Πολιτικη & Οικονομια

Brexit: Τρία χρόνια μετά, μία άλλη Βρετανία

Η χώρα έχει απόλυτη ανάγκη να ξαναβρεί τον βηματισμό της σε όλα τα πεδία

Σοφία Καλαμαντή
ΤΕΥΧΟΣ 858
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Βρετανία: Το Brexit, ο κορωνοϊός, ο Μπόρις Τζόνσον, η ενεργειακή κρίση, οι απεργίες και οι επόμενες εκλογές.

Τρία χρόνια συμπληρώθηκαν από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πολλά έχουν αλλάξει σε αυτά τα τρία χρόνια και τα αποτυπώματα της απόφασης του δημοψηφίσματος φαίνεται να μην είναι αυτά που είχαν φανταστεί οι περισσότεροι Βρετανοί, όπως δείχνουν οι πρόσφατες σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης, που δημοσιεύονται στον απόηχο της επετείου. Σύμφωνα με δημοσκόπηση από την εταιρία ερευνών Ipsos, το 45% των Βρετανών πιστεύει ότι το Brexit εξελίσσεται χειρότερα από όσο πίστευαν, ποσοστό το οποίο τον Ιούνιο του 2021 βρισκόταν στο 28%. Πλέον, με αυτήν την άποψη συντάσσονται τα δύο τρίτα όσων είχαν ψηφίσει υπέρ της παραμονής στην ΕΕ, αλλά και το ένα τέταρτο όσων στήριξαν με την ψήφο τους την επιλογή της εξόδου.

Σχετικά με τις αρνητικές συνέπειες της εξόδου, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων συμφωνεί πως το σοβαρότερο πλήγμα ήρθε από τους φραγμούς που τέθηκαν στο εμπόριο μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΕΕ. Στα θετικά αποτελέσματα, πρώτο έρχεται το ζήτημα του εσωτερικού ελέγχου στα πράγματα της χώρας, με την αυτόνομη λήψη αποφάσεων από την κυβέρνηση να ικανοποιεί τους ερωτηθέντες, ιδιαίτερα σε ό,τι έχει να κάνει με τους χειρισμούς που εφαρμόστηκαν απέναντι στην πανδημία του κορωνοϊού. Όμως, ο πολυπόθητος «έλεγχος» που διακαώς επιθυμούσαν οι ψηφοφόροι της εξόδου δεν ήρθε χωρίς τίμημα. Σε ανάλυσή του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει συρρίκνωση της βρετανικής οικονομίας κατά 0,6%, στοιχείο που έρχεται σε σύγκρουση με την εικόνα όλων των υπόλοιπων κρατών της «Ομάδας των Επτά» όπου ανήκει και η Βρετανία, για τις οποίες οι προβλέψεις του Ταμείου κάνουν λόγο για ανάπτυξη στις οικονομίες τους. Σύμφωνα με το Reuters, ο αναπληρωτής διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, Μπεν Μπρόντμπεντ, δήλωσε σε συνέντευξη τύπου με αφορμή την αύξηση των επιτοκίων από την τράπεζα στο 4%, ότι τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα του Brexit εμφανίζονται ταχύτερα στην οικονομία από ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί. Παρόλο που η δυνητική παραγωγή της χώρας είχε ήδη μειωθεί σημαντικά στις αξιολογήσεις της τράπεζας για τη βρετανική οικονομία τα τελευταία χρόνια, για τον Μπρόντμπεντ τα αποτελέσματα της εξόδου χρειάζεται να επανεκτιμηθούν ως προς τη σοβαρότητα και τον χρόνο στον οποίο τελικώς έρχονται.

Όλα αυτά ενόσω η χώρα συνεχίζει να βρίσκεται παραλυμένη εν μέσω απεργιακού κλοιού, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται το βρετανικό ΕΣΥ (NHS). Οι απεργίες των νοσηλευτών συνεχίζονται και όπως αναφέρει το euronews, 6,8 εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονταν έως τον Ιανουάριο σε λίστα αναμονής στα νοσοκομεία της Αγγλίας και της Ουαλίας. Περισσότεροι από 40.000 νοσηλευτές αποχώρησαν μέσα στο 2022 και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους οι κενές θέσεις προσωπικού υπολογίζονταν σε 134.000, νούμερο που αντιπροσωπεύει περίπου το 10% του συνολικού εργατικού δυναμικού στο NHS. Σύμφωνα με τον Guardian, μόνο τον περασμένο Δεκέμβριο υπολογίζεται ότι στην Αγγλία είχαν 2.200 επιπλέον θανάτους που συνδέονταν με καθυστερήσεις και έλλειψη προσωπικού στα επείγοντα των νοσοκομείων. Σε ρεπορτάζ της η εφημερίδα αναφέρει πως 88.000 ιατρικά ραντεβού έχουν ακυρωθεί τις τελευταίες εφτά εβδομάδες, ελλείψει νοσηλευτικού προσωπικού και προσωπικού στα ασθενοφόρα. Γεγονός είναι ότι για την απαράδεκτη αυτή κατάσταση ευθύνονται και οι συντηρητικές κυβερνήσεις της τελευταίας δωδεκαετίας, οι οποίες προχωρούσαν σε συνεχείς περικοπές στον τομέα της υγείας, ως μέρος των πολιτικών για τη μείωση του δημόσιου χρέους. Ακόμη και οι δήθεν αυξήσεις που γίνονταν για την υγεία στους προϋπολογισμούς δεν ξεπερνούσαν το 1,5%  και με τις πληθωριστικές πιέσεις, στην πραγματικότητα, ισοδυναμούσαν με περαιτέρω μειώσεις.

