Πολιτικη & Οικονομια

Μπλόκο στους νεοναζί: Η δύσκολη εξίσωση μιας απαγόρευσης

Η συζήτηση στην Ελλάδα και η εμπειρία της Ευρώπης

Ηλένα Κρητικού
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Κόμμα Κασιδιάρη: Οι προτάσεις των κομμάτων και οι χώρες στην Ευρώπη που έχουν απαγορεύσει νεοναζιστικά μορφώματα

 To ban or not to ban; Και πώς; «Τι δείχνει πιο γενναία ψυχή, να υποφέρεις πετριές και σαϊτιές μιας άθλιας τύχης, ή να παίρνεις τ’ άρματα ενάντια σ’ ένα πέλαγο από βάσανα κι αντιβγαίνοντάς να τους δίνεις ένα τέλος;» που λέει κι ο Άμλετ.

Η συζήτηση που διεξάγεται τις τελευταίες εβδομάδες στη χώρα είναι πολύ λιγότερο ποιητική, αλλά εξίσου υπαρξιακή. Είναι η Δημοκρατία μας σε κίνδυνο από το κόμμα του πρωτοδίκως καταδικασμένου για τα εγκλήματα της Χρυσής Αυγής, Ηλία Κασιδιάρη, και πρέπει να βρει τρόπο να προστατευθεί απαγορεύοντάς το, ή μπορεί να δώσει τη μάχη της στο πεδίο της διαλεκτικής; Πρέπει μια φιλελεύθερη Δημοκρατία να «στρατεύεται» κατά των εχθρών της; Και πώς μπορεί η όποια απόφαση να μετουσιωθεί σε πράξη; Με πυξίδα το Σύνταγμα, μπορούμε να ξανοίξουμε το βλέμμα μας στον ευρωπαϊκό ορίζοντα, γιατί άλλωστε «μαύρα σύννεφα» υπάρχουν κι αλλού.

Η ευρωπαϊκή εμπειρία απαγορεύσεων

Και πρώτα από όλα, σε αντίθεση με ό,τι ενδεχομένως θα πίστευε κάποιος, η απαγόρευση κομμάτων είναι κάτι που έχει συμβεί στην πρόσφατη ιστορία της Ευρώπης – και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις. Συνήθως αφορά μικρότερα κόμματα και οργανώσεις, όπως έχει συμβεί στην Αυστρία και στην Ολλανδία, αλλά και μεγαλύτεροι σχηματισμοί έχουν απαγορευθεί σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ισπανία, το Βέλγιο.

Ενδεικτικά:

Το 1988 απαγορεύθηκε το Nationaldemokratische Partei (NDP) (Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα) με ετυμηγορία του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Αυστρίας καθώς έκρινε ότι οι αρχές του βασίζονται στη ναζιστική ιδεολογία.

To 2002, μετά την απόπειρα δολοφονίας του Ζακ Σιράκ την Ημέρα της Βαστίλης, απαγορεύθηκε η Unité Radicale (Ριζοσπαστική Ένωση) στη Γαλλία καθώς κατηγορήθηκε για την ενέργεια. Το κόμμα προωθούσε ρατσιστική και αντισημιτική ατζέντα, ενώ χρησιμοποιούσε ναζιστικά σύμβολα.

To 1998 διαλύθηκε έπειτα από κυβερνητική πρωτοβουλία και με δικαστική απόφαση το ακροδεξιό κόμμα Centrumpartij '86 (Κεντρώο Κόμμα) στην Ολλανδία, αφού προηγουμένως είχε επιδείξει έντονο ακτιβισμό στον δρόμο, κάτι που μεταφράστηκε σε (ολιγομελή) εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο.

Το 2003 απαγορεύθηκε το βασκικό εθνικιστικό κόμμα Batasuna στην Ισπανία, μετά από δικαστική απόφαση, για χρηματοδότηση της χαρακτηρισμένης ως τρομοκρατική οργάνωση ETA με δημόσιο χρήμα.

