Πολιτικη & Οικονομια

Νέος Ποινικός Κώδικας: Τι είναι αυτό που κάναμε;

«Με τον νέο Ποινικό Κώδικα που εισηγείται ο κ. Φλωρίδης αρχίζουν και μπαίνουν κάποιοι περιορισμοί»

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ποινικός Κώδικας: Επιτάχυνση της δικαιοσύνης, πιο αυστηρές ποινές, τι θα ισχύει για  βραχιολάκι
© Unsplash / Tingey Injury Law Firm

Ο νέος Ποινικός Κώδικας που εισηγείται ο Γιώργος Φλωρίδης και η απειλή για ένα από τα θεμέλια της δημοκρατίας

Στην προεπαναστατική Γαλλία υπήρχε η πρόβλεψη των «Lettre de cachet». Με αυτά ο βασιλιάς μπορούσε να κλείσει στη φυλακή ή να στείλει στην εξορία όποιον ήθελε, χωρίς να χρειαστεί να δώσει λογαριασμό σε κανέναν. Αυτό που προκαλούσε ιδιαίτερες αντιδράσεις ήταν ότι το θύμα δεν είχε κανέναν τρόπο να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Δεν μπορούσε να μάθει καν ποιες ήταν οι κατηγορίες εναντίον του. Όλα γίνονταν εν κρυπτώ. Φυσικά τα Lettre de cachet καταργήθηκαν με την επανάσταση. Σήμερα η δημοσιότητα της δίκης αποτελεί ένα από τα θεμέλια του κράτους δικαίου.

Έτσι νομίζαμε τουλάχιστον. Γιατί με τον νέο Ποινικό Κώδικα που εισηγείται ο κ. Φλωρίδης αρχίζουν και μπαίνουν κάποιοι περιορισμοί. Έτσι στο εξής, αν ψηφιστεί το σχετικό νομοσχέδιο, οι αστυνομικοί δεν θα υποχρεούνται να παρίστανται στις δίκες στις οποίες είναι μάρτυρες. Δεν θα υποχρεούνται να απαντούν στις ερωτήσεις της υπεράσπισης, ούτε θα μπορεί να ελεγχθεί η αξιοπιστία των καταθέσεών τους στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας, παρά μόνο «κατ' εξαίρεση». Αν το ζητήσει δηλαδή το δικαστήριο ή ο εισαγγελέας, όχι η υπεράσπιση. Και πάλι αυτό θα γίνεται με τεχνικά μέσα, όπου είναι εφικτό, όχι διά ζώσης. Στην πραγματικότητα ο πολίτης θα καθίσταται αδύναμος να υπερασπιστεί την αθωότητά του από ενδεχόμενες κακόβουλες καταθέσεις αστυνομικών.

Μέχρι στιγμής έχουν βγάλει καταδικαστικές ανακοινώσεις η Νομική Σχολή Αθηνών, η Ένωση Ποινικολόγων, η μειοψηφία της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, ενώ έχουν υπογράψει και ψήφισμα 39 καθηγητές της νομικής

Αυτή είναι μία μόνο από τις ιδιαιτερότητες των αλλαγών στον ποινικό κώδικα οι οποίες έχουν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από τον νομικό κόσμο. Μέχρι στιγμής έχουν βγάλει καταδικαστικές ανακοινώσεις η Νομική Σχολή Αθηνών, η Ένωση Ποινικολόγων, η μειοψηφία της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, ενώ έχουν υπογράψει και ψήφισμα 39 καθηγητές της νομικής. Κοινή συνισταμένη είναι ότι με τις αλλαγές πλήττονται βασικά δικαιώματα των πολιτών. Γράφει χαρακτηριστικά το ψήφισμα των καθηγητών Νομικής: «Οι προτεινόμενες αλλαγές θίγουν βασικούς πυλώνες της δίκαιης δίκης, της αρχής του κράτους δικαίου και της αναζήτησης της αλήθειας, καθιστώντας προβληματική τη φιλελεύθερη και εγγυητική λειτουργία της ποινικής δίκης».

Οι αλλαγές που προσπαθεί να περάσει ο Φλωρίδης δεν αποτελούν φυσικά κεραυνό εν αιθρία. Αποτελούν συνέχεια της πολιτικής της πρώτης τετραετίας. Με υπουργό τον κ. Τσιάρα, ιατρό στο επάγγελμα, η κυβέρνηση σε κάθε πρόβλημα που ανέκυπτε είχε μία και μόνη απάντηση: αυστηροποίηση των ποινών. Κατά καιρούς, ανάμεσα σε άλλα, ο κ. Τσιάρας είχε ανακοινώσει την αυστηροποίηση των ποινών για τον εμπρησμό, τα περιβαλλοντικά εγκλήματα εν γένει, τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, τα σεξουαλικά εγκλήματα, την ενδοοικογενειακή βία, την κλοπή σιδηροδρομικού υλικού, τη διακίνηση μεταναστών, τα τροχαία και τη βία κατά εργαζομένων. Ο κατάλογος ήταν ανοικτός και εμπλουτιζόταν ανάλογα με την επικαιρότητα.

