διαμορφώνουν και τη δική μου πολιτική ταυτότητα.

Συνέντευξη με τον Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλος, πρόεδρο των ΓΑΚ
Ο Δημήτρης Σωτηρόπουλος στο γραφείο του, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους © Θανάσης Καρατζάς

Οι Έλληνες ιστορικοί και η Αριστερά

Παρότι η πολιτική τον ενδιαφέρει δεν εντάσσεται σε κόμματα και νεολαίες, διατηρώντας μία στάση μοναχικού λύκου. Διαβάζει ατελείωτες ώρες ξενυχτώντας και παρακολουθεί ανελλιπώς την πολιτική επικαιρότητα, σαν να χρησιμοποιεί τη συγχρονία για να καταλάβει το παρελθόν και το αντίστροφο. Η υποτροφία από το ΙΚΥ του επιτρέπει να είναι απόλυτα αφιερωμένος, το ένα ζήτημα τον πηγαίνει στο άλλο, όπως και στη ζωή, ανοίγονται καινούργια ενδιαφέροντα και πεδία. «Ακόμη έτσι λειτουργώ», σημειώνει, «δεν μου αρέσουν τα στεγανά και η τρομερή εξειδίκευση. Η γνώση για μένα είναι αέναη χαρά και παιχνίδι».

― Ποια είναι τα διαβάσματα που σε καθόρισαν; Και ποιοι οι «δάσκαλοι»;
Πέρα από τις ξένες σχολές σκέψης, τη γαλλική ιστοριογραφία, την ιταλική μικροϊστορία και τον αγγλικό εμπειρισμό που τα γνωρίζω από το πέρασμά μου από αυτές τις χώρες, οι πιο πολύτιμοι οδηγοί είναι οι παλιότεροι Έλληνες ιστορικοί, που συγκρότησαν τη σύγχρονη ελληνική ιστοριογραφική παράδοση. Πριν από αυτούς, ήταν κυρίως μέσω της φιλολογίας που μπορούσες να προσεγγίσεις το παρελθόν.

Όταν μελετάω την ελληνική Ιστορία οι πόρτες είναι ορθάνοιχτες χάρη στον Σβορώνο, τον Κ.Θ. Δημαρά, τον Φίλιππο Ηλιού, τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο και τον Σπύρο Ασδραχά, αλλά και λίγο πιο μετά, τον Π. Κονδύλη. Μεσολαβεί μια επόμενη γενιά μαθητών τους, και δικών μας δασκάλων, και ακολουθεί η δική μου γενιά ιστορικών. Υπάρχει πλέον σημαντική ιστοριογραφική παράδοση στη χώρα. Ομολογώ όμως ότι μου αρέσει πάντα και η έκκεντρη σκέψη, όπως π.χ. του Κωστή Παπαγιώργη τον οποίο διαβάζω με μανία παρότι διαφωνώ έντονα με την ιστορική του κρίση. Είναι αυτονόητο ότι δεν αγαπάμε μόνο εκείνους με τους οποίους συμφωνούμε. Είμαστε πάντα, έτσι κι αλλιώς, ένα κράμα από παραδοσιακά και μοντέρνα στοιχεία. Η μελέτη του παρελθόντος πάντως δεν ήταν αυτοσκοπός, με ενδιαφέρει σαν εργαλείο κατανόησης του παρόντος. Γι’ αυτό και εκείνο που περισσότερο με ελκύει είναι η σύγχρονη πολιτική και πολιτισμική ιστορία.

