Πολιτικη & Οικονομια

Γιατί ο Ερντογάν -μάλλον- δεν θα έρθει νύχτα

Όσο και αν θα το ήθελε ο Τούρκος Πρόεδρος, οι συγκυρίες αποτρέπουν την πιθανότητα ενός ξαφνικού χτυπήματος στην Ελλάδα

Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ελληνοτουρκικά:Ο ρόλος των ΗΠΑ, η εντυπωσιακή αναβάθμιση της Ελλάδας, και το ρίσκο μιας ακόμα προσωπικής ήττας για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν

Το ξαφνικό χτύπημα των Τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στη Συρία μάς ανησύχησε - εύλογα, σε έναν βαθμό. Μετά από μήνες νέο-οθωμανικών λεονταρισμών και ρητορικής περί ξαφνικών συντριπτικών και –πάνω απ’ όλα– νυχτερινών επεμβάσεων, η τουρκική επίθεση καθώς και το επικοινωνιακό σόου με το οποίο τη συνόδευσε η Άγκυρα, μοιάζει εκ πρώτης όψεως με επιβεβαίωση πως ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν αστειεύεται. Όμως, μια βαθύτερη ματιά στα δεδομένα αρκεί για να μας υπενθυμίσει πως μια αντίστοιχη επέμβαση στην Ελλάδα παραμένει απίθανη· αν όχι αδύνατη.

Οι λόγοι είναι αρκετοί – και όλοι μαζί κάνουν τον Τούρκο Πρόεδρο να αφρίζει. Η εσωτερική ισορροπία δυνάμεων στις ΗΠΑ, η ισχυροποίηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, η ενίσχυση του γεωπολιτικού αποτυπώματος της Ελλάδας, αλλά και το προϋπάρχον ιστορικό ανάμεσα στον Τούρκο Πρόεδρο και τον Έλληνα Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, αναγκάζουν την Άγκυρα να παραμείνει στις ρητορικές επιθέσεις εναντίον μας. Στο αναρχικό περιβάλλον των διεθνών σχέσεων νομοτέλειες δεν υπάρχουν, όμως το χέρι της Άγκυρας δε μπορεί να φτάσει πολύ μακριά –και σίγουρα όχι στην ελληνική επικράτεια– στην παρούσα φάση.

Τα αμερικάνικα midterms και το block της Ουάσιγκτον

Έχει ήδη γραφτεί αρκετές φορές, οπότε μένει να εμπεδωθεί. Το αποτέλεσμα των ενδιάμεσων αμερικανικών εκλογών δε θα μπορούσε να είναι χειρότερο για την Τουρκία· η ταπεινωτική ήττα του Τούρκου Ρεπουμπλικάνου –και προσωπικού φίλου του Ερντογάν– Μεχμέτ Οζ απέναντι στον συμπαθή αλλά αδύναμο πολιτικά και –κυρίως– επικοινωνιακά, Δημοκρατικού Τζον Φέτερμαν, στην κούρσα για μια από τις δύο έδρες της Γερουσίας από την Πενσυλβάνια αποτελεί ουσιαστικά ήττα του ίδιου του Ερντογάν, αλλά και ολόκληρου του τουρκικού λόμπι. Παράλληλα, η ήττα του Οζ ήταν κομβική στη διατήρηση του ελέγχου της Γερουσίας από τους Δημοκρατικούς, άρα και στην παράλληλη παραμονή στην Προεδρία της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας του –εντυπωσιακά φιλέλληνα και υπέρμαχου των ελληνικών και κυπριακών συμφερόντων– Μπομπ Μενέντεζ· αξίζει να σημειωθεί πως μόλις τελείωσαν οι εκλογές και εξασφαλίστηκε η διατήρηση της Γερουσίας σε Δημοκρατικά χέρια, ο Μενέντεζ επανέλαβε κατηγορηματικά πως δεν υπάρχει περίπτωση να εγκρίνει την πώληση των αεροσκαφών F-16 την οποία απαιτεί εδώ και πολύ καιρό η Τουρκία, κατηγορώντας παράλληλα τον Ερντογάν πως, με τις σχέσεις που έχει αναπτύξει με –αρκετούς πλέον– δικτάτορες ανά την υφήλιο, αποδυναμώνει τη συνοχή της Δύσης.

