Πολιτικη & Οικονομια

Ποιο επιτελικό κράτος;

«Ποιες θεσμικές αλλαγές μπορούν να ενθαρρύνουν τη μετάβαση σε ένα περισσότερο αποτελεσματικό και λιγότερο ιδιοτελές πολιτικό σύστημα;»

Γιάννος Παπαντωνίου
Γιάννος Παπαντωνίου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ποιο επιτελικό κράτος;
© Aris Oikonomou / SOOC

Το μοντέλο του επιτελικού κράτους, οι ατέλειες και παθογένειες του κοινοβουλευτικού συστήματος στην Ελλάδα, οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για τη χώρα.

Ήταν αναμενόμενο, μετά το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, να αναχθεί η λειτουργία του κράτους, επιτελικού ή μη, σε μείζον θέμα του δημόσιου διαλόγου. Η συζήτηση αυτή θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως έναυσμα για την ανασυγκρότηση του κράτους και την αναβάθμιση της πολιτικής λειτουργίας, με τελικό στόχο τη βελτίωση της ζωής και της προοπτικής των Ελλήνων πολιτών.

Καταρχάς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι «καλύτερο κράτος» δεν μεταφράζεται σε «καλύτερες πολιτικές». Είναι όμως βασική προϋπόθεση για τη χάραξη ορθών πολιτικών και την αποτελεσματική εφαρμογή τους, που εξαρτώνται, πρώτον, από ποιους και με ποιες διαδικασίες αποφασίζονται οι πολιτικές και, δεύτερον, πώς ελέγχεται και αξιολογείται η υλοποίησή τους.

Το ελληνικό κράτος πάσχει και στα δύο επίπεδα. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Κ. Κωστής (Το Βήμα, 19.03.2019), «το πολιτικό σύστημα της χώρας … έχει διαμορφωθεί σε ένα κλειστό σύστημα που ενδιαφέρεται κυρίως για την αναπαραγωγή του, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που έχουν οι επιλογές του για το σύνολο της χώρας». Από την επιτελική θέση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών την περίοδο 1994-2001 είχα υποστηρίξει με ανάλογο σκεπτικό  την ένταξη της χώρας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση: «Οι κοινοί κανόνες λειτουργίας της Ευρωζώνης θα δημιουργούσαν ένα σύστημα κινήτρων και κυρώσεων που θα ωθούσε το πολιτικό σύστημα να επιδιώξει μακροπρόθεσμους στόχους, όπως η παραγωγικότητα, οι επενδύσεις και οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Τελικός στόχος ήταν η επίτευξη υψηλών επιπέδων ευημερίας και απασχόλησης».

Είκοσι χρόνια μετά την ένταξη, η πρόβλεψη-ευχή παραμένει ανεκπλήρωτη. H ένταξη στο ευρώ αύξησε τους αναπτυξιακούς πόρους, ενίσχυσε την οικονομική σταθερότητα, πρόσφερε περισσότερη ασφάλεια, αλλά δεν άσκησε σημαντική επιρροή στον κοινωνικό και πολιτικό εκσυγχρονισμό. Το πρόβλημα υπερέβαινε τις δυνατότητες μιας, ριζικής έστω, αλλαγής των οικονομικών κανόνων. Ήταν βαθιά πολιτικό. Αφορούσε την ίδια την αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος ώστε να αναπροσανατολιστεί από την αναπαραγωγή του, δηλαδή την αυτοεξυπηρέτησή του μέσω της παραμονής στην εξουσία, στην εξυπηρέτηση των αναγκών της κοινωνίας.

Πρόκειται για θεμελιώδη αλλαγή που απαιτεί ανασύνταξη των πολιτικών δυνάμεων με δραστική ενίσχυση του μεταρρυθμιστικού ρεύματος για τη λήψη θαρραλέων αποφάσεων. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα της ανασυγκρότησης του κράτους: ποιες θεσμικές αλλαγές μπορούν να ενθαρρύνουν τη μετάβαση σε ένα περισσότερο αποτελεσματικό και λιγότερο ιδιοτελές πολιτικό σύστημα;

Το επιτελικό κράτος που προώθησε η σημερινή κυβέρνηση διευκόλυνε τη διαχείριση μεγάλων ζητημάτων, όπως η πανδημία, αλλά δεν έλυσε τα προβλήματα της καθημερινότητας. Εξάλλου, δεν μπορούσε να το πετύχει, γιατί δεν υποκαθιστά τους Υπουργούς και τις δημόσιες υπηρεσίες στην υλοποίηση των προγραμμάτων. Είναι ορθή η ενίσχυση του γραφείου του Πρωθυπουργού, αλλά μόνο στο μέτρο που συμπληρώνει τον συνολικό σχεδιασμό της κυβερνητικής δράσης και συμβάλλει στον αποτελεσματικότερο συντονισμό των Υπουργείων.

