Πολιτικη & Οικονομια

ΑΕΙ: Η σκόπιμη σύγχυση ανάμεσα στην επιβολή του νόμου και την «κρατική καταστολή»

O καθηγητής διπλωματικής Ιστορίας στο ΑΠΘ Γιάννης Στεφανίδης συνομιλεί με τη Σώτη Τριανταφύλλου για την «κατάσταση» στα πανεπιστήμια

Σώτη Τριανταφύλλου
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γιάννης Στεφανίδης: Συνέντευξη για την κατάσταση στα ελληνικά πανεπιστήμια, τις καταλήψεις, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και τα σχέδια των κυβερνώντων

Πριν από λίγες μέρες φιλοξενήσαμε στην Athens Voice ένα σύντομο άρθρο σας με τίτλο «Στο ίδιο έργο θεατές» σχετικά με τις καταλήψεις στα πανεπιστήμια. Μπήκατε στο πανεπιστήμιο το 1979 (εγώ το 1975) κι από τότε είμαστε ανήμποροι θεατές στο ίδιο θλιβερό έργο. Τι φταίει επιτέλους;
Οι καταλήψεις αποτελούν σύμπτωμα του κλίματος διάχυτης ανομίας στη σημερινή Ελλάδα, που εκδηλώνεται όχι μόνο στα campus των πανεπιστημίων, αλλά και σε άλλους χώρους (π.χ. γήπεδα, Εξάρχεια, Ζωνιανά). Σε ό,τι αφορά τα πανεπιστήμια, πρόκειται για τον εκφυλισμό της έννοιας του ακαδημαϊκού ασύλου. Το τελευταίο νοείται μόνο ως προστασία της ελεύθερης διακίνησης ιδεών. Επί δεκαετίες όμως, είχε μετατραπεί σε άσυλο ανομίας. Γεννήθηκε ως αντίδραση στην καταθλιπτική εμπειρία της δικτατορίας ή και του προδικτατορικού αυταρχισμού. Σήμερα, ενώ δεν απαιτείται πλέον άδεια των πρυτανικών αρχών για την επέμβαση της αστυνομίας όταν τελούνται αξιόποινες πράξεις, επιβιώνει η παλαιότερη αντίληψη για το «άσυλο», ως ανοχή σε διάφορες μορφές βίας και αυθαιρεσίας. Αφότου, μάλιστα, εγκαταλείφθηκε το πείραμα της πανεπιστημιακής αστυνομίας, η λειτουργία των ΑΕΙ σε συνθήκες ελευθερίας και ασφάλειας μοιάζει να έχει αφεθεί στις προσπάθειες της ακαδημαϊκής κοινότητας. Έτσι, όμως, το κράτος απεμπολεί το νόμιμο μονοπώλιό του στην τήρηση της τάξης και την επιβολή του νόμου.