Με άλλα λόγια, το αποτέλεσμα των midterms στέρησε από τον Ερντογάν τη δυνατότητα να αλλάξει το μομέντουμ της σχέσης του με την Ουάσιγκτον. Προφανώς, η Αθήνα δε μπορεί –και δεν το κάνει– να περιμένει πως οι ΗΠΑ θα περιθωριοποιήσουν την Τουρκία· από τις αρχές του Ψυχρού Πολέμου μέχρι και σήμερα, η Τουρκία θεωρείται από τις ΗΠΑ ως κομβικός σύμμαχος τόσο λόγω της θέσης της, όσο πλέον και λόγω του συνδυασμού πληθυσμού και οικονομικής ισχύος, οπότε οι προσδοκίες μας πρέπει να είναι μετρημένες. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία πως χάνοντας την ιστορική ευκαιρία να ασκήσει πίεση στην κυβέρνηση Μπάιντεν μέσω του τουρκικού λόμπι με δόρυ τον Οζ, ο Ερντογάν όχι μόνο βλέπει τα F16 καθηλωμένα στο αμερικανικό έδαφος, αλλά θα σκεφτεί διπλά να προκαλέσει την οργή του Αμερικάνου Προέδρου –και αχρείαστη αναστάτωση στην Ανατολική Μεσόγειο– προχωρώντας σε κάποια επέμβαση εναντίον ελληνικού εδάφους.

Η ενίσχυση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και της θέσης της Ελλάδας

Στην πραγματικότητα, η αδυναμία του Ερντογάν να προμηθευτεί τα F-16 είναι ενδεικτική ενός χάσματος που όλο και ανοίγει. Απέναντι στα απαρχαιωμένα αεροσκάφη της τουρκικής αεροπορίας, η αντίστοιχη ελληνική μπορεί πλέον να παρατάξει τα ολοκαίνουργια –και πανίσχυρα “in more ways than one”, αγγλοσαξονικά μιλώντας– Rafale, τα οποία προμηθεύτηκε η ελληνική κυβέρνηση από τη Γαλλία τα τελευταία χρόνια· η ελληνική αεροπορία ήδη διαθέτει έξι αεροσκάφη αυτού του τύπου, έχοντας ήδη παραγγείλει άλλα 18. Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση εξασφάλισε την αγορά τριών υπερσύγχρονων φρεγατών τύπου Belharra –ξανά από τη Γαλλία– οι οποίες θα παραδοθούν ξεκινώντας από το 2025. Κάποιος σκεπτικιστής θα μπορούσε να πει πως όσο σύγχρονα και αν είναι τα Rafale, σήμερα έχουμε μόνο έξι, αλλά και πως όσο εντυπωσιακές και αν είναι οι Belharra, αυτή τη στιγμή ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας· πιο άστοχη τοποθέτηση όμως δε θα μπορούσε να υπάρξει. Η εντυπωσιακή ενίσχυση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων –και ειδικά της αεροπορίας και του ναυτικού– ουσιαστικά αποτελεί δήλωση προθέσεων από την ελληνική πλευρά, αναβαθμίζοντας πέρα από το αξιόμαχό μας, την αντίληψη που έχουν σύμμαχοι και «εχθροί» για τις δυνατότητές μας. Η μεγαλύτερη συμβολή των εξοπλισμών είναι εκείνη της αποτροπής, και οι αγορές αεροσκαφών, φρεγατών και όπλων τελευταίας τεχνολογίας και εντυπωσιακών δυνατοτήτων εξυπηρετεί πρωτίστως αυτόν τον σκοπό· πόσο δε μάλλον τη στιγμή που οι απέναντι δεν μπορούν να προμηθευτούν ανταλλακτικά για τα από καιρό ξεπερασμένα αεροσκάφη τους.

Παράλληλα, ακόμα σημαντικότερη είναι η αναβάθμιση της θέσης της χώρας μας σε γεωπολιτικό επίπεδο. Η σημειολογία της ομιλίας του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Κογκρέσο –που τόσο εξόργισε τον Ερντογάν και τους εντός Ελλάδος θιασώτες του– και η εντυπωσιακή σύσφιξη των ελληνογαλλικών σχέσεων, η οποία άλλωστε επισημοποιήθηκε με το σχετικό σύμφωνο αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας –το οποίο, ξανά, τόσο εξόργισε τον Ερντογάν και τους εντός Ελλάδος θιασώτες του– αποδεικνύουν πως η χώρα μας καταλαμβάνει σταδιακά τη θέση που θα έπρεπε να έχει εδώ και τουλάχιστον τριάντα χρόνια στην Ανατολική Μεσόγειο. Μεγάλης σημασίας είναι επίσης και η εντυπωσιακή αναβάθμιση των διμερών σχέσεων Ελλάδας – Σαουδικής Αραβίας· ας μην ξεχνάμε πως μόλις το περασμένο καλοκαίρι ο διάδοχος του θρόνου, Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, επισκέφτηκε επίσημα την Ελλάδα, κουβαλώντας μαζί του στο Μέγαρο Μαξίμου ολόκληρο το υπουργικό του συμβούλιο. Τι ειρωνεία, θα έλεγε κανείς· ο επικεφαλής του ισχυρότερου μουσουλμανικού κράτους στον πλανήτη έχει αναπτύξει στενές σχέσεις με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αντί για τον φέρελπι ηγέτη του Ισλάμ, Ταγίπ Ερντογάν. Με άλλα λόγια, η αναβάθμιση της θέσης μας, σε συνδυασμό με τον ταχύ εξοπλισμό μας, αποτελούν δεύτερο αποτρεπτικό παράγοντα μιας ξαφνικής επέμβασης.

