Πολιτικη & Οικονομια

Η mainstream διαφορετικότητα

«Τι αξία έχει να συζητάμε για πολύχρωμες κοινωνίες, όταν δεν εισφέρουμε στην κοινωνική αλλαγή;»

Κατερίνα Γκαγκάκη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Κατερίνα Γκαγκάκη, Αντιδήμαρχος Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Κοινωνίας των Πολιτών και Υποψήφια Δημοτική Σύμβουλος Δήμου Αθηναίων με τον συνδυασμό «Αθήνα Ψηλά» του Κώστα Μπακογιάννη, γράφει για τη συζήτηση γύρω από τη διαφορετικότητα.

Αυτή τη στιγμή πουδιαβάζετε αυτό το άρθρο, σε κάποιο σάιτ ανεβαίνει ένα κείμενο περί διαφορετικότητας. Κάποιος γονιός γράφει στη σελίδα του στο Facebook ένα σχόλιο, μια μαρτυρία από την ημέρα του για και με το «διαφορετικό» του παιδί. Κάπου, σε κάποιον όμιλο ή έναν οργανισμό, πραγματοποιείται μία εκπαίδευση εργαζομένων για τη συμπερίληψη και τους τρόπους να εμπεδώνεται η διαφορετικότητα στους κόλπους της επιχείρησης.

Τι θέλω να πω: η διαφορετικότητα, λέξη – ομπρέλα για τις πολλές και διαφορετικές ποιότητες και δυνατότητες και θεάσεις του κόσμου, έννοια πολύσημη και από τις πλέον σημαντικές στην εποχή μας, κάποτε βρισκόταν στο περιθώριο των media και των δημόσιων συζητήσεων. Σήμερα, είναι mainstream.

Μερικά  χρόνια πίσω, λίγοι γνώριζαν τις ανάγκες και τις προεκτάσεις αυτής της λέξης. Κάποιοι την ανακαλούσαν από το περιθώριο για εντυπωσιασμό.Κάποιοι άλλοι την πολεμούσαν, φοβούμενοι μη χάσουν τα όποια προνόμια τους, φοβούμενοι μην ξεβολευτούν. Μέχρι που έγινε... της μόδας. Δεν είμαστε εκεί πια. Για την ακρίβεια, τρέξαμε πολύ μακριά από εκεί.

Πολύ συχνά –φοβάμαι, συχνότερα απ όσο θα έπρεπε, το diversity μετατράπηκε σε όχημα για πώληση καλοσύνης. Για εμπνευσμένες καμπάνιες και διαφημίσεις που στόχο είχαν να κερδίσουν ένα συγκεκριμένο κοινό. Να κεφαλαιοποιήσουν το άνοιγμα σε μία νέα, παράλληλη αγορά. Οπότε και ουράνια τόξα «πουλήθηκαν» χωρίς μέτρο και αλληλεγγύη και αγάπη «πουλήθηκε» προς οτιδήποτε διαφορετικό που λίγα χρόνια πριν θα αγωνιζόταν να μπει ως αγνή αλήθεια από το παράθυρο.

Η επίσημη αφήγηση όλων αυτών; Ότι οι διακρίσεις –σε κάθε επίπεδο- τελείωσαν. Ότι επειδή τα τελευταία χρόνια μιλάμε πολύ για πολλά –για τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, για την έμφυλη ισότητα, για το body diversity, για τη νευροδιαφορετικότητα, την αναπηρία - τα προβλήματα αναγνωρίστηκαν. Ότι οι διακρίσεις  - όποιες διακρίσεις - –έμφυλες, φυλετικές, μισαναπηρικές, κοινωνικοοικονομικές κλπ-  αγκαλιάζονται μαγικά από τη δημόσια σφαίρα αλλά και την ιδιωτική. Ότι οι ευαλωτότητες κάθε μορφής δεν αντιμετωπίζουν πια κινδύνους.

Επειδή η διαφορετικότητα είναι πια ψηλά στην ατζέντα κάθε ομιλητή που σέβεται το ακροατήριό του, κάθε επιχείρησης που δεν θέλει να χάσει τους πελάτες της ως συντηρητική και ξεπερασμένη, κάθε κινηματικής προσωπικότητας που θέλει να ακουστεί, δημιουργείται και ένας παράξενος εφησυχασμός ότι είμαστε σε καλό δρόμο. Ότι η κοινωνία και οι άνθρωποι μαθαίνουν και εξοικειώνονται με το διαφορετικό, προχωρούν ενωμένοι, προστατεύουν ισότιμα όλα τα μέλη τους και δεσμεύονται να κρατούν τους δρόμους ανοιχτούς για όποιον, όποια, όποι@ δυσκολεύεται να τους διαβεί.