Όμως αυτή η κατάσταση δεν είναι καινούργια όπως ίσως νομίζουν οι νέοι άνθρωποι. Το 1975 και σε όλη τη διάρκεια των πρώτων πανεπιστημιακών μου σπουδών απειλήθηκε σοβαρά η ψυχική μου υγεία: η ασχήμια, η κακοφωνία, το χαμηλό επίπεδο των σπουδών, οι τραμπουκισμοί με έφεραν σε απόγνωση… Έπρεπε να είμαστε «αριστεροί» —η peer pressure ήταν αφόρητη— ενώ όλα τα αιτήματα της αριστεράς στο πανεπιστήμιο, μαζί με τις μεθόδους της και την καθημερινή της συμπεριφορά ήταν αποκρουστικά. Όταν στο πρώτο έτος ρώτησα κάποιους συμφοιτητές μου γιατί κάνουν αποχή, διαδηλώσεις ή συνελεύσεις την ώρα του μαθήματος η απάντηση ήταν ότι ως «διανοούμενοι» οφείλαμε να πάρουμε θέση στα προβλήματα της εποχής μας. Δεν αισθανόμουν καθόλου «διανοούμενη»· ήμουν δεκαοχτώ χρονών, ήθελα να μάθω πράγματα, γι’ αυτό είχα πάει στο πανεπιστήμιο· δεν είχα πάει για να παρέμβω στην πολιτική ζωή με τη δήθεν πολιτική μου οντότητα. Θέλω να πω ότι όλο το λεγόμενο φοιτητικό κίνημα βασιζόταν σε νοσηρά αλαζονικές αντιλήψεις και σε μαζικές στρατολογίες, κυρίως από την πλευρά του ΚΚΕ αλλά και άλλων συναφών ρευμάτων (τα οποία δεν αναγνώριζαν τη συνάφειά τους με το ΚΚΕ.) Οι φοιτητές προσχωρούσαν στις κομματικές νεολαίες με την επείγουσα ανάγκη του ανήκειν, εμφορούμενοι από πνεύμα αγέλης.
Τα τελευταία αρκετά χρόνια, οι φοιτητικές παρατάξεις (διότι σοβαρός λόγος για «φοιτητικό κίνημα» δεν μπορεί να γίνει) έχουν χάσει τη μαζικότητα της πρώτης περιόδου μετά τη μεταπολίτευση. Από τις παλαιότερες, «μεγάλες» παρατάξεις έχουν απομείνει η ΔΑΠ (προσκείμενη στη Νέα Δημοκρατία) και η ΠΚΣ (φοιτητική οργάνωση του ΚΚΕ). Η πρώτη λειτουργεί ως δίκτυο αλληλοεξυπηρέτησης. Κινητοποιεί τους υποστηρικτές της κυρίως στην περίοδο των φοιτητικών εκλογών, έχει δε επινοήσει μια ευφάνταστη μέθοδο, την οποία μιμούνται και άλλες παρατάξεις: εμφανίζει ψηφοδέλτια-«σεντόνια» με εκατοντάδες ονόματα φοιτητών, ως κάποιου είδους δέσμευση ότι οι υποψήφιοι αυτοί θα προσέλθουν στις κάλπες για να ψηφίσουν τουλάχιστον τους εαυτούς τους, άρα και την παράταξη. Η ΠΚΣ είναι πιο ενεργή στη διάρκεια του ακαδημαϊκού έτους. Αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό σχημάτων που με διάφορα ακρωνύμια (ΕΑΑΚ, κ.ά.) κινούνται στον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Μιλάμε για μερικές δεκάδες ή εκατοντάδες άτομα, ανάλογα με το μέγεθος κάθε ιδρύματος, επιδιώκουν όμως να δημιουργούν δυσανάλογο θόρυβο με το μέγεθός τους. Και όταν πρόκειται για κατάληψη, πορεία ή άλλη δημόσια εκδήλωση διαμαρτυρίας, οι τηλεοπτικοί ρεπόρτερ δίνουν το μικρόφωνο στα μέλη τους προκειμένου να ακουστεί «η φωνή των φοιτητών». Ο στόχος τους είναι να ανατρέψουν τον καπιταλισμό και νιώθουν ότι τον υπηρετούν κάθε φορά που «παρεμβαίνουν» μέσα από το –ανοχύρωτο– πανεπιστημιακό campus. Το βέβαιο είναι ότι κάποιες φορές πετυχαίνουν να διακόψουν τη λειτουργία των ιδρυμάτων αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στους πολλούς συναδέλφους τους.

Παραλλήλως, από το 1974 καταργήθηκε η αυθεντία, η απαραίτητη απόσταση μεταξύ καθηγητή που ξέρει κάτι και σπουδαστή που δεν ξέρει αυτό το κάτι.
Αυτό το αντιμετωπίζουμε όχι στη μαθησιακή σχέση μας με τους φοιτητές, αλλά στις περιπτώσεις που οργανωμένες ομάδες «παρεμβαίνουν» στα όργανα του πανεπιστημίου και, γενικότερα, στη λειτουργία των ιδρυμάτων. Παραδείγματα, η διακοπή μαθήματος ή μιας Γενικής Συνέλευσης Τμήματος, και η κατάληψη χώρων. Πάντως, στην αρχή κάθε μαθήματος, φροντίζω να επισημαίνω στους φοιτητές μου μια σημαντική διαφορά στη δική μου θέση από τη δική τους: εμείς οι διδάσκοντες διαθέτουμε περισσότερο παρελθόν παρά μέλλον· επομένως, δεν έχουμε περιθώρια να κάνουμε πολλά λάθη. Ακριβώς το αντίστροφο ισχύει για τα «παιδιά» απέναντί μας. Σε κάθε περίπτωση, ειδικά στα ΑΕΙ, ο σεβασμός που κάποτε συμβόλιζε η «καθέδρα», σήμερα δεν επιβάλλεται (ούτε καν απέναντι σε ανήλικους μαθητές του Γυμνασίου), αλλά κερδίζεται στην πράξη, «διά του παραδείγματος», όπως λένε στον στρατό.