― Η δεκαετία του ’90 περνάει με συστηματική μελέτη. Τι θυμάσαι από εκείνα τα χρόνια;
Είμαι νυχτόβιος, ταξιδεύω συνέχεια, αλητεύω πολύ, βλέπω ατέλειωτο σινεμά, παραμένω αρκετά εσωστρεφής και προτιμώ να συνδέομαι με τους ανθρώπους κυρίως μέσω των διανοητικών μου ενδιαφερόντων. Είναι χρόνια προσωπικής προετοιμασίας, χωρίς να το πολυκαταλαβαίνω. Συλλέγω εμπειρίες δίχως να ξέρω τι θα τις κάνω. Είναι επίσης η περίοδος της μεγαλύτερης ελευθερίας που έχω βιώσει ποτέ στη ζωή μου, και δεν νομίζω ότι μπορεί να επαναληφθεί. Σήμερα μόνο μπορώ να συνειδητοποιήσω την απίστευτη ζωτική δύναμη που κρύβει η περίοδος από τα 20 ως τα 30 μας χρόνια. Και το λέω και στους φοιτητές μου, να μην τα ξοδεύουν άσκοπα.

― Αρκετοί νέοι διανοούμενοι τότε στρέφονται στην Αριστερά. Γιατί όχι κι εσύ;
Όσα έχουν προηγηθεί, μου έχουν επιτρέψει να είμαι κάποια πράγματα και να μην είμαι κάποια άλλα. Δεν αισθάνομαι δηλαδή υποχρεωμένος να ακολουθήσω τους δρόμους που ακολούθησαν οι νεαρότεροι της πρώτης φάσης της γενιάς της Μεταπολίτευσης, όπου λίγο πολύ όλα τα ενδιαφέροντα πράγματα περνούσαν μέσα από τον μαρξισμό. Ο «πολιτισμός» της Αριστεράς συγκροτούνταν όντως από έναν πολύ μεγάλο πλούτο ενδιαφερόντων και ευαισθησιών, και η παρακαταθήκη αυτή ήταν πολύ σημαντική και για μένα. Είχε όμως τις στρεβλώσεις της, αντιλαμβανόμουν τα όρια μιας σκέψης περιορισμένης γύρω από θέματα που τροφοδοτούνται από την ιδεολογία. Έχουν άλλωστε όλα απομυθοποιηθεί μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων, και η κριτική προκύπτει αναπόδραστα.

Ενστικτωδώς, παρότι δεν προέρχομαι από «δεξιά» οικογένεια –το αντίθετο–, είχα κατακτήσει τη διανοητική ελευθερία να μην αισθάνομαι ότι πρέπει σώνει και καλά να σκεφτώ σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση, και αυτό το οφείλω εν μέρει και στους γονείς μου που μου το επέτρεψαν ακόμη και ασυνείδητα. Στον πυρήνα τους, ωστόσο, οι ιδεολογικές προτιμήσεις είναι ψυχικές κλίσεις. Κι εγώ από τη φύση μου δεν μπορώ να δεσμεύομαι από μεγάλες ιδεολογίες. Ασφυκτιώ. Είμαι πιο εκλεκτικιστής και προτιμώ να φτιάχνω από δικές μου επινοήσεις το παζλ του εαυτού μου.

Συνέντευξη με τον Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλος, πρόεδρο των ΓΑΚ
Αφίσα στους διαδρόμους των Γ.Α.Κ. με μπροσούρες από τις εκθέσεις που συχνά διοργανώνουν © Δήμητρα Γκρους

Τα χρόνια της χρεικοπίας: Προσομοίωση ιστορικής κρίσης σε πραγματικό χρόνο

Όταν μπαίνουμε στη δεκαετία του 2000 έχει τελειώσει τη διατριβή και τη στρατιωτική του θητεία, και κάνει ό,τι οι νεαροί διδάκτορες, βρίσκει θέσεις συμβασιούχου διδάσκοντος σε ΑΕΙ της περιφέρειας κυρίως. Έτσι έρχεται σε επαφή με την ελληνική επαρχία την οποία αγνοούσε σε μεγάλο βαθμό – ένα ακόμη βιωματικό μάθημα που τον βγάζει, όπως λέει, από τις όποιες «σιγουριές» του.

― Πώς εκλάμβανες τα χρόνια της αμεριμνησίας και αργότερα τη χρεοκοπία; Ήταν αντικείμενο της μελέτης σου.
Αντιλήφθηκα αρκετά νωρίς ότι η Ελλάδα είχε μπει σε μία φάση μεγάλης ελαφρότητας, και ότι το πρόβλημα δεν ήταν μόνο οικονομικής φύσης. Έτσι όταν ξέσπασε η κρίση του 2010, ήμουν πεπεισμένος ότι η λύση δεν είναι να συντηρήσεις την προηγούμενη κατάσταση, με τα φθαρμένα υλικά της μεταπολίτευσης στις χειρότερες εκδοχές της. Όπως και ότι δεν μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα εθελοτυφλώντας, όπως πρότεινε σχεδόν στο σύνολό του το πολιτικό σύστημα, κοροϊδεύοντας τον εαυτό του, την κοινωνία και τους ξένους. Η «αντιστασιακή Ελλάδα» είναι διαχρονικά ο ορισμός του αντι-εκσυγχρονισμού. Οι οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές όψεις της χρεοκοπίας αφορούν τόσο το πολιτικό σύστημα, όσο και την κοινωνία, και οι δύο ήταν ανάγκη να κοιταχτούν στον καθρέφτη. Και το έπραξε μόνο ένα μέρος τους.

 Ως ιστορικός ζούσα σε πραγματικό χρόνο τι σημαίνει χρεοκοπία, πολιτική και αξιακή κρίση: όσα μελετούσα για προηγούμενες δεκαετίες τα έβλεπα να συμβαίνουν

Ξεκίνησε μία νέα φάση διανοητικών αναζητήσεων, καθώς ως ιστορικός ζούσα σε πραγματικό χρόνο τι σημαίνει χρεοκοπία, πολιτική και αξιακή κρίση: όσα μελετούσα για προηγούμενες δεκαετίες τα έβλεπα να συμβαίνουν. Πέραν του πόσο οδυνηρό είναι όλο αυτό, ήταν ταυτόχρονα ένα μοναδικό παρατηρητήριο για να καταλάβω τη σύγχρονη Ελλάδα, όλα απλωμένα μπροστά στα μάτια μου: η πολιτική κρίση, η κρίση κουλτούρας, αλλά και το πώς τοποθετούνταν ο καθένας, οι φίλοι μας, οι συγγενείς μας, οι γνωστοί μας, άνθρωποι με τους οποίους μέχρι τότε μπορεί να αισθανόμασταν πολύ κοντά. Διότι οι κρίσεις αναδεικνύουν τους χαρακτήρες μας και ό,τι κουβαλάμε απελευθερώνεται – όλα μπαίνουν στο τραπέζι και όλα κρίνονται σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο.

Συνέντευξη με τον Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλος, πρόεδρο των ΓΑΚ
Ό Δ. Σωτηρόπουλος στο Αναγνωστήριο των Γενικών Αρχείων του Κράτους © Θανάσης Καρατζάς

Το ΑΝΤΙΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και μια νέα πολιτική ταυτότητα

Την εποχή της κρίσης αρθρογραφεί τακτικά, αισθανόμενος την υποχρέωση να τοποθετηθεί ως κάποιος που διαθέτει εργαλεία γνώσης και οφείλει να τα μοιράζεται. Είναι αυτό που λέμε, τι κάνουν οι διανοούμενοι. «Το βασικό χαρακτηριστικό των διανοουμένων πρέπει να είναι η παρρησία, αν και οφείλουν να μετρούν δέκα φορές τα λόγια τους πριν μιλήσουν». Λέει ότι του ήταν πολύ σαφές με ποιον να ταχθεί πολιτικά και είναι μια πολύ δημιουργική περίοδος που τροφοδοτεί την επιστημονική του δουλειά και τα βιβλία που δουλεύει. «Όλα νομίζω θα τα έγραφα και θα τα σκεφτόμουν αλλιώς, αν δεν υπήρχε η κρίση».

