Πολιτικη & Οικονομια

Ο Σόιμπλε, ο Βαρουφάκης και ο φίλος μου ο Ιούλιος

Η δεκαετία του 2000 μας έδειξε τι συμβαίνει όταν οι πόροι από το εξωτερικό χρηματοδοτούν την κατανάλωση. Αν το επαναλάβουμε, είναι βέβαιο ότι θα βρεθούμε ξανά σε αδιέξοδο

Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η πρόταση Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και Γιάνη Βαρουφάκη για αποχώρηση της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, η ανάκαμψη της χώρας και η στάση μας απέναντι στους μετανάστες.

Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και ο Γιάνης Βαρουφάκης συμφωνούσαν σε ένα τουλάχιστον σημείο. Ότι η Ελλάδα έπρεπε να βγει από το ευρώ. Ενώ ο Σόιμπλε ωστόσο, σήμερα, είναι πιο προσεκτικός, ο Βαρουφάκης και το «Μέρα 25» εξακολουθούν να πιστεύουν ότι θα ήταν καλό, ακόμα και μετά από όλη αυτή τη δεκαετή περιπέτεια, να βάλουμε ξανά το κεφάλι μας στο ντορβά και να επιδιώξουμε «ριζική» αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους! Αν σας πανικοβάλει η ιδέα ότι μια επόμενη «προοδευτική» κυβέρνηση μπορεί να εξαρτάται από την ψήφο του, κάνετε πολύ καλά.

Ο Σόιμπλε από την πλευρά του, σε πρόσφατη συνέντευξή του, δεν άνοιξε ξανά ένα τέτοιο θέμα.  Υποστήριξε απλώς ότι, για να παραμείνει η Ελλάδα στο ευρώ, «πλήρωσε ακριβό τίμημα» και πρόσθεσε ότι «η ζημία στην κοινωνία είναι μεγάλη». Στο τελευταίο έχει δίκιο. Η κρίση μάς έχει κληροδοτήσει μια πόλωση τόσο μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων όσο και στην κοινωνία, η οποία θα μας ακολουθεί για πολλά χρόνια. Μπορεί να αποδειχθεί βασικός ανασταλτικός παράγοντας για το μέλλον. Είναι άλλο θέμα αν η εναλλακτική εκδοχή, η αποχώρηση δηλαδή από το ευρώ, θα μας είχε κληροδοτήσει τα ίδια και πολύ χειρότερα.

Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Σόιμπλε υποστήριζε αυτές τις θέσεις από φιλοευρωπαϊκή σκοπιά. Η θεωρία του ήταν ότι αν η Ευρώπη τιμωρούσε την Ελλάδα, τότε οι υπόλοιπες άτακτες χώρες θα τρόμαζαν, θα τακτοποιούσαν τα οικονομικά τους και η Ευρωζώνη θα προχωρούσε χωρίς άλλες αναταράξεις. Αν βρίσκετε την επιχειρηματολογία του υποκριτική και αντιφατική, έχετε δίκιο. Δεν ενδιαφερόταν για το κόστος στην Ελλάδα αλλά για την προώθηση της δικής του άποψης για την Ευρώπη. Σε αυτό φαίνεται ότι υπολόγιζε και στους χρήσιμους ηλίθιους στη χώρα μας.

Για καλή μας τύχη η Ευρώπη φαίνεται ότι ακολουθεί την αντίθετη πορεία. Η κρίση στην αρχή, και ακόμα περισσότερο η πανδημία και ο πόλεμος, έχουν πείσει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ότι χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη αλληλεγγύη των ισχυρών με τους πιο αδύναμους. Μαζί έγινε κατανοητό ότι στη χάραξη της πολιτικής θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και γεωπολιτικοί παράγοντες. Η μυωπική προσέγγιση της Γερμανίας του Σόιμπλε και της Μέρκελ έχει χάσει την αξιοπιστία της. 

Το χειροπιαστό αποτέλεσμα αυτής της μετατόπισης ήταν το ταμείο ανάκαμψης χάρη στο οποίο, την επόμενη χρονιά, το Πρόγραμμα  Δημοσίων Επενδύσεων της Ελλάδας θα προικοδοτηθεί με διπλάσιους πόρους από ό,τι στο παρελθόν. Είναι αυτή η αύξηση στις επενδύσεις,  όχι η κατανάλωση,  η οποία σύμφωνα με το οικονομικό επιτελείο θα επιτρέψει να έχουμε και τον επόμενο χρόνο θετικό ρυθμό ανάπτυξης, λίγο κάτω από 2%. Δεν είναι μικρός αν αναλογιστούμε ότι η Ευρώπη κινδυνεύει να μπει σε ύφεση.