Μητσοτάκης - Ερντογάν: Η ελληνική επιτυχία στον Έβρο  

Οι παραπάνω δύο συνθήκες θεωρητικά αρκούν ώστε ο Ερντογάν να κάτσει φρόνιμα. Ωστόσο, το σημείο - κλειδί –και ίσως ο κυριότερος λόγος που ένα τουρκικό χτύπημα παραμένει απίθανο– είναι πως το προηγούμενο, υβριδικού τύπου, στον Έβρο κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία για την Άγκυρα. Η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε ακαριαία στην προσπάθεια του Ερντογάν να δημιουργήσει τεχνητή κρίση στον Έβρο, αποδεικνύοντας τόσο στον ίδιο όσο και στη διεθνή κοινότητα πως η Ελλάδα θα αμυνθεί των συμφερόντων της. Η ελληνική επιτυχία στον Έβρο πιστώθηκε προσωπικά στον Κυριάκο Μητσοτάκη, και τον Ερντογάν πλέον δεν τον παίρνει να αποτύχει ξανά απέναντι του· έχοντας αναγάγει από μόνος του τον Έλληνα πρωθυπουργό σε οριακά υπαρξιακό του αντίπαλο, μια ακόμα αποτυχημένη επέμβαση στην Ελλάδα θα σκάσει στα χέρια του Τούρκου Προέδρου σαν πυρηνική βόμβα, λίγο πριν τις τουρκικές εκλογές. Όμως, ακόμα χειρότερα για τον Ερντογάν, μια νέα ενδεχόμενη –και δεύτερη συνεχόμενη– επιτυχία του Κυριάκου Μητσοτάκη θα δημιουργήσει αναπόφευκτα ένα φαινόμενο rally around the flag γύρω από τον Έλληνα πρωθυπουργό, αλλάζοντας τελείως την ατζέντα, ανανεώνοντας απότομα το πολιτικό του κεφάλαιο, και δίνοντας μεγάλη ώθηση στην προσπάθεια του να παραμείνει στην πρωθυπουργία στις –πιθανότατα διπλές– εκλογές του 2023. Αν υπάρχει κάτι που ο Ερντογάν θέλει περισσότερο και από τα F-16, αυτό είναι να δει την πτώση του Μητσοτάκη από την πρωθυπουργία. Μια ακόμα αποτυχημένη επέμβαση στην Ελλάδα θα αυξήσει τις πιθανότητες να παραμείνει ο Μητσοτάκης στο Μέγαρο Μαξίμου για ακόμα τέσσερα χρόνια.

Οι τρεις εβδομάδες αδυναμίας

Αν υπάρχει ένας τομέας στον οποίο πέτυχε η συγκεκριμένη κυβέρνηση, αυτός αφορά την αλλαγή παραδείγματος στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Μπορεί σε άλλους τομείς οι κυβερνητικές επιδόσεις να μην βρίσκονται στο επίπεδο που ίσως ορισμένοι ψηφοφόροι της κυβέρνησης –αλλά και η ίδια– θα επιθυμούσαν, όμως δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Ελλάδα είναι σήμερα πολύ ετοιμότερη και ικανότερη να απαντήσει σε μια πιθανή τουρκική πρόκληση. Ακόμα πιο σημαντικά, ο Έλληνας πρωθυπουργός –αλλά και όποιος πιθανώς τον διαδεχτεί– μπορεί να αξιοποιήσει σημαντικές διμερείς συμφωνίες και πανίσχυρους συμμάχους, των οποίων τα συμφέροντα ταυτίζονται πολύ περισσότερο με τα ελληνικά απ’ όσο με τα τουρκικά. Ο μόνος κίνδυνος που παραμένει είναι η –αναμενόμενη– περίοδος ουσιαστικής ακυβερνησίας που θα μεσολαβήσει ανάμεσα στις δύο εκλογικές διαδικασίες, με δεδομένο πως η αναλογική κάλπη δε θα δώσει κυβέρνηση. Σε εκείνες τις τρεις εβδομάδες οι πρώτες δύο συνθήκες θα εξακολουθούν να ισχύουν, όμως η τρίτη είτε θα βρίσκεται σε αναστολή, είτε δε θα υπάρχει πια. Αν ο Ερντογάν θεωρήσει πως τον παίρνει, θα προσπαθήσει να έρθει νύχτα τότε, αντιμετωπίζοντας την αδυναμία μιας υπηρεσιακής κυβέρνησης· στην πραγματικότητα, ούτε τότε θα μπορεί να μας πλήξει, αρκεί να φροντίσει το ελληνικό πολιτικό σύστημα να του το κάνει σαφές.