Πολιτικη & Οικονομια

Η ηθική των ελλειμμάτων

Τα ελλείμματα από μόνα τους δεν είναι ανήθικα, αλλά μπορεί να αποδειχθούν καταστροφικά

Χριστόφορος Σαρδελής
ΤΕΥΧΟΣ 499
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γιατί τα ελλείμματα δεν είναι ηθικά ή ανήθικα.

Κατά τη διαχείριση της ελληνικής κρίσης, οι μηχανισμοί προπαγάνδας που ενεργοποιήθηκαν, προσέδωσαν, μεταξύ άλλων, ηθικές διαστάσεις στα ελλείμματα ή τα πλεονάσματα. Στο συλλογικό υποσυνείδητο, οι ελλειμματικές χώρες συνδέθηκαν με αλόγιστες, αν όχι με ανήθικες και παρασιτικές συμπεριφορές. Από την άλλη, οι χώρες με πλεονάσματα καταγράφηκαν ως ενάρετες και, ως εκ τούτου, δικαιούνται να αναλαμβάνουν και το ρόλο του σωφρονιστή. Ο μύθος με τον τζίτζικα και τον μέρμηγκα είχε αναβιώσει σαν το πιο διδακτικό αφήγημα της παγκόσμιας γραμματείας.

Αυτά έχουν όμως λίγη σχέση με την οικονομική λογική. Τα πλεονάσματα κάποιου προϋποθέτουν ελλείμματα κάποιου άλλου. Κάθε χώρα που δαπανά περισσότερα από όσα εισπράττει, μέσω του ελλείμματος δημιουργεί εισόδημα στους παραγωγούς μιας άλλης και ταυτόχρονα ένα χρέος. Αν για λόγους ηθικής τάξης επιβληθεί (και τηρηθεί) ένας κανόνας μονίμως ισοσκελισμένων ισοζυγίων ανάμεσα σε χώρες, ή ανάμεσα σε τομείς κάθε οικονομίας, μέτρο που ορισμένοι αφελείς θεωρούν εξυγιαντικό για την παγκόσμια οικονομία, αυτόματα θα εκμηδενιζόταν μια σειρά από επιχειρηματικές ευκαιρίες και δεν θα υπήρχε λόγος για ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων.

Το παραπάνω επιχείρημα δεν αποενοχοποιεί όμως την Ελλάδα, η οποία επί σειρά ετών παρουσίαζε διαρκώς διογκούμενα διπλά ελλείμματα, τόσο στον προϋπολογισμό όσο και στο εξωτερικό ισοζύγιο. Όταν μοιράζεσαι ένα κοινό νόμισμα, οι δανειακές ανάγκες κάθε χώρας μπορεί, αν είναι υπερβολικές, να επηρεάσουν το κόστος δανεισμού του συνόλου, εξού και το γνωστό όριο του 3%, το οποίο η χώρα μας παραβίαζε συστηματικά, αλλά το απέκρυβε. Καμία όμως εμπειρική μελέτη δεν δείχνει ότι αυτή η συμπεριφορά της Ελλάδος είχε έστω και κατ’ ελάχιστο δυσμενείς συνέπειες στο κόστος δανεισμού των υπολοίπων, προφανώς λόγω του μικρού μεγέθους της οικονομίας.

Παρά ταύτα, μετά το 2010 επιβλήθηκε στη χώρα μας ένα πρόγραμμα λιτότητας με υπερβολές που παραβιάζουν κάθε οικονομική λογική, αφού πρώτα χλευάστηκε με το χειρότερο τρόπο. Μεταξύ 2009 και 2014 το πρωτογενές ισοζύγιο του προϋπολογισμού βελτιώθηκε κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες. Λαμβάνοντας όμως υπόψη και τις συνθήκες ύφεσης, το κυκλικά προσαρμοσμένο ισοζύγιο βελτιώθηκε κατά 18 ποσοστιαίες μονάδες, κάτι σαν παγκόσμιο ρεκόρ. Αυτό βέβαια οδήγησε την οικονομία σε εξαετή ύφεση, με 25% απώλεια εθνικού προϊόντος, με την ανεργία να εκτινάσσεται στο απίστευτο 27%, από 7,5% το 2008, και τα εισοδήματα να συρρικνώνονται κατά περίπου 20%. Το τελευταίο συνδέεται ευθέως με την εξάλειψη του εξωτερικού ελλείμματος, κυρίως λόγω μείωσης των εισαγωγών.

