Πολιτικη & Οικονομια

Κουφοί στις προκλήσεις των καιρών

Χώρος για τη διπλωματία εξακολουθεί να υπάρχει

Παντελής Καψής
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τρία στοιχεία για τα μηνύματα που στέλνει η Τουρκία στην Ελλάδα: Η τουρκική ρητορική, η αγορά όπλων, η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας και ο ρόλος της διπλωματίας.

Πού χάθηκαν οι «να τα βρούμε» με την Τουρκία, αναρωτιέται ο καλός αρθρογράφος των Νέων. Αυτός είναι ο καημός του. Φυσικά υποκύπτει σε μια μικρή ανακρίβεια, κανείς δεν λέει «να τα βρούμε» με την Τουρκία, τουλάχιστον όχι χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Έχει ωστόσο εν μέρει δίκιο. Τους τελευταίους μήνες ο δημόσιος λόγος για τα ελληνοτουρκικά είναι μια συνεχής μονωδία. Αρχίζει και τελειώνει στις καταγγελίες της τουρκικής προκλητικότητας. Δύσκολα, κάτω από τις γραμμές, μπορεί να διακρίνει κάποιος διαφορετικές αποχρώσεις, δειλά διατυπωμένες. Φαίνεται απόλυτα φυσικό, επειδή έχουμε ξεχάσει όμως ότι λίγους μήνες πριν, με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, πολλοί διέβλεπαν προοπτικές προσέγγισης στα ελληνοτουρκικά. Σήμερα οι περισσότεροι αναρωτιούνται αν βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεθοδική προετοιμασία της εσωτερική και της διεθνούς κοινής γνώμης από την πλευρά της Τουρκίας για να δικαιολογηθεί μια επίθεση στην Ελλάδα.

Αυτό προφανώς οφείλεται στην αλλαγή της τουρκικής ρητορικής και στην ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε νησιά του Αιγαίου. Ξεκίνησε με αφορμή την αποστρατιωτικοποίηση, οι απειλές ωστόσο τον τελευταίο καιρό έχουν ξεπεράσει κάθε όριο, είναι σαν να επιδιώκουν την αναβίωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Φυσικά δεν βρίσκουν την παραμικρή ανταπόκριση στη διεθνή κοινότητα. Η αμφισβήτηση της κυριαρχίας αποδοκιμάστηκε ρητά τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την Ευρώπη. Μέχρι εκεί όμως, στα υπόλοιπα ζητήματα οι περισσότεροι σύμμαχοι συνιστούν διάλογο.

Τα μηνύματα που στέλνει η Τουρκία, επισκιάζονται φυσικά από τις απειλές, δεν παύουν ωστόσο να είναι πιο σύνθετα. Στο επίπεδο της ρητορικής πάντα, για πρώτη φορά με τόση συνέπεια, η Τουρκία ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα είναι η επιτιθέμενη χώρα. Καταγγέλλει μάλιστα συγκεκριμένα περιστατικά παρενοχλήσεων στο Αιγαίο, τα οποία βέβαια η Ελλάδα διαψεύδει. Όποια και αν είναι η αλήθεια -κι εμείς πιστεύουμε την ελληνική κυβέρνηση- φαίνεται ότι σε ορισμένους κύκλους στην Τουρκία υπάρχει πραγματικά αυτή η άποψη. Ότι δηλαδή είναι η Ελλάδα η επιτιθέμενη η οποία αμφισβητεί τα δικαιώματα που η ίδια η Τουρκία θεωρεί ότι έχει στο Αιγαίο. Η άποψη αυτή προκύπτει από τον «μαξιμαλισμό», όπως τον χαρακτηρίζουν, των ελληνικών θέσεων αλλά βέβαια και την προσπάθεια της Ελλάδας να επιβληθούν κυρώσεις στην Τουρκία και να αποκλειστεί από τις αγορές όπλων. Σε εμάς μπορεί να φαίνεται εξωφρενικό, δεν παύει ωστόσο να είναι αληθινό.

Ένα δεύτερο στοιχείο που έχει ενδιαφέρον είναι ότι ενώ στα λόγια η Τουρκία έχει ξεπεράσει κάθε όριο, «επί του πεδίου» όπως αρέσει να μας λένε οι ειδικοί, έχει επιδείξει αξιοσημείωτη αυτοσυγκράτηση. Όχι μόνο δεν έχει στείλει το γεωτρύπανο σε περιοχές που θεωρούμε ότι ανήκουν στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα αλλά, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, δεν έχει καν μπει στην Κυπριακή υφαλοκρηπίδα. Οι προκλήσεις της με άλλα λόγια έχουν μείνει, πάντα μέχρι στιγμής, στο φραστικό επίπεδο μόνο. Έχει ενδιαφέρον πως όταν υπήρξαν ευρήματα για μεγάλο κοίτασμα στην Κύπρο, η Τουρκία δεν αμφισβήτησε ότι βρίσκονται μέσα στην υφαλοκρηπίδα της Κύπρου. Ο υπουργός των εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου μάλιστα επανέλαβε ότι «η λύση του ζητήματος της Ανατολικής Μεσογείου στην πραγματικότητα εξαρτάται από το μοίρασμα των εσόδων στην Κύπρο». Θέση με την οποία ούτε η κυπριακή ηγεσία διαφωνεί, έστω και αν υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις για το τι συνιστά μια «δίκαιη κατανομή». Χώρος για τη διπλωματία εξακολουθεί να υπάρχει.