Ιδιάζουσα περίπτωση αποτελεί το Vlaams Blok (Φλαμανδικό Μπλόκο), εθνικιστικό κόμμα του Βελγίου, με έντονη ακροδεξιά έκφραση, ένα από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη τότε. Το δικαστήριο έκρινε ότι είχε παραβιάσει την αντιρατσιστική νομοθεσία, μια απόφαση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε απόσυρση της κρατικής χρηματοδότησης και περιορισμούς στην πρόσβαση στα μέσα ενημέρωσης, στα δημόσια κτίρια, ακόμη και στις ταχυδρομικές υπηρεσίες. Το 2004 το κόμμα διαλύθηκε, ενώ αργότερα επανεμφανίστηκε ως Vlaams Belang (Φλαμανδικό Συμφέρον).

Η περίπτωση της Γερμανίας

Ξεχωριστή κατηγορία αποτελεί η Γερμανία, τόσο λόγω του ιστορικά επιβαρυμένου παρελθόντος της, όσο και του τρόπου με τον οποίο αποφάσισε να προστατεύσει τη Δημοκρατία της στη συνέχεια. Η Γερμανία συνιστά μια «militant» Δημοκρατία, όπως χαρακτηρίζεται από την πολιτική επιστήμη, κάτι που σημαίνει ότι πολύ συνειδητά διαθέτει θεσμικά εργαλεία και διαδικασίες για να αντιμετωπίσει οργανώσεις και κόμματα που υποσκάπτουν ή αμφισβητούν το πολίτευμα. Δεκάδες ακροδεξιές οργανώσεις με λιγότερο ή περισσότερο έντονη παρουσία «στον δρόμο» έχουν απαγορευθεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα. Έτσι, η περίπτωση να μετεξελιχθεί μια ακτιβίστικη οργάνωση σε κόμμα είναι σπάνια. Το 1950 δεν δίστασε να απαγορεύσει το ναζιστικό Σοσιαλιστικό Κόμμα της Αυτοκρατορίας, αλλά το ίδιο δεν συνέβη το 2017 στην περίπτωση του νεοναζιστικού Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος (National Democratic Party - NPD). Το NPD κατηγορήθηκε ότι «αντίκειται στη φιλελεύθερη, δημοκρατική τάξη» και οδηγήθηκε στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης, με το αίτημα να κηρυχθεί αντισυνταγματικό να στηρίζεται από έξι ομόσπονδα κρατίδια. Ωστόσο, η τελική κρίση ήταν ότι δεν αποτελεί πραγματικό κίνδυνο για τη Δημοκρατία, καθώς δεν έχει τις απαραίτητες δυνάμεις για να ανατρέψει το πολίτευμα. Αν και η υπόθεση με το NPD είναι ιδιαίτερη, καθώς σε αυτό είχαν διεισδύσει στελέχη των υπηρεσιών ασφαλείας, κάτι που περιέπλεξε τα πράγματα στη δίκη, γεγονός είναι ότι η Γερμανία «διδάσκει» δράση όπου χρειάζεται, αλλά παράλληλα νηφαλιότητα.

Η ελληνική πραγματικότητα

Στην Ελλάδα, από την άλλη, θα μπορούσε να πει κανείς ότι βασικό χαρακτηριστικό, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, ήταν η… νωχελικότητα. Ο Ηλίας Κασιδιάρης, αν και φυλακισμένος, διεξήγαγε προεκλογικό αγώνα μέσω των social media, ανενόχλητα, μέχρι που η αποτύπωση των δημοσκοπικών ευρημάτων για το κόμμα «Έλληνες» θορύβησε την κυβέρνηση. Το ενδεχόμενο να εισέλθει στη Βουλή ένα κόμμα που φιλοδοξεί να διαδεχθεί τη Χρυσή Αυγή κινητοποίησε μεν, αλλά στο παρά πέντε της εκλογικής αναμέτρησης, κάτι που αποτυπώνεται στην κριτική της αντιπολίτευσης, η οποία αποδίδει μικροκομματική πρόθεση στην κυβέρνηση, δεδομένου ότι ένα κόμμα λιγότερο στη Βουλή αυξάνει τις πιθανότητες αυτοδυναμίας για τη ΝΔ.

Το timing δεν είναι, όμως, το μοναδικό πρόβλημα στην υπόθεση. Το κυρίαρχο ζήτημα είναι μια απαγόρευση που δεν θα  προσκρούει στις προβλέψεις του Συντάγματος. Κι έτσι όλοι έχουν βάλει στο μικροσκόπιο τα άρθρα 51 και 29 για να βρουν «παραθυράκια» και «διασταλτικές ερμηνείες» που θα εξυπηρετήσουν την ανωτέρα ανάγκη και βία.

