Πολιτικη & Οικονομια

Ποιος επιτρέπεται να παίρνει συνέντευξη από τον πρωθυπουργό;

Η πολιτική αντιπαράθεση δεν είναι μάχη με στρατούς

Μάνος Βουλαρίνος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Μάνος Βουλαρίνος σχολιάζει τις αντιδράσεις για τη συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στο podcast «Μπούκλα 99» και στη Νεφέλη Μεγκ.

Η σωστή απάντηση είναι: μόνο όσοι η αυτοσαρκαστικά αυτοαποκαλούμενη «προοδευτική παράταξη» εγκρίνει. Μόνο όσοι πληρούν εκείνες τις θολές προϋποθέσεις που βάζει ο «προοδευτικός» κόΖμός της χώρας και ιδανικά μόνο όσοι έχουν εκδηλώσει τα εχθρικά τους αισθήματα όχι μόνο για τον πρωθυπουργό αλλά και για όποιον δεν υποτάσσεται στο παραμύθι του άλλου κόσμου που είναι εφικτός. Μόνο αυτοί έχουν δικαίωμα όχι μόνο να συνομιλούν με τον πρωθυπουργό αλλά να μιλούν γενικώς. 

Αν κάποιοι δεν πείστηκαν για τα παραπάνω μετά τις επιθέσεις στον Σταύρο τον Θεοδωράκη, δεν μπορεί παρά να πείστηκαν μετά τις επιθέσεις στην podcaster και videocaster Νεφέλη Μεγκ, η οποία τόλμησε να μιλήσει με τον πρωθυπουργό, παρότι δεν έχει αυτοπροσδιοριστεί ως «προοδευτική» ή «αριστερή» και (αν είναι ποτέ δυνατόν) δεν έχει περπατήσει στους κινηματικούς δρόμους του αγώνα (δηλαδή δεν έχει κλείσει κάποιον δρόμο μαζί με τους φίλους της για να φωνάξουν σαν ζόμπι ανέμπνευστα δίστιχα). Το ότι στη συνέντευξή της δεν καλόπιασε τον πρωθυπουργό δεν είχε καμία σημασία. Στο κάτω-κάτω το θέμα των συντρόφων δεν είναι στο περιεχόμενο (μην ξεχνάτε ότι τα τάγματα εφόδου επιτέθηκαν στο σπίτι του Θεοδωράκη την ώρα της προβολής της συνέντευξης και όχι αφού την είχαν παρακολουθήσει). Είναι ότι δεν μπορούν να αποδεχτούν την ύπαρξη κανενός που δεν είναι ή δεν νιώθουν κοντά τους.

Στο μυαλό των συντρόφων οι ίδιοι είναι οι μόνοι που παλεύουν υπέρ των συμφερόντων του λαού (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό*). Άρα όποιος δεν είναι μαζί τους δεν μπορεί παρά να είναι εχθρός του λαού. Και ένας εχθρός του λαού δεν μπορεί παρά να δρα σε βάρος των συμφερόντων του λαού. Άρα ό,τι κάνει (γράφει ένα βιβλίο, κάνει μια εκπομπή, παίρνει μια συνέντευξη, σχολιάζει στο τουίτερ) αναπόφευκτα στρέφεται εναντίον του λαού και θα πρέπει να εμποδιστεί ή τουλάχιστον να στιγματιστεί. 

Για να επιστρέψουμε στις συνεντεύξεις, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα αν ο «εχθρός του λαού» που παίρνει συνέντευξη στον πρωθυπουργό δεν του χαριστεί. Μια τέτοια αντιμετώπιση αποδεικνύει ότι η πολιτική αντιπαράθεση δεν είναι μάχη με στρατούς, πράγμα εξαιρετικά οδυνηρό για μια παράταξη που αντιλαμβάνεται όχι μόνο την πολιτική αλλά τη ζωή ολόκληρη ως μια μάχη με στρατούς. Ασε που δείχνει ότι οι «εχθροί» δεν έχουν κανένα πρόβλημα να στριμώχνουν αυτόν που η συντροφική προπαγάνδα έχει αυθαίρετα ορίσει ως αρχηγό τους. Κοινώς, χαλάει το παραμύθι.  

Δεν είναι τυχαίο που ποτέ στις δεκάδες συνεντεύξεις που έχει δώσει ο Τσίπρας δεν έχει υπάρξει ομαδική και μάλιστα εκ των προτέρων επίθεση σ’ αυτόν με τον οποίο μιλάει ο ηγέτης της «προοδευτικής παράταξης». Κανείς άλλος (εκτός από την ακροδεξιά) δεν αντιλαμβάνεται την πολιτική σαν πόλεμο και τον εαυτό του και τους γύρω τους ως στρατιώτες.

Για τους συντρόφους δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες ή ουδετερότητες ή σκεπτικισμός. Όποιος δεν είναι μαζί τους είναι εξ ορισμού εναντίον τους και πάντα με ταπεινά κίνητρα. Και το ότι αναγκαστικά υφίστανται την ύπαρξη διαφορετικών απόψεων και στάσεων δεν σημαίνει ότι τις αντέχουν κιόλας. Κι έτσι κάνουν ό,τι μπορούν όχι για να τις αντικρούσουν με επιχειρήματα αλλά για να τις πολεμήσουν. Με κάθε τρόπο. Στον πόλεμο που λαμβάνει χώρα στο μυαλό τους όλα επιτρέπονται. Ακόμα και οι επιθέσεις σε όποιους τολμούν να πάρουν συνέντευξη με τον πρωθυπουργό χωρίς πρώτα να έχουν πάρει την έγκριση τους. Και μπράβο τους.  

* δεν σημαίνει απολύτως τίποτα και αυτό είναι που κάνει τη φράση αυτή τόσο σπουδαία. Μπορεί κάθε φορά να πάρει όποιο περιεχόμενο θέλουν οι σύντροφοι. Μπορεί να μην πάρει και κανένα συγκεκριμένο περιεχόμενο και απλώς να είναι ό,τι είναι για τους θρησκόληπτους η «ανηθικότητα»: ό,τι δεν κάνουν κέφι.