Πέρα, όμως, από τη βελτίωση του σχεδιασμού και του συντονισμού το κλειδί για την επιτυχία μιας κυβέρνησης είναι η ύπαρξη Υπουργών με γνώση του αντικειμένου, διοικητικές ικανότητες και ανεξαρτησία από πελατειακές επιρροές. Εξωκοινοβουλευτικά στελέχη, επιπρόσθετα από τους Υπουργούς Επικρατείας, μπορεί να καλύπτουν αυτές τις απαιτήσεις. Στην απεξάρτηση από το πελατειακό κράτος θα συμβάλει και η κατοχύρωση της αξιοκρατίας παντού, ώστε να περιοριστεί δραστικά η δυνατότητα ρουσφετιών καθώς και άλλων παρεκκλίσεων από την αυστηρή υπηρεσιακή λειτουργία, που εκτρέπουν τις κυβερνήσεις από την εκπλήρωση της αποστολής τους.

Τέλος, η επικέντρωση των κυβερνήσεων στο έργο τους θα διευκολυνθεί και από την προώθηση της αναγκαίας διοικητικής μεταρρύθμισης: Αναβάθμιση της Σχολής Δημόσιας Διοίκησης με ταυτόχρονη αναβάθμιση των αποδοχών στις ανώτερες βαθμίδες, μακρές θητείες για τους προϊσταμένους διοικητικών μονάδων, εκτεταμένη προσφυγή σε Ανεξάρτητες Αρχές, ανασχεδιασμός διοικητικών δομών ώστε να απλοποιηθούν διαδικασίες, γενικευμένη εσωτερική αξιολόγηση με αυστηρά αντικειμενικά κριτήρια αποτελούν κρίσιμα στοιχεία αυτής της προσπάθειας. Η αναβάθμιση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης θα αυξήσει αισθητά την αποτελεσματικότητα των κυβερνήσεων δημιουργώντας πρόσθετα κίνητρα για δημιουργική μεταρρυθμιστική δράση.

Οι αλλαγές που αναφέρονται πιο πάνω εξαντλούν ουσιαστικά τα περιθώρια βελτιώσεων του υπάρχοντος συστήματος προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Παράλληλα, θα πρέπει να εξεταστούν περισσότερο ριζικές λύσεις, σχετικά με τις κατανομές εξουσίας και τον τρόπο εκλογής των δύο βασικών θεσμών, του κοινοβουλίου και του προέδρου της Δημοκρατίας. Η χώρα μας αποτελεί υπόδειγμα πρωθυπουργικοκεντρικού κοινοβουλευτικού συστήματος με την εξασφάλιση της νομοθετικής λειτουργίας μέσω της πλειοψηφίας που στηρίζει την κυβέρνηση, και την έλλειψη ουσιαστικών αρμοδιοτήτων του –μη εκλεγμένου με άμεση εκλογή από το λαό– προέδρου της Δημοκρατίας. Οι έλεγχοι και τα αντίβαρα είναι εξασθενημένα. Ο πρωθυπουργός είναι παντοδύναμος σε μια χώρα όπου οι θεσμοί δεν διαθέτουν επαρκές κύρος και ανεξαρτησία, ώστε να δημιουργούν αντίρροπες δυνάμεις στην εκτελεστική εξουσία.

Αδυναμίες παρουσιάζει και ο θεσμός του κοινοβουλίου, με τις μεγάλες εκλογικές περιφέρειες που μετατρέπουν τον εκλογικό αγώνα ανάμεσα στα κόμματα σε ενδοκομματικό ανταγωνισμό ψηφοθηρικής επικράτησης, όπου το χρήμα παίζει σημαντικό ρόλο. Εξάλλου, το σύστημα εκλογής με σταυρό προτίμησης αποθαρρύνει, με τις επικρατούσες συνθήκες, μη επώνυμους, νέους ανθρώπους με αξιόλογες δυνατότητες να διεκδικήσουν συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία. Η ανανέωση του πολιτικού προσωπικού μπορεί να ενισχυθεί, ακολουθώντας το γερμανικό πρότυπο, με εκλογή βουλευτών με λίστα στις μεγαλύτερες περιφέρειες.

Τέσσερις περίπου δεκαετίες μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 1985 είναι χρήσιμο να επανεξεταστούν οι ατέλειες και παθογένειες του κοινοβουλευτικού μας συστήματος. Ενίσχυση ελέγχων και αντίβαρων στην εκτελεστική εξουσία, περιορισμός του μεγέθους των εκλογικών περιφερειών καθώς και επέκταση της εκλογής βουλευτών με λίστα θα συμβάλουν σε μια ισορροπημένη και δημοκρατική ανασυγκρότηση του πολιτικού μας συστήματος, με θετικές επιπτώσεις στην ποιότητα της διακυβέρνησης. Η Ελλάδα θα μπορέσει έτσι να ανταγωνιστεί με επιτυχία στο  απαιτητικό διεθνές περιβάλλον εξασφαλίζοντας ισχυρή ανάπτυξη και υψηλότερα επίπεδα ευημερίας για τους πολίτες.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