Η πρόταση της κυβέρνησης

Η κυβέρνηση έδωσε ένα πρώτο σχέδιο νομοθετικής διάταξης προς μελέτη στην αντιπολίτευση, στο οποίο αναφέρεται:

«(β) Ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής και ο νόμιμος εκπρόσωπος του κόμματος να μην έχει καταδικαστεί: βα) σε κάθειρξη για τα αδικήματα των κεφαλαίων 1-6 του Δεύτερου Βιβλίου του Ποινικού Κώδικα ή ββ) σε οποιαδήποτε ποινή για εγκλήματα του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα που επισείουν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης ή βγ) σε ισόβια κάθειρξη για κάθε άλλο αδίκημα.

»(γ) Η οργάνωση και η δράση του κόμματος να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Για την αξιολόγηση της συνδρομής της προϋπόθεσης αυτής λαμβάνεται, ιδίως, υπ’ όψιν τυχόν καταδίκη μελών του κόμματος ή της πραγματικής ηγεσίας του στα αδικήματα του προηγούμενου εδαφίου».

Καθώς κάθε λέξη μετράει, η αναφορά περί «πραγματικής ηγεσίας», αν και επιχειρεί να απαντήσει στο ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει ο καταδικασμένος Ηλίας Κασιδιάρης τον ξάδελφο Ηλία Κασιδιάρη ως αχυράνθρωπο στο κόμμα, φαίνεται να δημιουργεί εύλογες απορίες του τύπου «ποιος θα το κρίνει αυτό». Ο Άρειος Πάγος; Ήδη το ανώτατο δικαστήριο, σύμφωνα με την κυβερνητική πρόταση, θα είναι επιφορτισμένο να αξιολογήσει εάν το εν λόγω κόμμα θα «εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος» ή όχι. Και είναι ο Άρειος Πάγος αρμόδιος να κρίνει κάτι τέτοιο;

Κοντιάδης: Όχι σε πολιτική/ιδεολογική κρίση του Αρείου Πάγου

Ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου Ξενοφών Κοντιάδης εξήγησε ότι έτσι δίνεται «στο ανώτατο δικαστήριο μια ευρύτατη αρμοδιότητα, με ένα εξαιρετικά επισφαλές κριτήριο και πολιτικά χαρακτηριστικά». Επιπλέον, σημείωσε: «Η εναλλακτική που έχει υποστηριχθεί είναι να υπάρξει στη νομοθετική ρύθμιση συγκεκριμένη μνεία στη ναζιστική ιδεολογία, ώστε η μη ανακήρυξη των εκλογικών συνδυασμών να περιοριστεί σε σχέση με το προηγούμενο κριτήριο. Και αυτή η πρόταση ανοίγει όμως μια επικίνδυνη πόρτα για την "ιδεολογικοποίηση" των προϋποθέσεων συμμετοχής των κομμάτων στις εκλογές, που ξυπνάει μνήμες άλλων εποχών. Και οι δύο αυτές λύσεις είναι κατά τη γνώμη μου ακατάλληλες και οριακής συνταγματικότητας».

Ο ίδιος πρότεινε πιο συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να αποφευχθεί το πρόβλημα πολιτικής/ιδεολογικής κρίσης του Αρείου Πάγου:

«Στις βουλευτικές εκλογές λαμβάνουν μέρος είτε συνδυασμοί υποψηφίων ενός μόνο κόμματος είτε συνδυασμοί συνασπισμού περισσότερων του ενός συνεργαζόμενων κομμάτων είτε συνασπισμοί ανεξάρτητων υποψηφίων είτε μεμονωμένοι υποψήφιοι. Για την κατάρτιση συνδυασμού υποψηφίων κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) Το κόμμα να έχει ιδρυθεί νόμιμα.

β) Ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής, ο νόμιμος εκπρόσωπος και οι υποψήφιοι βουλευτές του κόμματος να μην έχουν καταδικαστεί για εσχάτη προδοσία ή για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση».