Ο κίνδυνος γελοιοποίησης και η κριτική για δικαστικό λαϊκισμό έκαναν επιτακτική την αλλαγή πολιτικής. Έτσι ανέλαβε το έργο ο κ. Φλωρίδης και το ανέλαβε, στην κυριολεξία, προσωπικά. Γιατί το νομοσχέδιο έχει και μία ακόμα ιδιαιτερότητα. Δεν εκπονήθηκε από μια νομοπαρασκευαστική επιτροπή της Βουλής με τη συμμετοχή όλων των φορέων, πανεπιστημιακών, δικαστικών λειτουργών, δικηγόρων, όπως «παγίως συνηθίζεται». Το έφερε σε πέρας μόνος του ο κ. Φλωρίδης με τις υπηρεσίες του υπουργείου. Έτσι σήμερα ασκείται έντονη κριτική για «νομοτεχνική προχειρότητα» και ασυμβατότητα «με τις διατάξεις του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».

Αυτή στην πραγματικότητα είναι και η φιλοσοφία του νομοσχεδίου: να μπουν στη φυλακή περισσότερα άτομα και για περισσότερο χρόνο. Κι αυτό δεν το αρνείται ούτε ο συντάκτης του.

Η κριτική των διατάξεων του νομοσχεδίου είναι προφανώς υπόθεση των ειδικών. Η Ένωση Ποινικολόγων, οι οποίοι κατά μία έννοια ευνοούνται καθώς θα έχουν πολύ περισσότερη δουλειά, έβγαλε μια πολυσέλιδη αναλυτική ανακοίνωση που περιλαμβάνει και προτάσεις. Η ανάγνωση της χτυπάει πολλά καμπανάκια. Ένα σημείο ίσως έχει περισσότερο ενδιαφέρον: η εφαρμογή των νέων κωδίκων, σημειώνεται στην ανακοίνωση, «θα οδηγήσει σε μαζικές και άδικες φυλακίσεις για πράξεις μειωμένης απαξίας». Αυτή στην πραγματικότητα είναι και η φιλοσοφία του νομοσχεδίου: να μπουν στη φυλακή περισσότερα άτομα και για περισσότερο χρόνο. Κι αυτό δεν το αρνείται ούτε ο συντάκτης του.

Είναι προφανές ότι πρόκειται για μια αλλαγή η οποία θα έχει τεράστιες συνέπειες για την ελληνική κοινωνία. Οι φυλακίσεις προκαλούν μεγάλο κοινωνικό και οικονομικό κόστος. Κατ αρχήν στην ίδια την οικογένεια των φυλακισμένων, στους ενήλικες αλλά ακόμα περισσότερο στα παιδιά. Οι επιπτώσεις ωστόσο της περιθωριοποίησης ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού, είναι ευρύτερες, τραυματίζουν την χώρα, την κοινωνική συνοχή, φυσσικά και την οικονομία. Κι αυτά αφήνοντας κατά μέρος το στενό δημοσιονομικό κόστος της (υπο)χρηματοδότησης των φυλακών. Αν παραγνωρίσουμε δηλαδή την ανθρωπιστική διάσταση φυλακισμένων που ζουν ο ένας πάνω στον άλλο, σε απαράδεκτες συνθήκες.

Μια τέτοια αλλαγή λοιπόν θα μπορούσε να γίνει μόνο αν είχε προηγηθεί ένας εκτεταμένος και ουσιαστικός διάλογος. Ένας διάλογος ο οποίος να βασίζεται σε στοιχεία, όχι στις εντυπώσεις που δημιουργούν τα δελτία ειδήσεων. Πολύ περισσότερο όταν τα εικαζόμενα θετικά αποτελέσματα αμφισβητούνται από τους ειδικούς. Είναι γενικώς αποδεκτό για παράδειγμα, ότι οι μεγαλύτερες ποινές δεν οδηγούν σε μείωση της εγκληματικότητας. Αντιθέτως σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να την αυξήσουν. Πολύ πιο σημαντική είναι η εφαρμογή των νόμων, η βεβαιότητα δηλαδή πως όποιος παρανομήσει θα υποχρεωθεί να λογοδοτήσει. Εκεί κρύβεται και το μυστικό του νομοσχεδίου: στις εντυπώσεις. Επειδή έχει επικρατήσει η άποψη ότι στην Ελλάδα επικρατεί ατιμωρησία, η κυβέρνηση απαντά με αύξηση των ποινών.

