Πολιτικη & Οικονομια

Ο δεύτερος θάνατος του Λουκάνικου

Αυτός ο πολιτισμός απειλείται από κάθε είδους ανορθολογισμό

Γιώργος Σιακαντάρης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πριν λίγες μέρες η «Αυγή» έγραψε μια καθυστερημένη νεκρολογία για τον Λουκάνικο, τον «σκύλο των διαδηλώσεων», οποίος βεβαίως είχε πεθάνει από τον περασμένο Μάιο. Κάποιοι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θεώρησαν ότι το γεγονός συνέβη τώρα και έσπευσαν να το μεταδώσουν ως νέα είδηση. Τα ξένα ΜΜΕ αναμετέδωσαν την είδηση, η οποία στη συνέχεια κατακυρίευσε τον διαδικτυακό χώρο και η συγκίνηση για τον δεύτερο θάνατο του Λουκάνικου μεταδόθηκε παντού.

Πάμε τώρα μερικά χρόνια πίσω. Το 2002 ο Αντρέας Πανταζόπουλος στο βιβλίο του η δημοκρατία της συγκίνησης (Εκδόσεις Πόλις) με αφετηρία τα γεγονότα στα Ίμια τον Ιανουάριο του 1996 και τη σύλληψη του Οτσαλάν τρία χρόνια αργότερα περιέγραφε μια διαδικασία, η οποία οδήγησε στην κυριαρχία της συγκίνησης του εθνολαϊκισμού. Ενορχηστρωτές αυτής της συγκίνησης ήταν τότε οι «προοδευτικοί» καλλιτέχνες μας, συγγραφείς, σκηνοθέτες, μουσικοσυνθέτες και λοιποί.

Η αιώνια επιστροφή λοιπόν; Όχι. Γιατί πλέον η δημοκρατία της συγκίνησης έχει αλλάξει πάροχο. Αυτός δεν είναι πλέον οι καλλιτέχνες, αλλά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αν στο πλαίσιο μιας μιντιοκρατούμενης πραγματικότητας οι καλλιτέχνες είχαν κάποια στιγμή πάρει τη σκυτάλη από τους παραδοσιακούς οργανικούς διανοουμένους, σήμερα το καθήκον της «καθοδήγησης της συνείδησης» το αναλαμβάνει καθένας που αγκυροβολεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Υπάρχει τίποτα πιο δημοκρατικό από την άμεση δημοκρατία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης; Και όμως υπάρχει. Είναι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία της οποίας τα ίχνη της τεκμηριωμένης γνώσης που τη συγκροτούν, χάνονται στην αγένεια του βαθέoς διαδικτύου.

Δεν είμαι τεχνοφοβικός, δεν επιθυμώ την κατάργηση του facebook, όπως διάφοροι ένθερμοι αναμεταδότες της κοινοτοπίας της στιγμής εκλαμβάνουν κάθε κριτική σ’ αυτό. Ζητώ μόνο να τοποθετηθεί αυτό στη θέση που του αρμόζει ως μέσο μετάδοσης γεγονότων και όχι να το μετατρέπουμε σε παραγωγό γεγονότων. Γιατί αν στην περίπτωση της αναπαραγωγής της είδησης για τον δεύτερο θάνατο του αγαπημένου Λουκάνικου, ενός πολύ συμπαθητικού σκυλάκου και όχι ενός «επαναστάτη», το πρόβλημα δεν είναι μείζον. Είναι όμως ζήτημα που απειλεί τον πυρήνα του πολιτισμού μας στην περίπτωση του βαθέoς διαδικτύου, η οποία ξεκινάει από τους καθ’ έξη υβριστές και φτάνει μέχρι τους πάσης φύσεως κοσμικό-τζημερικούς με τις βόμβες νετρονίου και τους σφαγείς ισλαμικούς τζιχαντιστές.

Αυτός ο πολιτισμός απειλείται από κάθε είδους ανορθολογισμό και κάθε είδος απέχθεια προς τη βάσανο της γνώσης και της παιδείας. Στο βαθύ διαδίκτυο χαίρεται καθένας που ως άλλος Λουδοβίκος θεωρεί ότι η πραγματικότητα είναι αυτός. Η ανεξέλεγκτη μετατροπή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε μοναδική πραγματικότητα μας επιστρέφει σε εποχές που οι αυθεντίες αναζητούνταν έξω και πέρα από το αυτοπροσδιοριζόμενο άτομο.