Η κατάρρευση της αυθεντίας και της νομιμότητας συνοδεύτηκε από τη δυσφήμιση της αριστείας. Υποβαθμίστηκαν οι σπουδές, τα ελληνικά ΑΕΙ άρχισαν να μοιράζουν πτυχία χωρίς αντίκρυσμα. Όταν ήμουν φοιτήτρια, στη διάρκεια της λεγόμενης αποχουντοποίησης, διώξαμε καθηγητές με λαμπρές σπουδές και τους αντικαταστήσαμε με αριστερούς που είχαν σπουδάσει στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία.
Κάπως έτσι στα πανεπιστήμια αισθανόμαστε τις συνέπειες μιας προσέγγισης που είχε κερδίσει έδαφος τις τελευταίες δεκαετίες. Μιλώ για τη λογική της ήσσονος προσπάθειας. Το κακό στην εκπαίδευση ξεκίνησε από τις πρώτες βαθμίδες. Το αποτέλεσμα σήμερα είναι οι μέσοι όροι βαθμολογίας στα ελληνικά σχολεία να έχουν μεν ανέβει σε δυσθεώρητα ύψη, να αποδεικνύονται όμως σε πλήρη αναντιστοιχία με τις πραγματικές γνώσεις και τις δεξιότητες των παιδιών, όπως πιστοποιούν παγκόσμιοι και ευρωπαϊκοί διαγωνισμοί τύπου ΜΕΝSA. Στο πανεπιστήμιο η υπερβαθμολόγηση περιορίζεται κυρίως στα μαθήματα επιλογής, ως τρόπος προώθησης «δωρεάν» συγγραμμάτων. Αντίθετα, στα υποχρεωτικά παρουσιάζεται το αντίστροφο φαινόμενο, καθώς ορισμένοι συνάδελφοι εκτιμούν πως ένα υψηλό ποσοστό επιτυχίας στις εξετάσεις αφαιρεί κάτι από το κύρος του μαθήματος! Το κακό είναι ότι δεν γίνεται ουσιαστική αξιολόγηση του διδακτικού έργου και ελάχιστοι φοιτητές συμμετέχουν στην προβλεπόμενη ηλεκτρονική διαδικασία. Τέλος, ο πιο πρόσφατος νόμος για τα ΑΕΙ δεν διατήρησε την περιοδική αξιολόγηση των μελών του διδακτικού προσωπικού που είτε «κατακτούν» την καθηγητική βαθμίδα είτε αποφεύγουν την εξέλιξή τους. Μια τέτοια διαδικασία θα αποτελούσε σοβαρό κίνητρο για διαρκή βελτίωση.

Όλα αυτά τα χρόνια οι κυβερνητικές εξουσίες χαϊδεύουν το ΚΚΕ και τις παραφυάδες του στον ακαδημαϊκό χώρο. Μαζί με το καθηγητικό Κατεστημένο από όπου αλιεύουν υπουργούς.
Το ΚΚΕ απολαμβάνει μιας ιδιότυπης ασυλίας στο πολιτικό μας σύστημα, ακόμα και πριν από τη συγκυβέρνηση του 1989 ή την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Πρωθυπουργοί από τη συντηρητική παράταξη δήλωναν, ευκαιρίας δοθείσης, ότι «τιμούν» το ΚΚΕ και την Αριστερά για τους αγώνες τους – για την επιβολή, υποθέτω «Λαϊκής Δημοκρατίας». Η σημερινή επιρροή του ΚΚΕ, ενός κόμματος που δεν κρύβει την απέχθειά του για τη φιλελεύθερη δημοκρατία, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ιδεολογική αφασία των κομμάτων που επιλέγουν το Κέντρο ως ένα από τα συνθετικά του αυτοπροσδιορισμού τους: Κεντροδεξιά, Κεντροαριστερά.
Ως προς τη σχέση του «καθηγητικού κατεστημένου» –ορθότερα, ίσως, μιας μερίδας καθηγητών που μετέχουν στην πολιτική ή ενδιαφέρονται να εξαργυρώσουν πολιτικά την ακαδημαϊκή τους ιδιότητα– είναι μάλλον ευνόητη. Από τον 19ο αιώνα, το φαινόμενο προκάλεσε το σκωπτικό γνωμικό που αποδίδεται στον Καγκελάριο Bismarck: «Καθηγηταί τρεις, εχάθη η πατρίς». Το αξιοπρόσεκτο είναι ότι, κατά καιρούς, πανεπιστημιακοί αφήνουν πίσω τους σημαντικό έργο ως μέλη κυβερνήσεων –ή τους θυμόμαστε για τις καλές τους προτάσεις που σκόνταψαν στο πολιτικό κόστος. Όπως ήταν η πρωτοβουλία του Τάσου Γιαννίτση για την έγκαιρη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος.

