Πολιτικη & Οικονομια

Ο παλιμπαιδισμός της «ριζοσπαστικής» αριστεράς

Η αντιπαράθεση που έχει ξεσπάσει διεξάγεται με όρους που χαρακτηρίζονται από παντελή έλλειψη σοβαρότητας

Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και ο προβληματισμό που επικρατεί στον χώρο της αριστεράς

Αν ήμουν μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, ομολογώ, εδώ και καιρό θα είχα πάρει το καπελάκι μου και θα είχα σηκωθεί να φύγω. Θα το είχα κάνει, ωστόσο, κυρίως για αισθητικούς λόγους. Η αντιπαράθεση που έχει ξεσπάσει διεξάγεται με όρους που χαρακτηρίζονται από παντελή έλλειψη σοβαρότητας. Και δεν εννοώ μόνο τον Κασσελάκη, η μομφή πιάνει εξίσου και την αντιπολίτευση που έχει αποχωρήσει.

Με αυτή τη διευκρίνιση, πρέπει να ομολογήσω ωστόσο ότι οι δικαιολογίες των στελεχών που πάνε για άλλες πολιτείες μου φαίνονται τελείως προσχηματικές. Προσπαθούν να επικαλεστούν σοβαρούς πολιτικούς λόγους εκεί που δεν υπάρχουν. Τουλάχιστον όχι τέτοιοι που να δικαιολογούν αποχωρήσεις. Άκουγα για παράδειγμα τον Δημήτρη Τζανακόπουλο να προσπαθεί να εξηγήσει γιατί ο Κασσελάκης έχει ούτε λίγο ούτε πολύ προσχωρήσει στις θέσεις του πιο «σκληρού αμερικάνικου φιλελευθερισμού»! Το πρώτο αμάρτημα του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι μίλησε για το «ελληνικό όνειρο». Δεν ξέρω τι ακριβώς μπορεί να έχει στο μυαλό του, το πιθανότερο ωστόσο είναι ότι πρόκειται για ένα ρητορικό σχήμα. Προφανώς έχει σχέση με τη θέση που έχει εκφράσει ο κ. Κασσελάκης, ότι δηλαδή στην Ελλάδα πάνε μπροστά μόνο όσοι έχουν τα μέσα, ότι για τους περισσότερους Έλληνες ο δρόμος είναι κλειστός. Αυτός ωστόσο είναι λόγος να τον κατηγορήσεις ενδεχομένως για μια βαθύτατη κοινοτυπία, όχι για να αποχωρήσεις.

Το δεύτερο και πολύ σοβαρότερο αμάρτημα, αυτό που «δεν έχει τολμήσει να το πει ούτε ο Τόνι Μπλερ ή ο Γκερχαρντ Σρέντερ» είναι όσα υποστήριξε για το κεφάλαιο, ότι είναι «εργαλείο κοινωνικής ισότητας και ευημερίας». Δεν ξέρω γιατί έπαθε τέτοιο σοκ ο κ. Τζανακόπουλος, υποθέτω ότι και ο Μαρξ δεν θα είχε αντίρρηση. Χάρη στο κεφάλαιο η ανθρωπότητα γνώρισε την πιο ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της ιστορίας και την ανατροπή των ιεραρχικών σχέσεων της φεουδαρχίας. Το ποιος διαχειρίζεται το κεφάλαιο είναι το ζήτημα, σε ποιον ανήκουν τα μέσα παραγωγής αν θέλετε, επί αυτού όμως ο κ. Κασσελάκης δεν είπε κουβέντα. Όσο ξέρω βέβαια, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ είπε κάτι τόσα χρόνια στην κυβέρνηση. Το αντίθετο, τα πήγε μια χαρά με το «κεφάλαιο». 

Και μόνο το να μπαίνουν στο τραπέζι τέτοια θέματα από ένα κόμμα το οποίο υποτίθεται ότι είναι κόμμα εξουσίας, είναι κωμικό. Ιδεολογικές εξετάσεις δεν προβλέπονται. Και σίγουρα δεν μπήκε κανένα θέμα με τόσες και τόσες μεταγραφές, ακόμα και από τους ΑΝΕΛ. Δεν τους πήραν ως αριστερούς υποθέτω. Αν κάτι έχει σημασία και θα μπορούσε ενδεχομένως να δικαιολογήσει ρήξεις λόγω πολιτικής διαφωνίας, είναι το πολιτικό πρόγραμμα του κόμματος και τέτοιο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει. Θα αποκτήσει στο Συνέδριο. Στοιχειώδης εντιμότητα θα ήταν να περιμένουν ως τότε.

