Πολιτικη & Οικονομια

Ακροδεξιά στην Ευρώπη, ποιος να το περίμενε;

Πρέπει να επανανοηματοδοτήσουμε και να εμβαθύνουμε παντού την δημοκρατία

Η άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη, η «απόσυρση» των πολιτών από τις εκλογές, τα ελλείμματα δημοκρατίας και τι μπορούμε να κάνουμε.

Φαίνεται πως το αγαπημένο χόμπι πολιτικών, πολιτικών σχολιαστών και δημοσιολογούντων είναι η πτώση από τα σύννεφα. Έκπληκτοι (λέμε) πως παρακολουθούμε την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Την παρακολουθούμε στην Σουηδία που έφτασαν οι «Σουηδοί Δημοκράτες» στην δεύτερη θέση, στην Ιταλία που οι «Αδελφοί Ιταλοί» της Μελόνι κυριάρχησαν και μέσω του συνασπισμού με την Λέγκα και το Φόρζα Ιτάλια θα σχηματίσουν κυβέρνηση. Στην Γαλλία νωρίτερα που η Λεπέν πήρε τα μεγαλύτερα ποσοστά της και κατόρθωσε να σχηματίσει και κοινοβουλευτική ομάδα, στην κυριαρχία της στην Πολωνία και στην Ουγγαρία επί χρόνια, στην (δημοσκοπική) άνοδο της στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Εσθονία.

Παράλληλα παρακολουθούμε την επάνοδο μιας σειράς λαϊκίστικων αριστερόστροφων  σχηματισμών που εσφαλμένα πιστεύαμε ότι είχαν υποχωρήσει. Ακόμη και ο Τραμπ στις ΗΠΑ παραμένει ισχυρότατος και απειλητικός.

Αν όμως αυτά συμβαίνουν και κυρίως αν τα βλέπουμε μέσω των μετρήσεων να εκτυλίσσονται, ως πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα μπροστά στα μάτια μας, γιατί δεν κάνουμε κάτι; Είναι τόσο μεγάλη η δυναμική τους; Είναι τόσο αναπόφευκτη η κυριαρχία τους; Η απάντηση στις δύο τελευταίες ερωτήσεις είναι ένα εμφατικό όχι. Η πρώτη ερώτηση όμως απαιτεί μια πιο σύνθετη πολιτική και κοινωνική απάντηση.

Το πρώτο που πρέπει να επισημάνουμε είναι η μετατόπιση των ακροδεξιών κομμάτων που από την μια κρατούν ένα πολύ μεγάλο μέρος του ιδεολογικού τους πυρήνα, από την άλλη μετατρέπονται σε κάτι πιο «εύπεπτο». Δεν ζητούν την κατάργηση της ΕΕ και την έξοδο από αυτή, δεν ζητούν καν την έξοδο από την ζώνη του Ευρώ. Αυτό τα μετατοπίζει στα μάτια των ψηφοφόρων σε κόμματα μέσω των οποίων με «χαμηλό» ρίσκο μπορούν να εκφράσουν τον θυμό τους. Στην πραγματικότητα αυτά τα κόμματα, έχοντας έναν έντονα λαϊκίστικο χαρακτήρα, ζητούν την προάσπιση ενός (σχετικά αφηρημένου και σίγουρα διαφορετικά νοηματοδοτούμενου κάθε φορά) Ευρωπαϊκού τρόπου ζωής που όμως θα αποφασίζεται εντός του κάθε Εθνικού πλαισίου. Την ίδια ώρα, η συμμετοχή παρόμοιων κομμάτων σε κυβερνήσεις συνεργασίας ανά την Ευρώπη  (από την Αυστρία και Ουγγαρία έως την Ελλάδα με τους ΑνΕλ και το Λάος) έχει μεταβάλλει σε κάτι αποδεκτό την άσκηση εξουσίας και από αυτούς.

Το δεύτερο που θα πρέπει να παρατηρήσει κάποιος είναι ότι παρότι η ατζέντα εμφανίζεται στο σύνολο των κομμάτων αυτών παρόμοια, τον πραγματικό τόνο τον δίνουν τα προβλήματα που κυριαρχούν σε κάθε χώρα. Ως σημαντικότερα στην ατζέντα είναι το μεταναστευτικό (που κυριάρχησε σε σημαντικό βαθμό στην Σουηδία) και η οικονομία (που κυριάρχησε στην Ιταλία. Ακόμα και πάνω σε αυτά τα δύο διαφορετικά θέματα μπορούμε να διακρίνουμε μια ενιαία λογική, μια λογική Εθνικών λύσεων των προβλημάτων και μια λογική που οδηγεί στον αποκλεισμό του «άλλου», του «ξένου» καθώς και σε μια στάση έναντι της οικονομίας που αναφέρεται σε «παλιότερες καλές ημέρες» που χάθηκαν εξαιτίας πολιτικών των παραδοσιακών κομμάτων και της Ε.Ε.