Ποιες αλλαγές και μετατοπίσεις παρατηρείτε στον φοιτητικό χώρο από το 1979; Τι νομίζετε ότι έχει μείνει απαράλλακτο στο πέρασμα του χρόνου; Και γιατί έχει μείνει απαράλλακτο;
Απαράλλακτα έχουν μείνει τα δωρεάν συγγράμματα, η δωρεάν σίτιση των φοιτητών, η προβληματική κατάσταση στις φοιτητικές εστίες, και βέβαια οι μέθοδοι «πάλης» που επιλέγουν οι λογής «αγωνιστικές πρωτοπορίες», συνήθως εκ του ασφαλούς. Μένει κανείς με την εντύπωση ότι το ενδιαφέρον της κοινωνίας για την τριτοβάθμια εκπαίδευση εξαντλείται με την είσοδο των παιδιών της στα ΑΕΙ – είσοδο για την οποία πλήρωσαν αδρά σε συνθήκες δωρεάν παιδείας. Το επίπεδο των σπουδών (συνάρτηση και του αριθμού των εισακτέων), ο χρόνος περάτωσης των σπουδών και η διασύνδεση των σπουδών με την αγορά εργασίας δεν φαίνεται να απασχολούν τους περισσότερους
Αν, πάλι, κάνει κάποιος μια βόλτα από τα πανεπιστήμια, θα μείνει με την εντύπωση πως εξακολουθεί να κυριαρχεί η δράση και συνθηματολογία της ευρύτερης Αριστεράς. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι η Αριστερά δεν διαθέτει στα πανεπιστήμια το ακροατήριο της δεκαετίας του 1970. Η μεγάλη πλειονότητα των φοιτητών μάλλον αδιαφορεί για τα μηνύματα ιδεολογικών ρευμάτων που αποδεικνύονται αναντίστοιχα, για να μη πω άσχετα, με τις φιλοδοξίες αλλά και τα προβλήματα των φοιτητών σε μια εποχή που δεν ελπίζει στη δικτατορία του προλεταριάτου ή την κολεκτιβοποίηση.

Παρότι επαναλαμβάνουμε συχνά ότι μερικά πράγματα «μόνο στην Ελλάδα συμβαίνουν» —μια εκδήλωση του συμπλέγματος ανωτεροκατωτερότητας που μας χαρακτηρίζει— όσα συμβαίνουν στα ελληνικά ΑΕΙ δεν συμβαίνουν αλλού. Πού αποδίδετε αυτόν τον εξαιρετισμό;
Αν μιλάμε για τη βία και την ανομία που εξακολουθούμε να βιώνουμε στα campus, αλλά και σε άλλους χώρους, πλην των πανεπιστημίων, είναι θέμα που σηκώνει μεγάλη συζήτηση. Είναι θλιβερό πάντως, ότι η ελευθερία του λόγου, η ελεύθερη διακίνηση ιδεών, βρίσκεται υπό την αίρεση δυναμικών μειοψηφιών από τον χώρο της Αριστεράς. Σε ποια χώρα ένας συντηρητικός διανοούμενος ή πολιτικός, ακόμα και ο υπουργός Παιδείας ΔΕΝ μπορεί να επισκεφτεί το campus και να απευθυνθεί σε φοιτητές με ασφάλεια; Σε ποια ευρωπαϊκή χώρα οι καθηγητές συνιστούν στους φοιτητές τους να μη κυκλοφορούν μόνοι τη νύχτα στο campus;