Υπάρχει όμως πράγματι ατιμωρησία; Οι αριθμοί των φυλακισμένων δεν το δείχνουν. Η Ελλάδα, με λίγο πάνω από 100 φυλακισμένους ανά 100.000 πληθυσμού, βρίσκεται, σχεδόν ακριβώς, στο μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περισσότερους φυλακισμένους έχουν μόνο οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Μάλτα. Στις υπόλοιπες χώρες οι φυλακισμένοι είναι λιγότεροι. 

Γίνεται σκληρή αντιπαράθεση για κάμερες οι οποίες δεν υπάρχουν. Πέντε χρόνια με κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας, δεν έχει γίνει το παραμικρό, παρά τις διακηρύξεις.

Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι δεν υπάρχει εκτεταμένη παραβατικότητα η οποία παραμένει ατιμώρητη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κυκλοφορία στους δρόμους. Την ευκολία με την οποία παραβιάζονται όλες οι προβλέψεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας τη ζούμε καθημερινά. Συμβάλει μάλιστα καθοριστικά στην αίσθηση της ανομίας που έχει επικρατήσει. Δεν φταίει όμως ο κώδικας ή οι ποινές αλλά ότι απουσιάζει η αστυνόμευση. Ο δε διάλογος αγγίζει τα όρια του παραλόγου. Γίνεται σκληρή αντιπαράθεση για κάμερες οι οποίες δεν υπάρχουν. Πέντε χρόνια με κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας, δεν έχει γίνει το παραμικρό, παρά τις διακηρύξεις. Οι καυγάδες θυμίζουν λίγο τον διάλογο του Καραγκιόζη που ζητά να μην τον σπρώχνουν, γιατί θα του σκίσουν τη γραβάτα. Κι όταν του επισημαίνουν ότι δεν φορά γραβάτα αυτός απαντά «αν φορούσα όμως θα την σκίζατε». Αν έμπαιναν κάμερες λοιπόν να συζητούσαμε. Για την ώρα ούτε έχουν παραγγελθεί. Για να μη θυμηθούμε το άλλο, την ώρα που δεν εφαρμόζεται ούτε ελέγχεται κανένα όριο ταχύτητας μέσα στην πόλη, ανακοινώνεται η μείωσή τους. Όσο για τις κλήσεις που μπαίνουν, το 90% παραμένει απλήρωτο!

Η αντιμετώπιση των προβλημάτων της παραβατικότητας απαιτεί σοβαρή οργάνωση των κρατικών υπηρεσιών. Κι επειδή αυτό δεν γίνεται, αυξάνουμε γενικώς τις ποινές, χωρίς επίγνωση των πιθανών συνεπειών. Και άλλες χώρες το έχουν κάνει και σε πολλές η τάση είναι στην αντίθετη κατεύθυνση. Το παράδειγμα των ΗΠΑ είναι χαρακτηριστικό. Το 1994, κάτω από την πίεση του κλίματος που είχε δημιουργηθεί στα μέσα ενημέρωσης, ο Μπιλ Κλίντον πέρασε μια δρακόντεια νομοθεσία που αύξησε τις ποινές, δυσκόλεψε τις αποφυλακίσεις και οδήγησε σε μεγάλη αύξηση του πληθυσμού των φυλακισμένων. Αρκετά χρόνια αργότερα έγινε κατανοητό το τεράστιο κόστος και σήμερα προσπαθούν να αντιστρέψουν αυτή την τάση. Είναι εντυπωσιακή η φράση του Jeremy Travis, ενός από τα στελέχη του υπουργείου δικαιοσύνης του Κλίντον. Κάναμε τρομερά λάθη, λέει, και τώρα «πρέπει να κοιταχτούμε στον καθρέφτη και να πούμε τι είναι αυτό που κάναμε».

Ο ίδιος κίνδυνος υπάρχει και για εμάς. Υπουργός Δικαιοσύνης είναι ένας ακέραιος πολιτικός ο οποίος ωστόσο χαρακτηρίζεται από ένα πείσμα το οποίο τον κάνει να μην ακούει την κριτική. Στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σύνολο σχεδόν του νομικού κόσμου. Κινδυνεύει να οδηγήσει τη χώρα σε ένα σφάλμα που θα το κουβαλάμε για πολλά χρόνια. Κι ίσως να φτάσουμε κι εμείς να πούμε κάποτε τι είναι αυτό που κάναμε.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