Είναι, όμως, έτσι; Βρισκόμαστε ήδη εκεί; Καταφέραμε μέσα σε τόσα λίγα χρόνια να φτάσουμε σε αυτό το σημείο; Κάνοντας τη διαφορετικότητα σημαία μας και εμφανίζοντας ένα σήμα κατατεθέν όπως μία πολύχρωμη σημαία ή ένα λευκό μπαστούνι ή ένα βραχιολάκι με ηλίανθους για να αναφέρω απλώς κάποια διακριτικά Αν, λοιπόν, φερόμαστε έτσι, εξαντλήσαμε τη συζήτηση; Έχουμε περάσει ήδη στις πράξεις;

Κάνοντας τη διαφορετικότητα mainstream θέμα, δεν οφείλουμε πια λύσεις; Δεν οφείλουμε καθαρές και συνεπείς και αποτελεσματικές πολιτικές θέσεις;

Ναι, οφείλουμε και από εδώ ακριβώς ξεκινάει η ουσιαστική κουβέντα.

Ναι, οφείλουμε και από εδώ ξεκινάμε να απαντάμε στο τι πραγματικά είναι η διαφορετικότητα. Στο γιατί υπάρχει ευαλωτότητα και ποιο είναι το περιβάλλον και οι συνθήκες που δημιουργούν διακρίσεις.

Γιατί ωραία τα συζητάμε σε fireside chats και συνέδρια και πάνελ, αλλά ποια διαφορετικότητα επικαλούμαστε, χωρίς ρηξικέλευθες αποφάσεις που θα ανακουφίσουν, θα προσφέρουν, θα λύσουν παθογένειες ετών;

Για ποια διαφορετικότητα μιλάμε όταν ένα τρανς παιδί θα δεχθεί bullying στο σχολείο και οι γονείς του κατά μεγάλη πιθανότητα δεν θα βγάλουν άκρη ή δεν θα έχουν υποστήριξη από τους περισσότερους εκπαιδευτικούς; Για ποια διαφορετικότητα μιλάμε όταν η αναπηρία θεωρείται ακόμη ταμπού σ’ αυτή τη χώρα – θυμηθείτε το περιστατικό με το ΑμΕΑ στο λεωφορείο και την αντίδραση του οδηγού; Για ποια διαφορετικότητα μιλάμε όταν άνθρωποι μέχρι σήμερα πρέπει να απολογούνται είτε για το χρώμα του δέρματός τους είτε για τη ΔΕΠΥ τους; Για ποια διαφορετικότητα μιλάμε όταν κόσμος αποφασίζει να βάλει τέλος στη ζωή του, όταν βρεθεί αντιμέτωπος με τον μισανθρωπισμό, τη γνήσια μοχθηρία, την εργαλειακή εξόντωσή του από δουλειές, πόστα, ολόκληρα κοινωνικά περιβάλλοντα που αποτυγχάνουν να στηρίξουν, να βοηθήσουν, να κρατήσουν στη ζωή;

Κατά τη γνώμη μου, έχουμε χρησιμοποιήσει τον όρο πολύ και έχουμε κάνει ελάχιστα, πέρα από το να συζητάμε. Στο δικό μου το μυαλό και αφού πλέον η διαφορετικότητα έγινε ένας mainstream όρος, χρωστάμε πλέον να περάσουμε στο επόμενο βήμα και αυτό δεν είναι ούτε η ορατότητα ούτε η συμπερίληψη – σα να εξαντλήσαμε τις αναφορές και σ αυτά. Το επόμενο βήμα είναι τα θεσμοθετημένα βήματα που κάνουν τη ζωή συνανθρώπων μας καλύτερη, ποιοτικότερη, αξιοπρεπή.

Τι αξία έχει να συζητάμε για πολύχρωμες κοινωνίες, όταν δεν εισφέρουμε στην κοινωνική αλλαγή; Τι αξία έχει να συζητάμε για τα ΑμΕΑ ή τα μη νευροτυπικά παιδιά σ’ έναν κόσμο που δεν μπορεί να διαχειριστεί την αναπηρία στην καθημερινότητα και το δείχνει με κάθε ευκαιρία; Τι αξία έχει να συζητάμε για τον Αντετοκούνμπο, όταν θυμώνουμε που μας λέει το αυτονόητο: ότι στην Ελλάδα μεγάλωσε και την αγαπά, αλλά είναι Νιγηριανός;

Στο δικό μου μυαλό, κάθε είδους διαφορετικότητα, σημαίνει και ένα μεγάλο ποσοστό αορατοποιημένης βίας, καλά κρυμμένου ρατσισμού, όμορφα αμπαλαρισμένης απέχθειας για το άλλο, το ξένο, αυτό που δεν καταλαβαίνουμε κι αυτό που μας φοβίζει.

Κι αυτό θέλω να αλλάξει. Με θεσμικές κινήσεις, με συλλογικότητα και όχι ατομικά. Δημόσια για να περάσει και στα ιδιωτικά. Μεθοδικά και όχι με συνθήματα. Μέχρι να πάψει να είναι η καμουφλαρισμένη ντροπή μας. Μέχρι να πάψει να είναι το πρόβλημα. Μέχρι να σταματήσουν να γράφονται κείμενα για τη διαφορετικότητα. Μέχρι να σταματήσουν να υπάρχουν «αχ» και αναπάντητα «γιατί» στα στήθη και τα κεφάλια γονιών με «διαφορετικά» παιδιά. Μέχρι να μιλάμε για ισότητα, αλλά η ισότητα να υπάρχει εκεί, ορατή, απτή, πραγματική. Τότε ναι. Θα μας αξίζει να ξαποστάσουμε. Μέχρι τότε, όχι.