Τι να κάνουμε λοιπόν; Να εγκαταλείψουμε την επικοινωνία μέσω του διαδικτύου; Να βάλουμε το κράτος να το κάνει; Όχι βέβαια. Μπορεί όμως ο καθένας να αναρωτηθεί. Εδώ μέσα είμαι ο εαυτός μου; Και ανάλογα με την απάντηση που θα δώσει να αποσυρθεί ατομικά, να περιορίσει ή να συνεχίσει αμείωτη την έκθεσή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αλλιώς η δημοκρατία της συγκίνησης θα συνεχίσει ως ο σημερινός εκφραστής του ρόλου που στις προνεωτερικές κοινωνίες έπαιζε, σύμφωνα με τον Τζον Στιούαρτ Μίλλ, ο «δεσποτισμός του εθίμου», της παράδοσης ως του μεγαλύτερου εχθρού της ελευθερίας. Τότε όμως θα μιλάμε για προνεωτερικότητα, ενισχυμένη με ηλεκτρονικούς υπολογιστές.

Μα η συγκίνηση είναι εκτός νεωτερικότητας; Καθόλου. Πουθενά δεν υπάρχει περισσότερη συγκίνηση από εκεί που υπάρχει ο ορθός λόγος. Μια απλή ανάγνωση των έργων του Ρουσσώ και του Βολταίρου πείθει για το πόσο συγκίνηση υπάρχει στον ορθό λόγο. Το πρόβλημα προκύπτει εκεί όπου υπάρχει συγκίνηση χωρίς ορθό λόγο.

Δεν κρύβω λοιπόν ότι και εγώ, όταν έμαθα τον Μάιο για τον θάνατο του Λουκάνικου συγκινήθηκα. Όχι γιατί ήταν «επαναστάτης» και πόζαρε με τους κουκουλοφόρους, αλλά γιατί ήταν ένας πολύ φιλικός και γλυκός σκυλάκος που επιζητούσε το ανθρώπινο χάδι. Στις διαδηλώσεις γαύγιζε, όχι γιατί ήταν με τον Λένιν, αλλά γιατί αγαπούσε τα χάδια και όχι τη βία.

Και αυτή η βία σκοτώνει συνεχώς τους αδέσποτους φίλους μας. Πριν λίγες μέρες σκότωσαν δυο τέτοιους φίλους μου. Ήταν μια παρέα τριών σκυλάκων, η Νάρα, ο Κιότο και ο Τόκιο. Τα δυο πρώτα έτρεχαν από μακριά στην αγκαλιά των ανθρώπων με μάτια γεμάτα αγάπη, επιζητώντας όχι φαγητό, μόνο τα χάδια. Ο Τόκιο ήταν πιο επιφυλακτικός. Τα δυο πρώτα θανατώθηκαν, το τρίτο, που επιζητούσε και αυτό πολύ τα χάδια, αλλά ήταν πολύ πιο επιφυλακτικό, ζει ακόμη.

Τελικά τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτό που χρειάζονται οι άνθρωποι για να γίνουν άνθρωποι. Την Παιδεία. Την Παιδεία που δεν έχουν και αυτοί που θανάτωσαν τον Εξκαλιμπούρ, τον σκύλο της Ισπανίδας νοσοκόμου η οποία προσεβλήθη από τον Έμπολα, αρνούμενοι να τεθεί ο σκύλος σ’ ένα πρόγραμμα παρακολούθησης, το οποίο άλλωστε μπορεί να βοηθούσε και τους επιστήμονες, επειδή αυτό θα επιβάρυνε τις δημόσιες δαπάνες. Ναι, η υποστήριξη του άκριτου περιορισμού όλων των δαπανών αντί της υγείας είναι μια νόσος πολύ πιο σοβαρή από τον Έμπολα, μια ασθένεια όπως αυτή της ανορθόλογης συγκίνησης του βαθέoς διαδικτύου.