― Γεννιέται τότε κι ένας καινούργιος χώρος στα social media, όπου μεταφέρεται η δημόσια αντιπαράθεση.
Φυσικά, έχουμε τις νέες κοινωνικές αντιπαλότητες και συμμαχίες για το «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», το δημοψήφισμα, τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Μέσα εκεί είναι που συγκροτείται και αυτό που ονομάζουμε ΑΝΤΙ-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Το οποίο θεωρώ ότι είναι ένα πρόπλασμα για να φτιαχτεί σταδιακά κάτι σημαντικότερο το οποίο είναι ακόμα σε εξέλιξη, αυτό που ονομάζεται φιλελεύθερο πολιτικό κέντρο, που για μένα είναι ο χώρος που αυτοτοποθετούμαι πλέον πολύ συνειδητά. Πάντως, το ΑΝΤΙ-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο υπήρξε μια ετερόκλιτη συμμαχία, που περιελάμβανε και στοιχεία μη φιλελεύθερα και νεοσυντηρητικά.

Νομίζω, πριν από το 2010, ήμασταν αρκετοί που μας ήταν δύσκολο να ενταχθούμε ολόψυχα σε κάποιο πολιτικό κόμμα. Πολλοί θα λέγαμε ότι ακολουθούσαμε μία κεντροαριστερή τροχιά αλλά σήμερα αυτές οι κατηγοριοποιήσεις είναι πολύ αδύναμες. Πάντως ο κόσμος αυτός εντάσσεται αυθορμήτως σήμερα στην κεντρώα πτέρυγα της ΝΔ υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος το εκφράζει αρκετά αυθεντικά σε προσωπικό επίπεδο, παρότι αρχηγός ενός κόμματος με περισσότερες τάσεις τις οποίες συχνά καλείται να εξισορροπήσει. Από τους νεότερους, ξεχωρίζω τον Κυριάκο Πιερρακάκη που αποτελεί ένα φωτεινό δημιούργημα των πολιτικών και πολιτισμικών υλικών της μεταπολίτευσης, και της μεσαίας τάξης της Αθήνας, και αισθάνομαι ότι με εκφράζει πολύ αντιπροσωπευτικά. Είναι ένα μοναδικό κράμα πολιτικού και διανοουμένου που χρησιμοποιεί επίσης τη γνώση της ιστορίας για να σχεδιάσει καλύτερα το μέλλον.

Δεν μου αρέσει η έννοια της υπερπολιτικοποίησης, πρέπει να αφήνουμε πάρα πολλά πράγματα εκτός πολιτικής αν θέλουμε να αποφύγουμε τους κινδύνους ενός νέου ολοκληρωτισμού

― Ίσως ήταν η παρακαταθήκη εκείνης της περιόδου για πολλούς της γενιάς μας, και όχι μόνο, οι νέες πολιτικές ταυτότητες.
Ήταν η ιστορική συγκυρία που μας υποχρέωσε να αποκτήσουμε μία πολύ πιο συνεκτική πολιτική αυτοσυνείδηση που δεν έχει την έννοια της κομματικής ταυτότητας, ούτε βέβαια την έννοια προηγούμενων δεκαετιών που αυτή η ταυτότητα καθόριζε τους ανθρώπους με καθολικό τρόπο. Δεν μου αρέσει η έννοια της υπερπολιτικοποίησης, νομίζω πως πρέπει να αφήνουμε πάρα πολλά πράγματα εκτός πολιτικής αν θέλουμε να αποφύγουμε τους κινδύνους ενός νέου ολοκληρωτισμού. Να μην ταυτίζουμε απόλυτα τους ανθρώπους με τις απόψεις τους. Αυτή ήταν η παγίδα στην οποία πέσαμε τα χρόνια της κρίσης διότι επικράτησε η έννοια του «εχθρού» και όχι του αντιπάλου, μια τεράστια στρέβλωση που μας έκανε κακό ως κοινωνία.

