Πολιτικη & Οικονομια

Νέος Κώδικας Μετανάστευσης: το εκκρεμές της ένταξης

«Επαναλαμβάνει τη διαχρονική επιφυλακτικότητα του Έλληνα νομοθέτη»

Έντα Γκέμη
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Έντα Γκέμη, επιστημονική συνεργάτις ΕΛΙΑΜΕΠ, γράφει για τον νέο κώδικα Μετανάστευσης και τη στάση του ελληνικού κράτους. 

Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με πολλαπλές προκλήσεις όσον αφορά τη διαχείριση της μετανάστευσης και της κοινωνικής ένταξης. Από τη μια, ένας μακροχρόνια εγκατεστημένος πληθυσμός που αντιμετωπίζει την οικονομική κόπωση, την ανεργία και την προσωρινότητα της διαμονής ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, της πανδημίας και των ελλιπών θεσμικών μηχανισμών. Από την άλλη, ένας σχετικά πρόσφατα αφιχθέντος πληθυσμός, κυρίως αιτούντων άσυλο, που παραμένει σε εξαιρετικά επισφαλή κατάσταση όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσης και την προοπτική κοινωνικής ένταξης.

Ταυτόχρονα, η διαχρονική στάση του ελληνικού κράτους μπορεί επισήμως να συνοψιστεί με όρους πολιτικών ασφάλειας και κλειστών συνόρων, ενώ ανεπίσημα αναγνώρισε τη ζήτηση της αγοράς για χαμηλόμισθο, φθηνό εργατικό δυναμικό. Και, ενώ αυτή η στάση άρχισε σταδιακά να δίνει τη θέση της σε μια πιο ορθολογική αξιολόγηση του φαινομένου, διακόπηκε από την οικονομική ύφεση και τις επακόλουθες ακραίες πολιτικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα τη δεκαετία του 2010. Η νέα αυτή συνθήκη προκάλεσε σοβαρό κύμα περιθωριοποίησης και επιστροφής στην παρατυπία (διαμονής και εργασιακής) της πρώτης γενιάς μεταναστών, συμβάλλοντας παράλληλα στη διαμόρφωση ενός νέου φαινομένου, της διεθνικής κινητικότητας, κυρίως της δεύτερης γενιάς. Τα διαθέσιμα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι σημαντικός αριθμός μεταναστών πρώτης και δεύτερης γενιάς (πολλοί από τους τελευταίους με ελληνικό διαβατήριο) να έχουν εγκαταλείψει τη χώρα προς άλλους «δυτικότερους» προορισμούς δημιουργώντας συνθήκες περαιτέρω διαρροής κοινωνικού και γενικότερού ανθρώπινου κεφαλαίου.

Παρά τις ως άνω διαπιστώσεις, η πρώτη εντύπωση διαβάζοντας το νέο κώδικα μετανάστευσης είναι ότι η βασική μέριμνα του νομοθέτη δεν είναι το ζητούμενο της κοινωνικής ένταξης αλλά η εξασφάλιση της ισορροπίας μεταξύ πολιτικών ασφάλειας, του ζητήματος του εργατικού δυναμικού ως απάντηση στη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού, και το εγχείρημα της σύνδεση του μεταναστευτικού με το οικονομικό αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας. Θα ήταν εύλογο να περίμενε κανείς ότι τρις δεκαετίες έντονης κοινωνικοπολιτικής «τριβής» με μεικτές μεταναστευτικές ροές και της συνύπαρξης με τον «άλλο», τον μετανάστη ή τον πρόσφυγα, τον/την χωρίς χαρτιά ή σε καθεστώς μόνιμης εκκρεμότητας, το ασυνόδευτο ανήλικο, και την δυναμική «αρμάδα» της δεύτερης γενιάς με το κοινωνικό τους κεφάλαιο να είναι άρρητα συνδεδεμένο με την Ελλάδα, ο όρος «ένταξη» να ήταν η επικεφαλίδα του νέου κώδικα μετανάστευσης. Όσοι πρόσβλεπαν σε μία νέα σελίδα στο μεταναστευτικό σε σχέση με τους όρους συμπερίληψης και κοινωνικής ένταξης των μεταναστών στο κοινωνικό ιστό θα νιώθουν μάλλον απογοητευμένοι.

Όπως όλα δείχνουν, ο νέος κώδικας μετανάστευσης επαναλαμβάνει τη διαχρονική επιφυλακτικότητα του Έλληνα νομοθέτη να αποδίδει προσωρινό χαρακτήρα στο φαινόμενο της μετανάστευσης, που θα μπορούσε να συνοψιστεί ως συνθήκη παρατεταμένης εκκρεμότητας. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή είναι απαραίτητη μια νέα ενταξιακή συνθήκη. Μια τέτοια συνθήκη πρέπει να επαναπροσδιορίσει τις θεμελιώδεις αρχές που διασφαλίζουν την ένταξη στην πολιτική κοινότητα και να προβλέπει τους αντίστοιχους μηχανισμούς ένταξης που θα εγγυώνται την κοινωνική συνοχή στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Εκτός των άλλων αυτό θα απαιτούσε την προώθηση μιας νέας αφήγησης για το «έθνος» που θα υπερέβαινε τα εθνοτικά χαρακτηριστικά όλων των πολιτών, για να συμπεριλάβει όλους εκείνους, ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής ή θρησκείας, που επιθυμούν να τηρήσουν τις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος.