Πολιτικη & Οικονομια

Μικρο-διευθετήσεις και μεταρρυθμίσεις

Οι μεταρρυθμίσεις που προηγήθηκαν, κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, δεν κατάφεραν να ανακόψουν την επιδείνωση των παλαιότερων προβλημάτων στα οποία προστέθηκαν κι άλλα νεώτερα

Παναγιώτης Καρκατσούλης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι μεταρρυθμίσεις στο ελληνικό κράτος και η συμπεριφορά του πολιτικού συστήματος.

Από τις πρόσφατες τραγωδίες και καταστροφές σταχυολογώ την είδηση ότι μια γυναίκα πέθανε στην καρότσα ενός φορτηγού που την μετέφερε, αντί του ΕΚΑΒ, στο νοσοκομείο, όπως επίσης και την είδηση της κατάρρευσης ενός συστήματος κυβερνοασφάλειας που αποδείχτηκε ότι δεν ήταν, καν, σύστημα και παρά λίγο να τινάξει τον αέρα τις πανελλήνιες εξετάσεις. Κι από την παλαιότερη επικαιρότητα, έναν σταθμάρχη που βρέθηκε στη θέση του ως μη όφειλε και έδειξε μνημειώδη πλημμέλεια στην άσκηση των καθηκόντων του στέλνοντας στον θάνατο 53 ανθρώπους, καθώς κι ένα μπαζωμένο ρέμα που πλημμύρισε, παρασύροντας ανθρώπους, σπίτια και περιουσίες που φτιάχτηκαν με το υστέρημα μιας ζωής.

Στη λίστα θα μπορούσαν να προστεθούν κι άλλες διαφορετικές ατομικές / μεμονωμένες περιπτώσεις που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Σχεδόν καμία απ’ αυτές δεν συνοδεύεται από μια σειρά ρυθμιστικών, οργανωτικών ή θεσμικών παρεμβάσεων που δεν θα επέτρεπαν την επανεμφάνισή τους.

Η αντιμετώπιση τέτοιων εξατομικευμένων περιπτώσεων καταστροφών έχει, συνήθως, δυο μείζονες διαστάσεις: Η πρώτη είναι η ατομική ευθύνη. Εσύ ο ίδιος ενέχεσαι για οτιδήποτε συμβαίνει εις βάρος σου. Πάντα μπορεί να υπολείπεται η επιμέλειά σου από την «δέουσα», πάντα μπορείς να βρεθείς εκτός κοινωνικών κανόνων, αφού μια προσωπική ιστορία μπορεί να διαψεύδει μια εδραιωμένη πεποίθηση ή εικόνα. Η δεύτερη διάστασή τους είναι η επικοινωνιακή. Πρέπει να δημιουργηθούν εντυπώσεις που να συντηρούν διχοτομίες και διαχωριστικές γραμμές. Εμφανείς και υπόγειες ταυτίσεις του τύπου «εσύ δεν μπορείς, εγώ μπορώ» είναι στην πρώτη γραμμή και, σε προεκλογικές περιόδους, όπως αυτή που διανύουμε, αποτελούν ύψιστης σημασίας προτεραιότητες.

Γιατί δυσκολευόμαστε, όμως, να γενικεύουμε εξ αφορμής μεμονωμένων γεγονότων; Γιατί οι συγκεκριμένες ιστορίες σπανίως γίνονται αφορμή για μεγαλύτερες παρεμβάσεις σε επίπεδο θεσμών, ρυθμίσεων και πολιτικών; Γιατί δεν αλλάζουμε τις συνθήκες που μας οδήγησαν σ’ αυτές τις προσωπικές τραγωδίες;

Υπάρχουν πολλές ερμηνείες και πολλές εξ αυτών αλληλοσυμπληρώνονται. Οπότε, εδώ θα περιοριστούμε στις τρεις κυριότερες.

Η πρώτη συναρτάται προς την «αλλεργία» των ΜΜΕ στις θεσμικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις: Τα ΜΜΕ αγαπούν την «είδηση»: Είδηση, κατά την παραδοσιακή αντίληψη, δεν είναι ένας σκύλος που δάγκωσε έναν άνθρωπο αλλά ένας άνθρωπος που δάγκωσε έναν σκύλο. Οι προσωπικές ιστορίες μπορεί να ξεφεύγουν από την θεσμική κανονικότητα, ως εκ τούτου είναι πιο ενδιαφέρουσες απ’ αυτήν. Τα ΜΜΕ δεν ενδιαφέρονται, απλά, για τις μεταρρυθμίσεις, γιατί δεν πουλάνε.