Κι εδώ έχει σημασία να εντοπίσουμε ένα τρίτο στοιχείο. Τις περισσότερες φορές, ακόμα και όταν γίνονται ευθέως απειλητικές δηλώσεις σε βάρος της Ελλάδας, συνοδεύονται από εκκλήσεις για διάλογο. Όταν για παράδειγμα ο υπουργός άμυνας Χουλουσί Ακάρ πέταξε με F-16 πάνω από το Αιγαίο, πράξη που από μόνη της θεωρήθηκε πρόκληση, στις δηλώσεις που έκανε αμέσως μετά σημείωσε ότι «η Ελλάδα πρέπει να σταματήσει να βλέπει την Τουρκία ως απειλή», ζητώντας και πάλι διάλογο. Λίγες ημέρες νωρίτερα είχε πει «να γίνει το Αιγαίο μια θάλασσα φιλίας, ας μοιραστούμε δίκαια τα πλούτη». Ακόμα και στην επιστολή που έστειλε ο Τσαβούσογλου στους 25 της Ευρώπης, μετά την απαρίθμηση των τουρκικών διεκδικήσεων, ο τούρκος υπουργός εξωτερικών τάσσεται υπέρ του διαλόγου και μιας λύσης με βάση τις αρχές του διεθνούς δικαίου.

Φυσικά μπορεί όλα αυτά να είναι υποκριτικά, ένας τρόπος να δημιουργήσουν ψευδείς εντυπώσεις στους συμμάχους. Υπάρχει ωστόσο μια αντίφαση στη συγκεκριμένη περίπτωση. Όσοι εκτιμούν ότι τις τουρκικές απειλές πρέπει να τις παίρνουμε στα σοβαρά διότι οι Τούρκοι εννοούν ότι λένε, θα πρέπει να παίρνουν εξ ίσου σοβαρά και αυτές τις δηλώσεις. Σε κάθε περίπτωση το σίγουρο είναι ότι η Τουρκία πετυχαίνει το στόχο της: όλοι οι σύμμαχοι συνιστούν να πάμε σε διάλογο. Ακόμα λοιπόν και αν πιστεύουμε ότι προσπαθούν να μας παρασύρουν σε παγίδα, είναι απορίας άξιο γιατί έστω και σε επίπεδο ρητορικής δεν σηκώνουμε το γάντι, προτείνοντας τους δικούς μας όρους για τις διαδικασίες προσέγγισης. Αντί να περιοριζόμαστε στις καταγγελίες, να προβάλουμε και τις θετικές μας προτάσεις. Να δείξουμε ότι οι απέναντι είναι οι κακοπροαίρετοι.

Προφανώς εδώ υπάρχει ένα πολύ πραγματικό πρόβλημα. Η Ελλάδα, εδώ και καιρό δεν έχει θετικές προτάσεις. Ακόμα και το ζήτημα της παραπομπής των διαφορών στη Χάγη, το οποίο έστω και για λόγους εντυπώσεων στη διεθνή κοινότητα ήταν ένα δυνατό επιχείρημα, έχει εγκαταλειφθεί. Η πολιτική της Ελλάδας εξαντλείται στους εξοπλισμούς και στη δημιουργία αντισταθμιστικών συμμαχιών. Και τα δύο είναι ασφαλώς αναγκαία, έχει όμως γίνει φανερό ότι έχουν όρια. Και για μεν τις συμμαχίες έχουμε δει πως η Τουρκία έχει κλείσει τα περισσότερα μέτωπα της τους τελευταίους μήνες. Ακόμα χειρότερα κυνηγώντας την ψευδαίσθηση της απομόνωσης της Τουρκίας, χάνουμε ενδεχομένως την μοναδική ευκαιρία που δημιουργεί η ενεργειακή κρίση. Όσο για τους εξοπλισμούς δεν προλάβαμε να χαρούμε με τις Μπελάρα και τα Ραφάλ και μάθαμε ότι το επιτελείο ανησυχεί επειδή δεν έχουμε απάντηση σε μια επίθεση κορεσμού από τουρκικά drone.