Συνέντευξη με τον Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλος, πρόεδρο των ΓΑΚ
Αφίσα έξω από το γραφείο του προέδρου της εφορίας των Γ.Α.Κ. © Δήμητρα Γκρους

Το αίτημα της χειραφέτησης

Για κάθε γενιά υπάρχει ένα γεγονός που την διαμορφώνει, στις προηγούμενες ήταν ο Εμφύλιος, μετά το Πολυτεχνείο. «Τη δική μου γενιά τη διαμόρφωσε η ιστορική περίοδος της κρίσης, και πιστεύω ότι πάντοτε σε αυτήν θα επανέρχομαι γιατί ήταν καθοριστική. Με υποχρέωσε να διαβάζω με πολιτικούς όρους την ιστορία και με ιστορικούς την πολιτική». Επανέρχεται στο ότι οι άνθρωποι πρέπει να προχωράνε, οι κοινωνίες να συναντώνται σε κοινούς τόπους και να βρίσκουν τρόπους να συζητάνε ψύχραιμα. «Ακόμα και στον εμφύλιο, μία περίοδο επώδυνη όσο καμία, η ελληνική κοινωνία ξεπέρασε τον διχασμό της πολύ πιο γρήγορα από ό,τι το πολιτικό σύστημα, γιατί οι κοινωνίες, ιδίως της μικροϊδιοκτησίας, διαθέτουν μία επιβιωτική σοφία μερικές φορές. Επιλέγουν τι πρέπει να ξεχάσουν για να προχωρήσουν στο μέλλον. Υπήρχε μία δύναμη υπέρβασης κυρίως από την επόμενη γενιά».

― Κάπως έτσι φτάσαμε στη Μεταπολίτευση, που γιορτάζουμε φέτος τα 50 χρόνια.
Οι νέοι που εξεγέρθηκαν στο Πολυτεχνείο δεν ζητούσαν μόνο δημοκρατία, αλλά και χειραφέτηση, ήθελαν να ερωτευτούν, να πετύχουν στη ζωή τους, να απελευθερωθούν από τους γονείς τους και τις καταπιεστικές οικογένειες. Αυτό το αίτημα υπάρχει πριν από τη δικτατορία, η διάθεση να ανοίξουν δρόμους προσωπικούς. Αν ακούσεις την αφήγηση του Σαββόπουλου λέει, εγώ πήρα από τη Θεσσαλονίκη ένα φορτηγό τότε (όπως λέγεται ο πρώτος δίσκος του) για να έρθω στην Αθήνα, γιατί ήθελα να φύγω από το σπίτι μου και να ζήσω χωρίς περιορισμούς, όπως πολλοί άλλοι νέοι. Και ακόμα περισσότερο τα κορίτσια, που ήταν πολύ πιο καταπιεσμένα και έπρεπε να ξεπεράσουν το ταμπού των προγαμιαίων σχέσεων. Αυτό το κύμα κοινωνικής απελευθέρωσης έρχεται να σταματήσει η δικτατορία, με αυτούς έχει βασικά πρόβλημα, όχι μόνο με τους κομουνιστές. Θα εκδοθεί σύντομα ένα σχετικό βιβλίο μου και τα έχω νωπά στο μυαλό μου όλα αυτά.

Έτσι λοιπόν τα κατάφερε τότε η ελληνική κοινωνία για να μπορέσει να χτίσει όλα αυτά που βρήκαμε εμείς. Παρομοίως κι εμείς πρέπει να ξεπερνάμε αυτά που μας πονάνε, τα προσωπικά και συλλογικά μας τραύματα, και να προχωράμε. Έχει κλείσει και σε προσωπικό επίπεδο ένας μεγάλος κύκλος 30 χρόνων, άλλαξε εντελώς η ζωή μου, και πρέπει όσα κάνω από εδώ και πέρα να έχουν αντίστοιχη αξία με τα προηγούμενα. Άλλωστε, πρέπει να αφήσουμε κι εμείς κάτι καλό στους επόμενους.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