Η πρόβλεψη «και οι υποψήφιοι βουλευτές» σε συνδυασμό με την καταδίκη για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση αποκλείει τον Ηλία Κασιδιάρη, ενώ δεν έρχεται σε σύγκρουση με το Σύνταγμα, καθώς δεν συνιστά απαγόρευση κόμματος, αλλά αποκλεισμό από τις εκλογές εφόσον οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις δεν πληρούνται.

Αλιβιζάτος: Ποια κόμματα «ανέχεται» το Σύνταγμα

Διαφωτιστική είναι η τοποθέτηση του ομότιμου καθηγητή συνταγματικού δικαίου Νίκου Αλιβιζάτου, ο οποίος προ ημερών σε άρθρο του στην Καθημερινή σημείωνε:

«Η κυβέρνηση επικαλείται βέβαια το Σύνταγμα, το άρθρο 51 του οποίου ορίζει ότι το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι δεν μπορεί να αφαιρεθεί παρά μόνο “συνεπεία αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα”. Χρειάζεται δηλαδή να εξαντληθεί και το στάδιο της αναίρεσης στον Αρειο Πάγο. Χρονικό σημείο από το οποίο απέχουν πολύ οι χρυσαυγίτες, αν λάβει κανείς υπόψη τους ρυθμούς και της κατ’ έφεση δίκης που διεξάγεται αυτή την περίοδο».

Τι μπορεί να γίνει, λοιπόν; «Όπως έχουν δείξει από παλιά ο Γ. Σωτηρέλης και άλλοι συνάδελφοι, το άρθρο 29 του Συντάγματος, που ορίζει ότι “η οργάνωση και η δράση” των πολιτικών κομμάτων οφείλει να υπηρετεί “την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος”, δεν αποτελεί απλή ευχή, αλλά αφήνει πολλά περιθώρια για τη λήψη πρακτικών μέτρων εναντίον των νεοναζί και όλων όσοι μετέρχονται την ωμή βία. Και ναι μεν, ύστερα από τις οδυνηρές εμπειρίες του παρελθόντος, υποστηρίζεται ότι, υπό το ισχύον Σύνταγμα, ούτε με νόμο ένα κόμμα δεν μπορεί να τεθεί εκτός νόμου –τυπικά, όσο και αν αυτό φαίνεται παράλογο, η Χ.Α. δεν έχει διαλυθεί, παρά την καταδίκη της ηγεσίας της!–, πλην όμως, αν αποδεδειγμένα το κόμμα αυτό λειτουργεί ως προπέτασμα εγκληματικής οργάνωσης, το άρθρο 29 δεν αποκλείει τον αποκλεισμό του από τις εκλογές. Υπάρχει καλύτερη απόδειξη ότι ένα κόμμα υπηρετεί τέτοιους σκοπούς από τη συμπερίληψη στους συνδυασμούς του προσώπων που έχουν καταδικασθεί –έστω και πρωτόδικα– για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης;

»Πολύ περισσότερο που το άρθρο 51 του Συντάγματος αφορά τα πολιτικά δικαιώματα ατόμων και όχι κομμάτων. Όπως ορθά έχει επισημάνει ο συνάδελφος Ν. Παπασπύρου, θα ήταν τουλάχιστον οξύμωρο να θεωρηθεί ότι το Σύνταγμα ανέχεται κάθοδο στις εκλογές κομμάτων τα οποία “πλαισιώνουν εγκληματική συλλογική δράση που αντιστρατεύεται το δηµοκρατικό πολίτευµα”. Για τα κόμματα αυτά δεν χρειάζεται αμετάκλητη καταδίκη».

Τα κωλύματα εκλογιμότητας και η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ

Ο όρος «κωλύματα εκλογιμότητας» φαίνεται πως είναι το σημείο-κλειδί στην υπόθεση του μπλόκου στην κάθοδο των νεοναζί και εκεί έχει επικεντρώσει η αξιωματική αντιπολίτευση.

Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ που δημοσιοποιήθηκε την Κυριακή (22/1) με τίτλο «Για την προστασία της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος στις εκλογές» επισημαίνεται πως στο άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι η ίδρυση πολιτικών κομμάτων είναι ελεύθερη, όμως η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Η συνταγματική διάταξη δεν προβλέπει τη δυνατότητα απαγόρευσης λειτουργίας πολιτικού κόμματος, ώστε να προστατεύεται η ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ωστόσο, ο εκλογικός νόμος μπορεί να θέσει όρους στη συμμετοχή του στις εκλογές.

Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ έχει την εξής διατύπωση: «Δεν έχουν δικαίωμα κατάρτισης συνδυασμών πολιτικά κόμματα, η οργάνωση και δράση των οποίων δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος κατά την έννοια του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος».

Διευκρινίζεται, δε, πως τέτοια είναι τα κόμματα των οποίων «οι καταστατικές διατάξεις ή ιδεολογικές διακηρύξεις ή η πολιτική δράση υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου, χαρακτηριστικά φύλου ή την αναπηρία, καθώς επίσης κόμματα των οποίων ο επικεφαλής ή μέλος οργάνου διοίκησης έχει καταδικαστεί, ακόμα και πρωτοδίκως, για τα εγκλήματα των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα».

Η απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ στην πρόταση της κυβέρνησης θα προκαλέσει το αναμενόμενο μπρα ντε φερ –ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ήδη από τις προηγούμενες ημέρες είχε αφήσει αιχμές για τη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης– την ώρα πάντως που είναι απολύτως αναγκαία η συνεννόηση για ένα ζήτημα κορυφαίας σπουδαιότητας.

ΠΑΣΟΚ: Συνεννόηση και κινητοποίηση της Βουλής

Υπεύθυνη στάση έχει ζητήσει το ΠΑΣΟΚ, υποστηρίζοντας την ανάγκη να τεθεί εκλογικό μπλόκο στο κόμμα Κασιδιάρη, που «η κυβέρνηση έχει αφήσει να δρα ανενόχλητος τα τελευταία χρόνια». Για το επιτελείο της Χαριλάου Τρικούπη, η κυβερνητική πρόταση θα πρέπει να διευκρινιστεί περαιτέρω ως προς το σημείο του «πραγματικού αρχηγού κόμματος που υποκρύπτει εγκληματική οργάνωση» και να υπάρξει σαφής δικονομική διαδικασία στον Άρειο Πάγο.

Τα στελέχη του Κινήματος υπενθυμίζουν ότι το ΠΑΣΟΚ ήδη από το 2020 έχει θέσει το ζήτημα στη βάση του κωλύματος εκλογιμότητας και υπέρ της απαγόρευσης ανακήρυξης κομμάτων που θα έρθουν ως διάδοχα οχήματα της Χρυσής Αυγής. Ζητούν, δε, το ταχύτερο να ζητήσει ο Πρόεδρος της Βουλής τη γνώμη της Επιστημονικής Υπηρεσίας του Κοινοβουλίου προκειμένου να επιτευχθεί η αρτιότερη και σύμφωνη με το Σύνταγμα διατύπωση της διάταξης.

Το modus operandi της φιλελεύθερης δημοκρατίας

Σε επίπεδο αρχών, το σύνηθες modus operandi της φιλελεύθερης δημοκρατίας δεν είναι ο αποκλεισμός, αλλά η μάχη των ιδεών. Το πρόβλημα για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες εντοπίζεται στις εξτρεμιστικές οργανώσεις που είναι βίαιες εγγενώς, σύμφωνα με τον Cas Mudde, έναν από τους κορυφαίους μελετητές του λαϊκισμού και της ακροδεξιάς. Ο ολλανδός διανοούμενος έχει επισημάνει ότι το καίριο ερώτημα είναι πώς μια φιλελεύθερη δημοκρατία μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της έναντι των εξτρεμιστών, χωρίς να υπονομεύσει τις δικές της βασικές αξίες.

Σε κάθε περίπτωση, συζητήσεις όπως τι είδους Δημοκρατία θέλουμε, αν ο Κασιδιάρης και το κόμμα του είναι απειλή, αν πρέπει να γίνει κάτι γι’ αυτό και τι ακριβώς, είναι δύσκολες – και για τις δύσκολες συζητήσεις είναι αναγκαία η νηφαλιότητα. Με το τοξικό πολιτικό κλίμα –λόγω (και) της υπόθεσης των παρακολουθήσεων– και το αμφισβητήσιμο timing εν όψει εκλογών, η αναγκαία ηρεμία και πνευματική διαύγεια για τέτοιου είδους προσεγγίσεις είναι μάλλον αναμενόμενο να αποτελεί δύσκολο στοίχημα. Αλλά δύσκολο δεν σημαίνει αδύνατο.