Άλλωστε η Ελλάδα δεν επιδιώκει μια στρατιωτική επικράτηση έναντι της Τουρκίας - ακούμε και τέτοιες βλακείες. Πρωταρχικός στόχος, εφόσον δεν μπορούμε να βρούμε λύση, είναι να διατηρηθεί η αντιπαράθεση σε χαμηλές θερμοκρασίες. Σε αυτό το πλαίσιο είναι απολύτως ακατανόητη η άρνηση της Ελλάδας να συνεχίσει τον διάλογο για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Ζητάμε από τους συμμάχους να παρέμβουν και να συγκρατήσουν τον Ερντογάν. Διαμαρτυρόμαστε επειδή η Τουρκία δεν τηρεί παλαιότερες συμφωνίες π.χ. για την αποφυγή πτήσεων στις εορτές ή στη διάρκεια της τουριστικής περιόδου. Αρνούμαστε όμως να στείλουμε την ελληνική αντιπροσωπεία για να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις. Η επίσημη δικαιολογία είναι ότι δεν συζητάμε όσο συνεχίζονται οι προκλήσεις. Αλλά βέβαια αυτή είναι η ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν φτάσαμε στο παρά πέντε θερμών επεισοδίων χωρίς αυτό να σταματήσει τις επαφές. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι αν τα πράγματα ξεφύγουν θα οδηγηθούμε σε διάλογο και μάλιστα εφ όλης της ύλης.

Η πραγματικότητα είναι ότι η κυβέρνηση δεν πάει σε διάλογο για πολιτικούς λόγους. Ο Μητσοτάκης φοβάται τη δεξιά του αντιπολίτευση, μέσα και έξω από το κόμμα του. Όσο για το ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ δεν έχουν την παραμικρή διάθεση να τον διευκολύνουν και κρατάνε τους τόνους ψηλά και στην εξωτερική πολιτική, γυρνώντας την πλάτη και στη δική τους ιστορία. Έτσι σαν χώρα παρακολουθούμε ως παθητικοί θεατές την διαρκή χειροτέρευση των σχέσεων, ελπίζοντας ότι κάποιοι τρίτοι θα συγκρατήσουν τον Ερντογάν. Το ιδιαίτερα αρνητικό είναι ότι σταδιακά όλο και περισσότερο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία επικρατεί ένας εθνικιστικός παροξυσμός ο οποίος γνωρίζουμε ότι συχνά οδηγεί σε αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Και μόνο γι’ αυτό, η Ελλάδα θα είχε κάθε λόγο να υιοθετήσει μια ρητορική προσέγγισης και φιλίας. Να τείνει χείρα συνεργασίας ακόμα και αν πιστεύει ότι δεν οδηγεί πουθενά. Ο παράγων κοινή γνώμη μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικός, για καλό ή για κακό, και στις δύο χώρες. Τον υποτιμούμε επικίνδυνα.

Στο διαφαινόμενο αδιέξοδο βοηθά δυστυχώς και μερίδα ειδικών ένθεν κακείθεν του Αιγαίου. Έχει κανείς την εντύπωση ότι συχνά ανταγωνίζονται ποιος θα προτείνει το πιο προκλητικό αφήγημα για τις επιδιώξεις του αντιπάλου. Κανείς από αυτούς όμως δεν μπήκε στον κόπο να εξηγήσει, για παράδειγμα, γιατί ο ίδιος Ερντογάν που σήμερα απειλεί να έρθει νύχτα, ήταν αυτός που προσκάλεσε τον Μητσοτάκη στην Πόλη λίγους μήνες πριν. Σαν να μη γνωρίζουν ότι η εξωτερική πολιτική κάθε χώρας, πόσο μάλλον του Ερντογάν, έχει έναν έντονα οπορτουνιστικό χαρακτήρα. Το πιο συνηθισμένο είναι οι χθεσινοί εχθροί να γίνονται φίλοι. Το βλέπουμε καθημερινά στην περιοχή μας. Ιδίως όταν οι συνθήκες αλλάζουν όπως σήμερα με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Όταν δηλαδή υπάρχει μεγάλη πίεση και από τη συμμαχία, για ενότητα, αλλά και από την ενεργειακή κρίση, για συνέργειες. Άλλωστε για τον Ερντογάν ο αντιπερισπασμός από ένα θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα μπορεί να του προσέφερε πολύ λιγότερα εκλογικά οφέλη από μια μεγάλη κίνηση, για παράδειγμα, για την προώθηση της ενεργειακής συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα και μας το έχουν πει ευθέως πολλοί σύμμαχοι, θα μπορούσε να είναι ο ιδανικός μεσάζων. Χώρος για διπλωματία υπάρχει και εδώ. Αρκεί να μην είμαστε κουφοί στις προκλήσεις των καιρών.