Ακριβώς εκεί είναι η ευθύνη των υπόλοιπων κομμάτων. Σε μια σειρά προβλημάτων που τροφοδοτούν την ατζέντα της ακροδεξιάς (μέσω υπαρκτών προβλημάτων) είναι σχεδόν προφανές (είτε μιλήσουμε για την οικονομία, για την μετανάστευση ή ακόμα και την γεωπολιτική αναταραχή γύρω από την Ε.Ε.) πως  οι λύσεις δεν μπορούν να είναι εθνικές, αλλά ευρωπαϊκές. Μια σειρά ευρωπαϊκών λύσεων στα προβλήματα όμως θα σήμαινε και μια μεταφορά εξουσίας από τις εθνικές κυβερνήσεις στις Βρυξέλλες. Είναι παραπάνω από φανερό ότι αυτό δεν το επιθυμούσαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις της προηγούμενης περιόδου (για αυτό βρεθήκαμε με την κα Φον Ντερ Λάιεν στην προεδρία της επιτροπής, ένα σαφές πισωγύρισμα σε σχέση με τον τρόπο εκλογής του Γιούνκερ). Αυτή ακριβώς η επιλογή οδήγησε στην αδυναμία της Ε.Ε. να δράσει με πιο γρήγορο τρόπο και στους χρόνους που τα προβλήματα απαιτούσαν και κατέληξε να είναι ο κύριος τροφοδότης των Ακροδεξιών και λαϊκίστικων κομμάτων στην Ευρώπη. Με άλλα λόγια η κύρια ευθύνη των λεγόμενων συστημικών κομμάτων είναι ότι δεν προχώρησαν αρκετά γρήγορα σε μια πιο Ενωμένη Ευρώπη που θα μπορούσε να λύνει ταχύτερα προβλήματα, αυτό το λάθος μεταφράζεται σήμερα σε εκλογικές επιτυχίες της Ακροδεξιάς.

Ποιες όμως είναι οι διεργασίες που οδηγούν σε τέτοια προβλήματα; Είναι προφανές πως κάθε χώρα έχει τις ιδιαιτερότητές της, κοινό όμως είναι το υπόβαθρο της οικονομίας. Στην Ιταλία, με την οικονομία να βρίσκεται σε στασιμότητα και τα πραγματικά εισοδήματα να υπολείπονται ακόμα και σήμερα των εισοδημάτων του 2008  και με τον δείκτη ανισοτήτων να παραμένει σταθερά υψηλός αυτό υπήρξε το κυρίαρχο θέμα. Πάνω ακριβώς στην οικονομία ήταν προσανατολισμένος ο προεκλογικός λόγος της Μελόνι που σε συνδυασμό με μια βαθιά συντηρητική κοινωνική ατζέντα, κέρδισε μια εκλογική διαδικασία η οποία συνοδεύτηκε από την μια από τις υψηλότερες μειώσεις της συμμετοχής, από το 72.9% του 2018 στο 63.8% το 2022, επιπλέον από την ασύμμετρη κατανομή της αποχής. Σε περιοχές του νότου πλησίασε το 50% (πχ Καλαβρία) ενώ στον βορρά ήταν μικρότερη. Στην Σουηδία ο λόγος της ακροδεξιάς κινήθηκε περισσότερο γύρω από το μεταναστευτικό και την εγκληματικότητα. Γύρω από το υπαρκτό πρόβλημα της εγκληματικότητας και με την χρήση των κοινωνικών δικτύων δημιουργήθηκε μια εικόνα που υπερέβαινε την πραγματικότητα και κυριαρχούσε στον δημόσιο λόγο και οδήγησε στην αύξηση της Ακροδεξιάς.

Μέσα από τέτοια προβλήματα όμως δεν προκύπτει μόνο μια άνοδος της Ακροδεξιάς ή και άλλων λαϊκίστικων επιλογών αριστερόστροφης κατεύθυνσης τύπου Μελανσόν. Προκύπτει και μια «απόσυρση» των πολιτών από τις εκλογές και από την συμμετοχή στις δημοκρατικές διαδικασίες, ίσως μάλιστα η «απόσυρση» αυτή να είναι εξαιρετικά επικίνδυνη για την δημοκρατία και λειτουργεί αμφίδρομα. Η απόσυρση τροφοδοτεί τους κάθε λογής αυταρχισμούς και τα ελλείμματα δημοκρατίας την άνοδο των ακραίων δυνάμεων, δεξιών και αριστερών.

Προκύπτει το ερώτημα «τι μπορούμε να κάνουμε;». Το πρώτο είναι να συνειδητοποιήσουμε πως δεν πρόκειται για ένα παροδικό φαινόμενο. Η Ακροδεξιά είναι στην κεντρική πολιτική σκηνή για πάνω από 20 χρόνια, με περιθωριακό ρόλο αρχικά και με πιο κεντρικό μετά την κρίση του ‘08.  Το δεύτερο είναι πως θα πρέπει να μην αντιμετωπίζουμε την άνοδό της ως μια νομοτέλεια, στην Γερμανία είχε πτώση, όπως και στην Σλοβενία αλλά και την Τσεχία. Θα πρέπει επίσης να μην κανονικοποιούμε τον λόγο της, τόσο στην περιγραφή όσο και στην αντιμετώπιση των προβλημάτων. Τέλος, θα πρέπει να αναπτύξουμε πολιτικές που θα αντιμετωπίζουν τα προβλήματα (οικονομικά και κοινωνικά), θα υπηρετούν αρχές διαφορετικές από αυτές της Ακροδεξιάς και θα πιέζουμε για αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε, τον πραγματικό καταλύτη για την επίλυση των θεμάτων που έχουμε μπροστά μας, για περισσότερη και πιο Ενωμένη Ευρώπη. Κυρίως όμως να επανανοηματοδοτήσουμε και να εμβαθύνουμε παντού την δημοκρατία.