Μια αντιπαραβολή με τη λογική των μεταρρυθμίσεων που προώθησε η Γερμανία υπό τον καγκελάριο Σρέντερ αρκεί για να φανεί ο παραλογισμός του ελληνικού προγράμματος. Σε συνθήκες στασιμότητας, δηλαδή πολύ πιο ήπιες από της Ελλάδος, μεταξύ 2001 και 2005 η κυβέρνηση του μεγάλου συνασπισμού υιοθέτησε ένα θαρραλέο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, τη γνωστή «Ατζέντα 2010». Για την υποστήριξη όμως του προγράμματος, την κοινωνική του αποδοχή και τη μείωση του κοινωνικού κόστους, τα ελλείμματα του προϋπολογισμού αφέθηκαν να υπερβούν επί σειρά ετών το όριο του 3%, όπως φαίνεται στο διάγραμμα, χωρίς ενδοιασμούς και αναστολές, προκειμένου να υποστηριχτεί η ενεργός ζήτηση. Δεν είναι δε λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι, χωρίς το δημοσιονομικό αυτό αντιστάθμισμα, το πρόγραμμα ίσως να μην είχε υλοποιηθεί ποτέ.

Στη βάση της οικονομικής λογικής, οι γερμανικές επιλογές των ετών 2001-2005 ήταν ορθές, ανεξάρτητα από τη δυσφορία που προκαλούσαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, επεχείρησε (μάταια) να θέσει τη χώρα σε καθεστώς επιτήρησης. Το ίδιο σωστή ήταν και η ανοχή υπερβολικών ελλειμμάτων μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης (2009-10). Τα ελλείμματα, από μόνα τους, όχι μόνο δεν είναι ανήθικα, αλλά αποτελούν άκρως αναγκαία εργαλεία όταν χρησιμοποιούνται για τη σταθεροποίηση μιας οικονομίας. Μπορεί όμως να αποδειχτούν καταστροφικά όταν κάποιος τα χρησιμοποιεί σε μόνιμη βάση, ανεξαρτήτως συνθηκών, μόνο για τη συντήρηση της εκλογικής πελατείας. Αυτή ήταν η ελληνική περίπτωση.

Η Γερμανία δικαιούται να μας υποδείξει την ανάγκη προσαρμογής σ’ ένα πιο ισορροπημένο οικονομικό υπόδειγμα, όχι όμως επικεντρώνοντας στην παραβίαση του Συμφώνου για τα υπερβολικά μας ελλείμματα. Η πρόσφατη ιστορία της και η επιχειρηματολογία που οι ίδιοι χρησιμοποίησαν υποσκάπτουν το κύρος της χώρας για τέτοιου είδους ηθικολογίες. Σήμερα, η ελληνική οικονομία χρειάζεται κάτι παραπάνω από μονόπλευρη λιτότητα. Όσο για το κύρος των δικών μας πολιτικών αυτοί πρέπει κάποτε να εξηγήσουν τι ακριβώς είχαν κατά νου με τα ελλείμματα όταν κυβερνούσαν, όπως και η αντιπολίτευση, η οποία όχι μόνο αδιαφορούσε, αλλά και όταν μονίμως μιλούσε για προϋπολογισμούς λιτότητας, απαιτώντας ακόμη μεγαλύτερα ελλείμματα.

* Ο Χρ.Σ. είναι οικονομολόγος