Θα ήταν η παραμονή στην ΕΕ πανάκεια για ό,τι κακό συμβαίνει στη Βρετανία; Βεβαίως και όχι. Η ευρωπαϊκή οικογένεια χωρών έχει και αυτή με τη σειρά της να αναμετρηθεί με δικά της οικονομικά και πολιτικά βαρίδια στο εσωτερικό, καθώς και με τις προκλήσεις που έχει φέρει ο πόλεμος στην Ουκρανία, συνθήκη που απαιτεί δύσκολες ασκήσεις γεωπολιτικής ισορροπίας. Ιδιαίτερα σε θεσμικό επίπεδο, το Qatargate έχει καταστήσει το κύρος των θεσμικών οργάνων και του Ευρωκοινοβουλίου ευάλωτο σε νέα ευρωσκεπτικιστικά ξεσπάσματα, προκαλώντας εύλογα ερωτήματα για το κατά πόσον υπάρχει ο απαραίτητος έλεγχος και τα θεσμικά αντίβαρα για την πρόληψη τέτοιας κλίμακας σκανδάλων. Παρόλα αυτά, υπό τη σκιά του τόσο ραγδαία μεταβαλλόμενου γεωπολιτικού σκηνικού, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει το γεγονός πως ΕΕ και Βρετανία έχουν περισσότερα να τις ενώνουν από όσα τις χωρίζουν. Στόχος των δύο πλευρών θα πρέπει να είναι η επίτευξη συνεργασίας και συναίνεσης σε μία σειρά ζητημάτων, με απώτερο σκοπό την ευρύτερη ενδυνάμωση του δυτικού μπλοκ απέναντι στην Κίνα και τη Ρωσία. Ήδη το πνεύμα αυτό επιχειρείται να ευοδωθεί, με αφορμή το ζήτημα της Βόρειας Ιρλανδίας. Σύμφωνα με διαρροές στα βρετανικά μέσα, οι δύο πλευρές είναι πολύ κοντά στην υπογραφή μίας συμβιβαστικής τελωνειακής συμφωνίας, με την οποία θα δοθεί ένα τέλος στην πολυετή διαμάχη γύρω από το καθεστώς εμπορικών συναλλαγών της Βόρειας Ιρλανδίας, και με τη νέα συμφωνία θα αποφεύγονται οι τακτικοί έλεγχοι στα προϊόντα που θα εισέρχονται σε αυτήν.

«Να πάρουμε πίσω τον έλεγχο» ήταν το βασικό σλόγκαν που χρησιμοποιήθηκε στην καμπάνια υπέρ της εξόδου στο δημοψήφισμα το 2016, μία αόριστη αλλά ταυτοχρόνως μεγαλεπήβολη υπόσχεση, ικανή να ερεθίσει το φαντασιακό των θαυμαστών και νοσταλγών της πάλαι ποτέ βρετανικής αυτοκρατορίας. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι έρευνες για τους λόγους υποστήριξης της εξόδου προέβαλλαν την επιθυμία για ανάκτηση της κυριαρχίας ως βασικό ζητούμενο, που θα κερδιζόταν μόνο μέσω του οριστικού «διαζυγίου» Βρετανίας και ΕΕ. Μίας κυριαρχίας που κατά βάθος ταυτιζόταν απολύτως με την επιθυμία για έλεγχο των μεταναστευτικών ροών, το μεγαλύτερο αγκάθι στις σχέσεις των δυο πλευρών, που καθόρισε και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Σήμερα, ο αρχηγός των Εργατικών Κιρ Στάρμερ, με το κόμμα του να βρίσκεται κοντά στο 48% στην πρόθεση ψήφου σε σχέση με το 25% των Συντηρητικών του Ρίσι Σούνακ, σύμφωνα με στοιχεία του YouGov, διατρανώνει ότι εάν εκλεγεί θα μετουσιώσει το σλόγκαν υπέρ της εξόδου σε λύση. Στόχος, όπως τονίζει, είναι να δοθεί πίσω ο έλεγχος στους ανθρώπους και στις κοινότητες της Βρετανίας και κανείς δεν πρέπει να υποτιμά τη σημασία του μηνύματος πίσω από την απόφαση της εξόδου.

Οι πολλαπλές κρίσεις που γνώρισε η Βρετανία τα τελευταία χρόνια έχουν προκαλέσει τεράστια κόπωση στο κυβερνών κόμμα των Συντηρητικών. Από το κεφάλαιο Brexit, στον κορωνοϊό, στα σκάνδαλα του Μπόρις Τζόνσον, στην ενεργειακή κρίση, στις εναλλαγές στην ηγεσία του κόμματος, έως τη σημερινή απεργιακή λαίλαπα, είναι αδύνατον να μη σκεφτεί κανείς ότι οι επόμενες εκλογές θα σημάνουν ένα διάλειμμα στη συντηρητική διακυβέρνηση της χώρας. Διάλειμμα απαραίτητο και για το ίδιο το Συντηρητικό κόμμα, που αν μη τι άλλο έχει υποστεί μεγάλη φθορά και μπορεί να εκμεταλλευθεί την κατάβαση από το βήμα της κυβερνητικής εξουσίας για να ανασυνταχθεί. Το σίγουρο είναι ότι η Βρετανία έχει απόλυτη ανάγκη να ξαναβρεί τον βηματισμό της σε όλα τα πεδία, ώστε να έχει μετέπειτα το περιθώριο να δώσει νέα πνοή στο προφίλ των συντηρητικών θέσεων και αξιών που την κατέστησαν διαχρονικά συνώνυμο της σταθερότητας, του ορθολογισμού, της σωφροσύνης και της συνετής μετριοπάθειας.