Το κρίσιμο ερώτημα ωστόσο δεν είναι αν θα πάμε καλά μία χρονιά αλλά αν θα καταφέρουμε να αυξήσουμε τον ρυθμό ανάπτυξης σε βάθος χρόνου. Κρίσιμο όχι μόνο για την στήριξη των εισοδημάτων αλλά και για να μπορέσουμε να κάνουμε το ελληνικό χρέος βιώσιμο. Να μη χρειαστεί δηλαδή να μπούμε ξανά σε πρόγραμμα και μνημόνια. Η δεκαετία του 2000 μας έδειξε τι συμβαίνει όταν οι πόροι από το εξωτερικό χρηματοδοτούν την κατανάλωση. Αν το επαναλάβουμε, αν δηλαδή και αυτή τη φορά βαφτίσουμε επενδύσεις έργα βιτρίνας και παροχές, τότε είναι βέβαιο ότι μόλις βγούμε από τον αναπνευστήρα θα βρεθούμε ξανά σε αδιέξοδο. Γιατί, όσο και αν το κρύβουμε, στον αναπνευστήρα είμαστε ακόμα με την έννοια ότι ανταπεξερχόμαστε στις υποχρεώσεις μας μόνο χάρη στις ευνοϊκές ρυθμίσεις που προβλέπονται για το χρέος ως το 2032. Μετά;

Αν κριτήριο είναι η θεματολογία που επικρατεί στον δημόσιο διάλογο, τότε είναι προφανές ότι το πρόβλημα ελάχιστα μας απασχολεί. Η αντιπαράθεση των κομμάτων αρχίζει και τελειώνει στις παροχές. Και το ίδιο ισχύει και για την κοινή γνώμη. Είναι όμως ποτέ δυνατόν να πετύχει ένα εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα χωρίς η ίδια η κοινωνία να το στηρίζει; Είναι δυνατόν να περάσουμε σε μια δυναμική, ανοιχτή, εξωστρεφή οικονομία όταν η κοινωνία παραμένει κλειστή και φοβική;

Είναι πολύ χαρακτηριστική για τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε το μέλλον, η στάση μας απέναντι στους μετανάστες. Σε βάθος χρόνου, ακόμα και αν τα κάνουμε όλα σωστά, ακόμα και αν με κάποιο μαγικό τρόπο γίνουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για παράδειγμα στην δικαιοσύνη ή στην παιδεία, γνωρίζουμε ότι  ο μεγαλύτερος ανασταλτικός παράγοντας δείχνει ότι θα είναι το δημογραφικό.  Από τη σκοπιά της οικονομίας είναι σαφές ότι όσο μειώνεται ο πληθυσμός τόσο μειώνεται και η ανάπτυξη. Αν τα χειρότερα σενάρια επιβεβαιωθούν, τότε στο όχι πολύ μακρινό μέλλον θα μιλάμε για στασιμότητα, όχι για ανάπτυξη. Παραμένει ανάθεμα ωστόσο η ιδέα να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα μέσα από μια προγραμματισμένη πολιτική ενσωμάτωσης προσφύγων και μεταναστών. Και συνέχεια χάνουμε ευκαιρίες. Προσωπικά το έζησα στη γειτονιά μου. Πριν από λίγες εβδομάδες αποχαιρέτησα τον Ιούλιο. Είναι ένας εξαιρετικός τεχνίτης από την Αλβανία ο οποίος βρίσκεται στη χώρα μας από μικρό παιδί. Είχε φτιάξει μια εξαιρετική βιοτεχνία, αποκούμπι για όσους τον είχαμε ανάγκη. Δεν ήταν μόνο η ποιότητα της δουλειάς του, ήταν περισσότερο η αξιοπιστία του, η ευγένεια και η εμπιστοσύνη που σου ενέπνεε. Ταλαιπωρήθηκε όπως όλοι για χρόνια προκειμένου να πάρει υπηκοότητα, το κατάφερε μαζί με τη γυναίκα του πριν από λίγους μήνες. Ήταν αργά. Όπως μου ανακοίνωσε μεταναστεύει στον Καναδά όπου θα δουλέψει σε μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες στον χώρο του. Είχε ήδη, πριν αναχωρήσει, την κάρτα κοινωνικής ασφάλισης για όλη την οικογένεια, γνώριζε το σπίτι που θα μείνει, τα σχολεία στη γειτονιά του όπου θα μπορεί να γράψει το παιδί του και βέβαια ξέρει ότι  θα έχει το δικαίωμα να αποκτήσει υπηκοότητα μετά από κάποια χρόνια, χωρίς να χρειάζεται να γνωρίζει τα έργα στα οποία παίζει η Βουγιουκλάκη.

Η επιλογή της χώρας όπου θα μεταναστεύσει για δεύτερη φορά δεν είναι τυχαία. Πριν από λίγες ημέρες έγινε γνωστό ότι ο Καναδάς πρόκειται να δεχθεί σχεδόν 1,5 εκατομμύριο μετανάστες ως το 2025. Φανταστείτε να έλεγε ο Μηταράκης ότι θα δεχθούμε τον αντίστοιχο αριθμό, κοντά 400.000 δηλαδή, μετανάστες. Παρεμπιπτόντως, τόση περίπου είναι και η μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας από το 2011 ως το 2021.