Αν και πιστεύω ότι είμαστε μοναδική και ακραία περίπτωση, μια φορά που ο Φρανσουά Ολλάντ τόλμησε να επισκεφτεί το γαλλικό πανεπιστήμιο, οι «δυναμικές ομάδες» τον υποδέχτηκαν σχίζοντας τα βιβλία του. Μιλάμε για βαρβαρότητα…Εξάλλου σε πολλά βρετανικά και αμερικανικά πανεπιστήμια, στην Οξφόρδη για παράδειγμα, επί δεκαετίες καλούσαν ιμάμηδες στο πλαίσιο της πολυπολιτισμικότητας αλλά ποτέ κάποιο πρόσωπο από την πολιτική σκηνή από φόβο ότι οι φοιτητές θα το προπηλακίσουν. Επιπλέον, υπάρχει παγκόσμιο ζήτημα σε ό,τι αφορά το μεροληπτικό περιεχόμενο των Επιστημών του Ανθρώπου το οποίο αντανακλά την αριστερή, συχνά την ακροαριστερή, ιδεοληψία. Έχω ήδη φύγει από δύο πανεπιστήμια εξαιτίας αυτής της κατάστασης που εμποδίζει τον διάλογο και απομονώνει όσους δεν συμμορφώνονται.
Θεωρώ ότι η άρνηση της ελευθερίας του λόγου σε γαλλικά ή άλλα πανεπιστήμια, από φοιτητές και εξωπανεπιστημιακούς, είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας, όπως εδώ. Εδώ δεν τολμούν καν να εμφανιστούν —ή δεν τολμάμε να τους προσκαλέσουμε— όσοι δεν έχουν την έγκριση δυναμικών μειοψηφιών με αριστερό πρόσημο, συμπεριλαμβανομένης της ΚΝΕ-ΠΚΣ. Για παράδειγμα, πριν από μια δεκαετία περίπου, η οργάνωση αυτή παρενέβη για να διακόψει μια παρουσίαση για το Αρχείο της Stasi (της πολιτικής αστυνομίας στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας) και να καταγγείλει τη διάσωση και διάθεσή του στην έρευνα ως συνωμοσία του ιμπεριαλισμού.
Πάντως η ανομία και η ανοχή που επιδεικνύεται από σημαντική μερίδα της κοινωνίας μας θυμίζουν έντονα το ηρωικό μας παρελθόν, που τόσο γλαφυρά περιέγραψαν, στα μέσα του 19ου αιώνα, γάλλοι συγγραφείς σε έργα, όπως Ο βασιλεύς των ορέων ή Οι πειρατές του Αιγαίου. Πιθανόν, τα ίδια αυτά φαινόμενα να σχετίζονται με μια μακρά παράδοση καχυποψίας απέναντι στο κράτος και τα όργανά του. Οπωσδήποτε, απηχούν μια γενικότερη περιφρόνηση των κανόνων και τη, συχνά σκόπιμη, σύγχυση ανάμεσα στην επιβολή του νόμου και την «κρατική καταστολή».

Πολλοί Έλληνες ψηφοφόροι ψήφισαν τη ΝΔ για να αποκαταστήσει τη νομιμότητα. Αυτό δεν το έχει επιτύχει.
Δεν ζω στην Αθήνα ούτε περνώ από την Κρήτη, για να γνωρίζω τι γίνεται με τα Εξάρχεια ή τα Ζωνιανά. Ζω τη διάχυτη παραβατικότητα ως πεζός, ποδηλάτης ή οδηγός στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, ως παραθεριστής στις παραλίες της Χαλκιδικής και, βεβαίως, ως εργαζόμενος στο campus του Πανεπιστημίου. Λυπάμαι που προέβλεψα κι εγώ, όπως και άλλοι ειδικότεροι από μένα, την αποτυχία της απόπειρας να λειτουργήσει ένα άοπλο, ειδικά εκπαιδευμένο, υποτίθεται, σώμα για την αστυνόμευση στα πανεπιστημιακά campus. Η άποψή μου είναι ότι, μέχρι να αναπτυχθεί μια κουλτούρα σεβασμού στους νόμους και στα δικαιώματα των άλλων, είναι απαραίτητη η παρουσία και η επέμβαση, όποτε χρειάζεται, της Αστυνομίας. Αυτό μάλλον δεν είναι στα σχέδια των κυβερνώντων.