Η Ομπρέλα βέβαια του κ. Τσακαλώτου προέταξε ζητήματα εσωκομματικής δημοκρατίας. Και πράγματι το δημοψήφισμα του κ. Κασσελάκη ήταν εκτός ορίων. Η διαγραφή των τεσσάρων ωστόσο ήταν το ελάχιστο που μπορούσε να κάνει. Δεν είχαν εκφράσει πολιτική διαφωνία, του είχαν επιτεθεί προσωπικά, ακόμα και «φυτευτό» από συμφέροντα τον είχαν χαρακτηρίσει. Ήταν μια ανοιχτή κήρυξη πολέμου η οποία δεν άφηνε το παραμικρό περιθώριο συμβιβασμού. Στην πραγματικότητα όσοι αποχώρησαν πολύ απλά δεν αποδέχθηκαν το αποτέλεσμα των διαδικασιών που οι ίδιοι είχαν αποφασίσει. Κατηγορούν τον Κασσελάκη ότι με τους αλλοπρόσαλλους χειρισμούς του διαλύει τον ΣΥΡΙΖΑ. Πιθανώς θα δικαιωθούν, ήδη παρατηρούνται σημάδια δημοσκοπικής κατάρρευσης. Το ίδιο όμως κάνουν και αυτοί. Το ενδιαφέρον είναι ότι στην δική τους περίπτωση παρατηρούμε μια παλινδρόμηση στη λογική και τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ του 4%. Ένα είδος παλιμπαιδισμού στη σιγουριά της αριστερής ορθοδοξίας. Με μια έννοια αυτό είναι αναπόφευκτο: μπροστά στον κεντρώο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη, για να υπάρξουν πρέπει να επαναπροσδιοριστούν ως αριστεροί. Υπάρχουν όμως και βαθύτεροι λόγοι που σχετίζονται με την πολιτική συγκρότηση των στελεχών που έφυγαν.

Τον προβληματισμό που επικρατεί στον χώρο τον εξέφρασε πολύ ωραία με άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών ένα από τα παλαιότερα στελέχη της ανανεωτικής αριστεράς, ο Δημήτρης Γιατζόγλου. Πρόκειται για μια επίθεση στον Κασσελάκη, τον άνθρωπο, όπως τον χαρακτηρίζει, «που ήθελε να γίνει βασιλιάς». Δεν είναι το δυνατό του σημείο. Αναρωτιέται για παράδειγμα «πώς θα χρηματοδοτηθεί ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας» όταν ο Κασσελάκης λέει «όχι στους φόρους» και μοιραία αναλογίζεσαι πόσο πειστικός ήταν και ο ΣΥΡΙΖΑ όταν υποσχόταν προεκλογικά παροχές και δαπάνες δισεκατομμυρίων. Στο άρθρο του ωστόσο αναφέρεται και στα «υπαρξιακά» ερωτήματα που θα απασχολήσουν όσους αποχώρησαν. Βρήκα πολύ χαρακτηριστικό το πρώτο από αυτά, αν θα αναζητήσουν «τις συγγενείς φυλές για να ξαναδοκιμάσουμε το μητρικό σχήμα της συμπόρευσης που οδήγησε στην ιστορική τομή του 2015». Εδώ ίσως βρίσκεται ο μίτος του εγχειρήματός τους. Θέλουν να επαναλάβουν την ιστορία από την αρχή, χωρίς το άγος του συμβιβασμού με την Ευρώπη και του τρίτου μνημονίου. Για τη δική τους ανάλυση εκεί βρίσκεται η αρχή της υποχώρησης του ΣΥΡΙΖΑ. Στην προδοσία των αρχών της αριστεράς και στον εγκλωβισμό της στον «κυβερνητισμό». Μπροστά σε αυτή την ουτοπία, φάρσα αν προτιμάτε μια και μόνο έτσι επαναλαμβάνεται η ιστορία, είναι έτοιμοι να αναρωτηθούν ακόμα και το αν μια «αντικαπιταλιστική στρατηγική είναι εφικτή μόνο με την αναδίπλωση στην επικράτεια του κράτους έθνους». Ο Λαφαζάνης τώρα δικαιώνεται. Μαζί ξεκίνησαν άλλωστε, γιατί να μην ξαναβρεθούν; Το ερώτημα φυσικά είναι ποιους, εκτός από τους ίδιους, μπορεί να ενδιαφέρει αυτή η αναπαλαίωση.