Η δεύτερη ερμηνεία της δυσανεξίας με τις μεταρρυθμίσεις συναρτάται προς την άοκνη προσπάθεια του μεγαλύτερου τμήματος του πολιτικού συστήματος να κρατήσει ανέπαφο το πελατειακό υπόστρωμα,  που αποτελεί το διοικητικό και οργανωτικό DNA του ελληνικού κράτους. Οι μεταρρυθμίσεις το αποδομούν και το αποδυναμώνουν, ενώ οι σημειακές αλλαγές και, πολύ περισσότερο, οι συμβολικές και ανεφάρμοστες πολιτικές δεν το πλήττουν καν.

Μια τρίτη ερμηνεία της δυσανεξίας, είναι η μεταρρυθμιστική κόπωση. Οι μεταρρυθμίσεις που προηγήθηκαν, κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, δεν κατάφεραν να ανακόψουν την επιδείνωση των παλαιότερων προβλημάτων στα οποία προστέθηκαν κι άλλα νεώτερα. Οι μεγάλες οριζόντιες μεταρρυθμίσεις της εποχής Σημίτη άλλαξαν, μεν, την ποιότητα της Διακυβέρνησης, πλην όμως τόσο τα προβλήματα που ανέκυψαν όσο και η ποιότητα των επιγόνων του που κλήθηκαν να τα αντιμετωπίσουν, ξεπέρασαν τη δυναμική τους. Ακολούθησε η τραυματική δεκαετία των μνημονίων στην οποία καταρρακώθηκε κάθε έννοια χρηστής διακυβέρνησης: οι θεσμοί γελοιοποιήθηκαν και απαξιώθηκαν, ενώ οι περιοριστικές, ισοπεδωτικές πολιτικές αντικατέστησαν τις μεταρρυθμίσεις.

Όσοι απέμειναν, μετά την λαίλαπα αυτή, να μιλούν για μεταρρυθμίσεις αναφέρονταν στα ένδοξα κλέη του παρελθόντος προκαλώντας από καχυποψία μέχρι θυμηδία. Η κακοστημένη αυτή παράσταση κούρασε και, το σπουδαιότερο, άνοιξε τον δρόμο σε αντι-μεταρρυθμιστικές δυνάμεις και πρακτικές με τον βολονταρισμό και τον μεσσιανισμό να φαίνονται ως μια πιο αξιόπιστη εναλλακτική σε σχέση με τα μεταρρυθμιστικά ράκη του παρελθόντος.

Η νέα αντι-μεταρρυθμιστική περίοδος στην οποία έχουμε εισέλθει έχει, όμως, ημερομηνία λήξεως. Η επίσπευση της έλευσής της θα επιτευχθεί, εάν εκείνοι που στηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις ως μόνο μέσον ενός βιώσιμου μέλλοντος για την χώρα, επεξεργαστούν ένα «φρέσκο» πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Ούτε οι αναφορές στο παλιό ΕΣΥ αρκούν ούτε οι συνταγές κοινωνικής πολιτικής που στηρίζονται στα επιδόματα και τα δανεικά. Το νέο μεταρρυθμιστικό αφήγημα θα απαντάει στις προκλήσεις του σήμερα και του αύριο. Θα δημιουργηθεί μέσα από μια επίπονη διαβουλευτική διαδικασία όπου άλλα από τα θεωρούμενα ως θέσφατα θα διατηρηθούν στο νέο περιβάλλον, άλλα θα διαγραφούν κι άλλα θα μετασχηματιστούν αναλόγως.

Χρειάζεται πολλή δουλειά, σοβαρότητα και ευθύνη. Η δημιουργία μιας αξιόπιστης μεταρρυθμιστικής ατζέντας θα έχει ως αποτέλεσμα περισσότεροι να αντιληφθούν ότι, εκτός από το δέντρο των μικρο-διευθετήσεων, υπάρχει και το δάσος μιας ποιοτικά καλύτερης ζωής που μπορούν να εγγυηθούν μόνον οι μεταρρυθμίσεις.