Αντιμετωπίζω με δυσπιστία την εφαρμογή της ιδέας των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αν και πιστεύω ότι η παιδεία μετά τη δευτεροβάθμια πρέπει να έχει τίμημα που να συνοδεύεται από επιβράβευση της αριστείας, φρονώ ότι δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε μια τόσο μεγάλη μεταρρύθμιση με σωστό τρόπο. Κι εξάλλου, η τακτική της κυβέρνησης έναντι της κατάντιας των καταλήψεων έχει στόχο την οριστική απαξίωση της δημόσιας εκπαίδευσης. Δεν θα έπρεπε να είναι αυτή η επιδίωξή μας. Τα δημόσια ΑΕΙ έχουν ανάγκη από χειρουργική, όχι από εγκατάλειψη στα χέρια του ΚΚΕ και των αναρχοφασιστών.
Αν εννοείτε την προφανή συνθηκολόγηση –ή, έστω, ανακωχή– με το κίνημα των καταλήψεων, τις οποίες ενθαρρύνει η Αριστερά, κοινοβουλευτική και μη, συμφωνώ ότι η κυβέρνηση αυτή τη στιγμή δεν υπερασπίζεται τη δημόσια εικόνα του δημόσιου πανεπιστημίου. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η διάσωση της εξεταστικής, για την οποία το Υπουργείο Παιδείας μάς ζητά να προσφύγουμε στις εξ αποστάσεως μεθόδους της πανδημίας. Ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι, απέναντι στην κλιμακούμενη πίεση των ημερών, το πανεπιστήμιο μετά βίας ανταποκρίνεται στην πολυσχιδή αποστολή του. Σήμερα, δεν χάνονται μόνο μαθήματα ή εξετάσεις, λήγουν προθεσμίες, σταματούν ερευνητικά προγράμματα, παύει το διοικητικό έργο, χάνονται χρήματα. Όταν θα έχει περάσει ο νέος νόμος (που κοντεύει να σιτέψει), η εικόνα παραλυσίας που βιώνουμε σήμερα θα συνοδεύει τα δημόσια πανεπιστήμια για καιρό, δίνοντας ένα ακόμα αβαντάζ στα μελλοντικά μη κρατικά ιδρύματα.

Μέχρι να γίνει αυτό, αν γίνει, θα υπάρχουν καθηγητές που φοβούνται να εκφράσουν τις απόψεις τους στον ακαδημαϊκό χώρο κι άλλοι που έχασαν προ πολλού τη δυνατότητα να έχουν απόψεις. Είναι η academia χώρος κοινωνικού μίσους;
Έχω υπόψη μου παραδείγματα συναδέλφων που έχουν γίνει στόχος δημόσιας αποδοκιμασίας (με αφίσες ή εφημερίδες τοίχου παλιότερα, στα κοινωνικά δίκτυα σήμερα) από διάφορες ομάδες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, υπήρξαν και απειλές, αλλά έως εκεί. Τα περιστατικά σωματικής βίας είναι ελάχιστα και ανάγονται στο παρελθόν. Θεωρώ ότι, σταθμίζοντας το όποιο ρίσκο, έχουμε υποχρέωση να τοποθετούμαστε για τα ζητήματα που απασχολούν, τουλάχιστον τον χώρο του πανεπιστημίου, που εξακολουθεί να εκπαιδεύει το αυριανό έμψυχο δυναμικό της χώρας. Από την άλλη, χαμογελώ με θλίψη κάθε φορά που ακούω, ιδίως από ΜΜΕ, τη στερεότυπη φράση «πού είναι οι πνευματικοί άνθρωποι του τόπου»; Σκέφτομαι, «Και να μιλήσουμε, ποιος μάς ακούει;» Ζούμε σε μια εποχή που η εύκολη (και χωρίς διάκριση) πρόσβαση σε απεριόριστες πηγές πληροφοριών, ιδίως μέσω του διαδικτύου, δημιουργεί σε πολλούς την ψευδαίσθηση ότι γνωρίζουν αρκετά επί παντός του επιστητού. Η αυταπάτη αυτή με τη σειρά της οδηγεί σε περιφρόνηση για την, κατά τεκμήριο, έγκυρη γνώμη των ειδικών (είτε πρόκειται για πανδημία είτε για τα αίτια μιας οικονομικής κατάρρευσης).

Στη Γαλλία, στην Αγγλία και στις ΗΠΑ (μιλάω για τα ΑΕΙ που ξέρω), παρά την ιδεολογική τυραννία της αριστεράς, η γνώμη των ειδικών ακούγεται αρκετά ενώ οι πράξεις φυσικής βίας είναι σπάνιες. Στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει στην καθημερινή βία, κυρίως όταν δεν συνοδεύεται από αιματοχυσία. Αν και βεβαίως η αιματοχυσία μάς ενοχλεί μόνο αν το θύμα είναι αριστερός.
Το ζήτημα της ανομίας, ιδίως των καταλήψεων και των βανδαλισμών, μου το θέτουν φοιτητές ξένων πανεπιστημίων που έρχονται στη χώρα με το Πρόγραμμα ERASMUS. Γι’ αυτούς είναι πράγματι δείγμα κακώς νοούμενου εξαιρετισμού. Αλλά, επαναλαμβάνω, η βία κατά προσώπων είναι συνήθως συμβολική. Ιδιαίτερη διάδοση γνωρίζουν οι βανδαλισμοί και καταστροφές χώρων και κτιρίων, ιδίως των δημόσιων. Εδώ ίσως διεκδικούμε τα πρωτεία σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Η συμβολική ή έμπρακτη βία στα πανεπιστήμια έχει επίσης συνδεθεί με συγκεκριμένες ιδεολογίες, καθώς τα ΑΕΙ αποτελούν κατά παράδοση προνομιακό χώρο για αριστερές παρατάξεις και σχήματα. Η Άκρα Δεξιά δεν έκανε ποτέ αισθητή την παρουσία της – σε αντίθεση, όμως, με ό,τι συμβαίνει σε γήπεδα και λαϊκές / υποβαθμισμένες συνοικίες.

Πού βρίσκεται το όριο που θα μπορούσε να μας αφυπνίσει και να μας κινητοποιήσει;
Όπως έχω γράψει παλαιότερα, υπάρχουν δύο όρια, τα οποία ακόμα δεν έχουν υπερβεί οι «εμπροσθοφυλακές» της ανομίας στα ελληνικά ΑΕΙ: (α) ολοσχερής καταστροφή εγκαταστάσεων (π.χ. εμπρησμός κτιρίου), και (β) βαριές σωματικές βλάβες ή ανθρωποκτονία. Προς το παρόν, περιορίζονται σε διαρρήξεις/καταλήψεις και απειλές.

Πώς κρίνετε την ιδέα να γίνουν εξ αποστάσεως οι εξετάσεις; Εμένα αυτή η απόφαση με θυμώνει· μου φαίνεται απαράδεκτη υποχώρηση έναντι όλης αυτής της χρόνιας κατάντιας.
Η μέθοδος αυτή αντιστρατεύεται την ουσιαστική αξιολόγηση του φοιτητή, αφήνει περιθώρια καταστρατήγησης του αδιάβλητου των εξετάσεων, και, πάντως, δεν δικαιολογείται ούτε με βάση τον νόμο: Οι καταλήψεις είναι παράνομες πράξεις, τις οποίες οι νόμιμες αρχές έχουν υποχρέωση να αποτρέψουν ή, αν δεν το πετύχουν, να επέμβουν για να αποδώσουν στην πανεπιστημιακή κοινότητα τον φυσικό της χώρο. Είναι οξύμωρο να δηλώνει κάποιος υπερασπιστής του δημόσιου χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης και, ταυτόχρονα, να κλείνει –ή να ανέχεται να μένουν κλειστά και απρόσιτα– τα δημόσια πανεπιστήμια. Αυτό αφορά τόσο τους καταληψίες όσο και την κυβέρνηση.

Τι θα κάνατε αν συμμετείχατε στην κυβέρνηση; Αν ήσασταν στη θέση του κ. Πιερρακάκη ή/και του κ. Χρυσοχοΐδη;
Δεν μπορώ να μπω στα παπούτσια ανθρώπων που ανάλωσαν τα καλύτερά τους χρόνια στην πολιτική με τη φιλοδοξία να κυβερνήσουν μια χώρα με τόσες ιδιαιτερότητες και προβλήματα, μέσα από αέναες συγκρούσεις αντιτιθέμενων συμφερόντων. Εγώ επέλεξα τη σχετική ασφάλεια της έρευνας και της διδασκαλίας. Μόνο μία παρατήρηση και έμμεση προτροπή θα είχα να απευθύνω: Να μη συμπεριφέρονται οι κυβερνώντες σαν να φοβούνται να χάσουν τις ψήφους εκείνων που ΔΕΝ τους ψήφισαν. Πρόκειται για συνταγή ακινησίας, ακόμα και σε ζητήματα που φαίνονται πλέον ώριμα για λύση.